Η επιλογή του συγγραφέα Bill Finger των DC Comics να ονομάσει τη γενέτειρα του Batman, και τόπο όπου διαδραματίζεται η δημοφιλής εδώ και δεκαετίες σειρά των ιστοριών του υπερ-ήρωα, Cotham City, προέκυψε εντελώς τυχαία. Ο Finger δοκίμασε αρχικά άλλες ονομασίες, όπως Civic City, Capital City και Coast City αλλά δεν ενθουσιαζόταν με αυτό που είχε στο μυαλό του και προσομοίαζε στο κέντρο της Νέας Υόρκης ή του Σικάγο.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Αναζητούσε κάτι πιο σκοτεινό, σχεδόν ερεβώδες, ικανό να αποτελέσει “θέατρο” της μάχης του καλού απέναντι στο κακό. Μια μέρα ξεφύλλιζε τον τηλεφωνικό κατάλογο της Νέας Υόρκης και πρόσεξε μια εταιρική ονομασία: “Gotham Jewelers”. “Αυτό είναι”, αναφώνησε.
Έτσι στο μυαλό του συγγραφέα γεννήθηκε η Gotham City, την οποία θυμήθηκε και χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός στην αντιπαράθεσή του στη Βουλή με τον πρόεδρο της Ν.Δ, με αφορμή την επίκαιρη ερώτηση του τελευταίου για τα κρούσματα βίας και ανομίας στα πανεπιστήμια.
Ωστόσο, η επιλογή του Αλέξη Τσίπρα ήταν μάλλον ατυχής ως προς το συγκεκριμένο θέμα της πολιτικής σύγκρουσης με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, είναι όμως από την άλλη μια επίκαιρη και ακριβής “παρομοίωση” εάν θέλει να αποτυπώσει κανείς το κλίμα στις παρυφές της πολιτικής ζωής του τόπου τις προηγούμενες περίπου τρεις δεκαετίες. Κι αυτό γιατί στην σειρά των DC comics η Gotham City είναι μια πόλη με διεφθαρμένες τοπικές αρχές (από τον δήμαρχο- κυβερνήτη μέχρι την ηγεσία της αστυνομίας) και μια ελίτ που συμμετέχει ή έστω ανέχεται αυτή τη διαφθορά. Υπό μία έννοια, ο Batman δεν είναι μόνο ένας τιμωρός του εγκλήματος αλλά και ένας αυτόκλητος λαϊκός δικαστής που προσπαθεί να σπάσει αυτό το απόστημα της διαφθοράς.
Οι Batmen, ωστόσο, υπάρχουν μόνο στα κόμικς. Η πραγματικότητα είναι συχνά το ίδιο ζοφερή όσο και η ατμόσφαιρα της Gotham City, λαϊκοί δικαστές και τιμωροί, όμως, δεν υπάρχουν. Και δεν πρέπει να υπάρχουν. Στις κοινωνίες της Δύσης τον ρόλο αυτό πρέπει να έχουν οι θεσμοί. Τα κοινοβούλια, η Δικαιοσύνη, οι ανεξάρτητες αρχές, οι νόμοι. Ουδείς μπορεί και πρέπει να υποκαθιστά τη λειτουργία τους. Ακόμα κι όταν λειτουργούν πλημμελώς και ενίοτε ως μηχανισμοί έμμεσης συγκάλυψης της διαφθοράς στα συστήματα εξουσίας.
Τις επόμενες μέρες η Βουλή θα κληθεί να τοποθετηθεί επί του περιεχομένου της δικογραφίας που διαβιβάσθηκε σε αυτήν αμελητί από τον αρμόδιο ανακριτή διαφθοράς και αφορά μαρτυρίες και ενδείξεις περί χρηματισμού πολιτικού προσώπου για την υπόθεση προμήθειας του συστήματος ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 (C4I). Είναι μάλλον βέβαιο πως αρκετοί θα αμφισβητήσουν την αξιοπιστία του μάρτυρα που προσήλθε στις ανακριτικές αρχές και θα ισχυριστούν πως πρόκειται για ακόμα μία επιχείρηση ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής και πολιτικής εξόντωσης της “δημοκρατικής παράταξης”.
Παράλληλα, το επόμενο διάστημα, η Βουλή θα κληθεί, στο πλαίσιο της συζήτησης για τη Συνταγματική αναθεώρηση, να αποφασίσει την κατάργηση του περιβόητου άρθρου 86 (περί ΜΗ ευθύνης υπουργών). Και, σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα τοποθετήσεις των κομμάτων, η διάταξη θα κριθεί αναθεωρητέα με πολύ μεγάλη πλειοψηφία. Αυτό είναι ένα θετικό βήμα. Αρκεί όμως;
Είναι βέβαιο πως πέρα από τις καλές προθέσεις υπάρχουν και οι πολιτικές, ακόμα και εκλογικές, σκοπιμότητες. Πρέπει, ωστόσο, οι σκοπιμότητες να χρησιμοποιηθούν ως άλλοθι και να υπονομεύσουν την αδήριτη ανάγκη του πολιτικού συστήματος να εξέλθει επιτέλους από το έρεβος της Gotham City των τελευταίων δεκαετιών;
Υπάρχουν αρκετές απόψεις περί αυτού. Για παράδειγμα, το ΚΚΕ (και όχι μόνο) θεωρεί πως η πολιτική διαφθορά και το μαύρο χρήμα είναι στοιχεία σύμφυτα με την ίδια τη λειτουργία του καπιταλισμού. Δεν είναι κάτι απαραίτητα λανθασμένο, ωστόσο επειδή για τους προσεχείς …αιώνες δεν προβλέπει κανείς μετάβαση από τον καπιταλισμό σε κάποιον σοσιαλιστικό παράδεισο, το μόνο που μένει είναι να διασφαλιστεί πως η πολιτική διαφθορά θα μετριασθεί και όταν συμβαίνει το πλέγμα των θεσμών θα είναι τόσο ισχυρό ώστε να μπορεί και να την εντοπίζει αλλά και να την τιμωρεί.
Πέρα και πάνω, όμως, ακόμα κι απ΄ αυτό πρέπει το ίδιο το πολιτικό σύστημα όχι μόνο να αναγνωρίζει την ανάγκη πάταξης της διαφθοράς αλλά να αποκτήσει το ίδιο “αίσθημα δικαίου”.
Να κατανοεί πως η ανοχή στην απάτη πολιτικών προσώπων δεν σημαίνει αυτόματα και ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής ή προσπάθεια να εξοντωθούν κόμματα και “ιδέες”. Εάν, για παράδειγμα, η εποχή του Κώστα Σημίτη στιγματίστηκε από φαινόμενα πολιτικής διαφθοράς, αυτό δεν οδηγεί στο συμπέρασμα πως το ΠΑΣΟΚ είναι “κόμμα απατεώνων”. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί κάτι τέτοιο και να αμαυρώνει τις πολλές σπουδαίες στιγμές μιας παράταξης και μιας μεγάλης πολιτικής περιόδου κατά την οποία η χώρα έκανε μεγάλα βήματα μπροστά. Το ίδιο, φυσικά, αφορά και τη Ν.Δ.
Η Φώφη Γεννηματά και το σημερινό ΚΙΝ.ΑΛ -ως διάδοχο σχήμα του ΠΑΣΟΚ- δεν πρέπει να εγκαλούν κάθε προσπάθεια της Δικαιοσύνης να ερευνήσει υποθέσεις πιθανής διαφθοράς και να αναδείξει τυχόν ποινικές ευθύνες.
Ότι έπραξε ο Τσοχατζόπουλος, ο Μαντέλης, ή πιθανώς ο Τσουκάτος, ή ο Παπαντωνίου και άλλοι δεν αποτελούν απαξίωση του ιστορικού ρόλου του ΠΑΣΟΚ. Πρέπει, όμως, να εγείρουν τουλάχιστον αμφιβολίες για τον τρόπο με τον οποίο κάποιες ηγεσίες άφησαν απροστάτευτους τους θεσμούς και ίσως ανέχτηκαν αυτή την πολιτική διαφθορά. Η πολιτική ευθύνη είναι σαφής και εάν δεν αναγνωριστεί δημιουργεί συνθήκες έμμεσης αμφισβήτησης του ρόλου της Δικαιοσύνης και των θεσμών.
Στη Γερμανία, για παράδειγμα, αυτές τις μέρες η υπουργός Άμυνας και πρωτοκλασάτο στέλεχος του CDU αντιμετωπίζει σοβαρές κατηγορίες που μπορεί να την φέρουν ενώπιον προανακριτικής επιτροπής. Ουδείς διανοείται, ωστόσο, να μιλήσει για πολιτική δίωξη.
Και, είπαμε, επειδή οι Batmen υπάρχουν μόνο στα κόμικς, μας απομένουν μόνο οι θεσμοί και η συμφωνία του πολιτικού κόσμου πως κάθε φαινόμενο διαφθοράς πρέπει να αντιμετωπίζεται με τη δέουσα αυστηρότητα. Ποινική για εκείνον που το διέπραξε και πολιτική για εκείνον που ολιγώρησε ή το ανέχτηκε…