Το σκάνδαλο Siemens, μέρος του οποίου είναι η υπόθεση του συστήματος ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων C4I για το οποίο γίνεται τόσος πολιτικός ντόρος το τελευταίο διάστημα, έχει πάρει -και δικαίως- τον τίτλο του μεγαλύτερου σκανδάλου της Μεταπολίτευσης.
Ένα σκάνδαλο για το οποίο η δίκη συνεχίζεται και όπως αναφέρουν νομικοί κύκλοι πιθανώς να έχει ολοκληρωθεί μέχρι την επόμενη άνοιξη.
Πρωταγωνιστές σε αυτό είναι οι μίζες και τα λευκά κολάρα, οι άριστοι και αξιοσέβαστοι επιχειρηματίες, το «καλό» πρόσωπο της κοινωνίας, που βρήκαν τα πρόθυμα πολιτικά κανάλια, τα οποία φαίνεται πως γέμισαν με άφθονο «μαύρο» χρήμα προκειμένου να τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης σε μια περίοδο που η εκσυγχρονιστική ανάπτυξη ήταν το βασικό αφήγημα της χώρας.
Το σκάνδαλο βρίσκεται στην επικαιρότητα εδώ και 12 χρόνια. Το 2006 οι γερμανικές αρχές κάνουν έλεγχο στα κεντρικά γραφεία της Siemens και αποκαλύπτεται ένα τεράστιο σκάνδαλο που αφορά ένα δίκτυο παράνομων χρηματοδοτήσεων της εταιρείας προς τρίτες χώρες προκειμένου να πάρει έργα.
Το κόστος των χρηματοδοτήσεων, σύμφωνα με εκτιμήσεις του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, ξεπερνά το 1,5 δισ. ευρώ μέσα σε μία δεκαετία. Ανάμεσα στις χώρες στις οποίες δραστηριοποιήθηκε με αθέμιτα μέσα η εταιρεία είναι και η Ελλάδα. Το σκάνδαλο αρχικά εντοπίζεται στους εξής τομείς:
1 Στα ηλεκτρονικά συστήματα των πυραύλων Patriot που απέκτησε η χώρα μας από τις ΗΠΑ, τα οποία ανέλαβε η Siemens
2 Στη σύμβαση 8002 μεταξύ Siemens και ΟΤΕ για την προμήθεια ψηφιακών παροχών και
3 Στο σύστημα ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων C4I που ανατέθηκε στην αμερικανική εταιρεία SAIC με υπεργολάβο τη γερμανική εταιρεία.
Ωστόσο, στην πορεία αποκαλύφθηκε πως η Siemens χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μέσα είχε εμπλακεί και σε σειρά άλλων έργων και προμηθειών του ελληνικού Δημοσίου. Ετσι, η έρευνα από τις αρχές επεκτάθηκε και σε άλλα οπλικά συστήματα, σε προϊόντα ιατρικής τεχνολογίας με τα οποία η εταιρεία είχε προμηθεύσει ελληνικά νοσοκομεία, αλλά και στις τρεις συμβάσεις με τον ΟΣΕ για την κατασκευή και παράδοση τροχαίου υλικού.
Η ανακίνηση από το ΚΙΝ.ΑΛΛ. του θέματος του C4I με αιχμές προς συγκεκριμένα κέντρα της Δικαιοσύνης και η πρόσφατη απόδραση του Ζαν-Κλοντ Οσβαλντ, βασικού κατηγορούμενου του σκανδάλου, ξαναφέρνουν στην επικαιρότητα τα πρόσωπα αυτής της υπόθεσης που πρόλαβαν να… φύγουν πριν δώσουν εξηγήσεις. Τέσσερα στελέχη της Siemens Hellas κι ένα που έμεινε πίσω. Ας τα θυμηθούμε ξανά.
Φ. Γιουνγκ
Ανενόχλητος στην πατρίδα του
Ο πρώην πρόεδρος της Siemens Hellas παραβίασε τον όρο απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα που του είχε επιβληθεί το 2009, μετά την κατάθεσή του στον ανακριτή και βρέθηκε στη Γερμανία. «Ποτέ δεν σκέφτηκα να μην έχω εμπιστοσύνη στην ελληνική Δικαιοσύνη και στην Ελλάδα. Μίλησα για τα πραγματικά περιστατικά και για όλα όσα ερωτήθηκα. Μου επιβλήθηκαν περιοριστικοί όροι, παρ’ ότι ήρθα δύο φορές για να παρουσιαστώ στη Δικαιοσύνη εθελοντικά. Οι όροι που μου επιβλήθηκαν, 17 μήνες σκληρού χειμώνα στην Πάρο, ήταν επιβαρυντικοί για την ήδη κλονισμένη υγεία μου.
Και όλο αυτόν τον καιρό ζήτησα πολλές φορές να ακουστώ και να πάρω θέση. Βρισκόμουνα χωρίς λόγο μακριά από την πατρίδα μου, την οικογένειά μου και τους φίλους μου», δήλωσε σε συνέντευξή του στο «Βήμα» στις 18 Σεπτεμβρίου 2011, ευρισκόμενος πλέον στο Μόναχο. Πάντως, η Ν.Δ. δεν είχε χάσει την ευκαιρία τότε να επιρρίψει ευθύνες στην κυβέρνηση Παπανδρέου για τη φυγή Γιουνγκ. Ζητούσε μάλιστα εξηγήσεις γιατί η κυβέρνηση δεν φρόντισε να εκδοθεί εναντίον του πανευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
Μ. Χριστοφοράκος
Οι γερμανικές αρχές απέρριψαν το αίτημα έκδοσής του στην Ελλάδα
Ο πρώην ισχυρός άνδρας της Siemens Hellas ήταν ο πρώτος που έφυγε εκτός χώρας και βρήκε καταφύγιο στη Γερμανία, της οποίας διατηρεί την υπηκοότητα. Ηταν η 20ή Μαΐου του 2009 και ενώ ο Χριστοφοράκος είχε ήδη ζητήσει δύο παρατάσεις προκειμένου να εμφανιστεί στον ανακριτή Νίκο Ζαγοριανό που είχε αναλάβει την υπόθεση, αποφασίζει να μην… εμφανιστεί ποτέ και αναχωρεί για το εξωτερικό. Θα προκληθεί σάλος για την αδράνεια της κυβέρνησης και κυρίως της Δικαιοσύνης που δεν είχαν φροντίσει να αποτραπεί η έξοδος από τη χώρα του πιο βασικού μάρτυρα της υπόθεσης. Τα πανευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψής του εκδίδονται κατόπιν εορτής.
«Ημουν εξ αρχής πρόθυμος να συνεργαστώ με τις ελληνικές αρχές, έτσι παρουσιάστηκα πολλές φορές στον εισαγγελέα κ. Αθανασίου», θα υποστηρίξει ο ίδιος σε υπόμνημά του που κατέθεσε ο δικηγόρος του πέρυσι τον Αύγουστο. Στο ίδιο υπόμνημα υποστήριζε ότι ουδέποτε επιθύμησε να φύγει και ότι εκείνη την περίοδο βρέθηκε στη Γερμανία για επαγγελματικούς λόγους. «Ενημερώθηκα επίσης αιφνιδίως ότι η ημερομηνία, που είχε οριστεί για τα μέσα Ιουνίου (σ.σ. πρόκειται για την ημερομηνία κατάθεσής του στον ανακριτή), είχε ακυρωθεί και ότι ο κ. ανακριτής είχε ζητήσει την άμεση απολογία μας.
Οι έντονες ψυχοσωματικές αντιδράσεις με ανάγκασαν να επισκεφθώ έναν γιατρό. Μου απαγόρευσε να ταξιδέψω σε αυτή την κατάσταση και ειδοποίησα τον δικηγόρο μου. Ενημέρωσε τον κ. ανακριτή, αλλά εκείνος εξέδωσε αμέσως διεθνές ένταλμα σύλληψης σε βάρος μου, το οποίο αποτέλεσε και τον λόγο της συλλήψεώς μου στη Γερμανία…», υποστήριξε στο ίδιο υπόμνημα ο κ. Χριστοφοράκος.
«Δεν είχα καμία ανάμιξη σε πράξεις δωροδοκίας, ούτε σε σχέση με τον ΟΤΕ ούτε με πολιτικούς ούτε σε σχέση με το C4I ούτε σε σχέση με άλλη υπόθεση», ανέφερε επίσης, διαψεύδοντας έτσι την κατάθεση της γραμματέως του η οποία είχε επανειλημμένα υποστηρίξει ότι ο Μιχάλης Χριστοφοράκος είχε στενές επαφές με τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη. Ο πρώην πρωθυπουργός έχει διαψεύσει κατηγορηματικά κάτι τέτοιο. Σύμφωνα με το ημερολόγιο που διατηρούσε η γραμματέας του κ. Χριστοφοράκου, έχουν καταγραφεί και 356 συναντήσεις ή τηλεφωνικές επαφές του ίδιου με μέλη της οικογένειας Μητσοτάκη κατά το επίμαχο διάστημα.
Τελικά ο κ. Χριστοφοράκος συνελήφθη στη Γερμανία, δικάστηκε και καταδικάστηκε για απιστία εις βάρος της Siemens (!), ενώ κλήθηκε να πληρώσει και ένα πρόστιμο 350.000 ευρώ. Το πιο σημαντικό όμως είναι το γεγονός ότι οι γερμανικές αρχές απέρριψαν το ελληνικό αίτημα για έκδοσή του στην Ελλάδα.
Χ. Καραβέλας
Αφαντος προς άγνωστο προορισμό
Ο δεύτερος «δραπέτης», ο οποίος έφυγε από τη χώρα εννέα μέρες μετά τον Μιχάλη Χριστοφοράκο, ήταν ο Χρήστος Καραβέλας, πρωτοκλασάτο στέλεχος της Siemens Hellas έως το 2001, ο άνθρωπος που, σύμφωνα με το πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής της Βουλής που συντάχθηκε το 2011, ήταν «μέχρι το 1998 υπεύθυνος εκ μέρους της Siemens Hellas για τη διανομή των παράνομων πληρωμών σε Ελληνες κρατικούς υπαλλήλους».
Πρόκειται για τον δραπέτη «φάντασμα», καθώς κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται εδώ και 9 χρόνια. Πληροφορίες τον ήθελαν να βρίσκει καταφύγιο στην Ουρουγουάη καθώς διαπιστώθηκε από την πρεσβεία μας στο Μοντεβιδέο ότι εκείνη την περίοδο είχε αγοράσει ένα πολυτελέστατο σπίτι εκεί. Η πρεσβεία είχε ειδοποιήσει το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών σχετικά, ωστόσο οι συνεργάτες τής τότε υπουργού Ντόρας Μπακογιάννη δεν έδωσαν και μεγάλη σημασία στην πληροφορία.
Για την ακρίβεια, χρειάστηκαν σχεδόν 7 μέρες προκειμένου να κινητοποιηθούν οι υπηρεσίες για ένταλμα σύλληψης του κ. Καραβέλα. Ανικανότητα ή σκοπιμότητα; Σε κάθε περίπτωση, το -τότε- 70χρονο «πουλάκι» είχε κάνει φτερά. Λίγες μέρες πριν φύγει από την Ελλάδα είχε «τραβήξει» 7 εκατ. ευρώ από τον τραπεζικό του λογαριασμό. Πιθανότατα τα τρώει αυτή τη στιγμή στην υγειά των κορόιδων, μια και η οικογένειά του έμεινε πίσω και η σύζυγός του αντιμετωπίζει την κατηγορία της συνέργειας.
Οσβαλντ
Εσπασε το βραχιολάκι
Ο Γαλλοελβετός τραπεζίτης είναι ο τέταρτος δραπέτης που σχετίζεται με τα σκάνδαλα της Siemens και μάλιστα είναι δραπέτης με την κυριολεκτική έννοια του όρου, αφού πριν από λίγες μέρες κατάφερε να αφαιρέσει το βραχιολάκι επιτήρησης και να εξαφανιστεί. Αφορμή για τη σύλληψή του το 2015 στάθηκε η κατάθεση του πρώην γενικού γραμματέα εξοπλισμών Αντώνη Κάντα, ο οποίος τον έδειξε ως πρωταγωνιστή σε ξέπλυμα χρήματος σε ελβετικές τράπεζες.
Μετά τη σύλληψή του και την απολογία του στους ανακριτές διαφθοράς προφυλακίστηκε, όμως λίγο αργότερα το Συμβούλιο Εφετών αποφάσισε την αντικατάσταση της προσωρινής κράτησής του με την επιβολή του κατ’ οίκον περιορισμού με βραχιολάκι ηλεκτρονικής επιτήρησης. Ο Οσβαλντ, ως στέλεχος των τραπεζών Dresden Bank και BNP PARIBAS, εμπλέκεται σε υπόθεση νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, με τον ίδιο να υποστηρίζει στην απολογία του πως είχε ρόλο απλώς εποπτικό σε ό,τι αφορά τις επαφές του στην Ελλάδα, «δείχνοντας» παράλληλα τον υφιστάμενό του Φάνη Λυγινό, ο οποίος επίσης κατηγορείται για τις αντίστοιχες υποθέσεις.
Πρόδρομος Μαυρίδης
Προφυλακίστηκε για έναν χρόνο
Για πρώτη φορά ύστερα από 12 χρόνια σιωπής μίλησε πριν από έναν μήνα στο Εφετείο της Αθήνας το κεντρικό πρόσωπο του τομέα τηλεπικοινωνιών της Siemens στην Ελλάδα, o Πρόδρομος Μαυρίδης. «Αρνούμαι την κατηγορία. Δεν δωροδόκησα κρατικό υπάλληλο. Δεν διακίνησα χρήματα για παράνομες πληρωμές παρά μόνο για νόμιμους σκοπούς της εταιρείας».
Ο κατηγορούμενος υποστήριξε ακόμη πως τα χρήματα που φέρεται να διακίνησε μέσω του τραπεζίτη Ζακ-Κλοντ Οσβαλντ αφορούσαν πληρωμές συμβούλων για εκπόνηση μελετών σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας αγορών, όπως της Αρμενίας, της Νότιας Αφρικής κ.λπ., ή για άλλους σκοπούς της εταιρείας: «Τι να έκανα, κύριε πρόεδρε, σε αυτές τις χώρες με έστελναν να βολιδοσκοπώ…», είπε χαρακτηριστικά.
Παρουσίασε, δε, στο δικαστήριο τις απαλλακτικές αποφάσεις που αφορούν το άτομό του από την Ελβετία και τη Γερμανία, λέγοντας: «Ελέγχθηκα έξι χρόνια από την ελβετική Δικαιοσύνη και επτά χρόνια από τη γερμανική. Μου έκανε έλεγχο το ΣΔΟΕ και η Αρχή για την Καταπολέμηση παράνομων χρημάτων και δεν βρέθηκε τίποτε». Ο Πρόδρομος Μαυρίδης είχε προφυλακιστεί για περίπου έναν χρόνο την περίοδο 2008-2009. Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι στο πόρισμα της εξεταστικής της Βουλής του 2011 τον έδειχνε ως τον «διάδοχο» του Χρήστου Καραβέλα στη διακίνηση του μαύρου χρήματος της εταιρείας στην Ελλάδα.
Αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Ετσι, ο κ. Πρόδρομος Μαυρίδης άνοιξε έναν εταιρικό λογαριασμό στις 20.12.2000 στο όνομα της εταιρείας Martha Holdings με έδρα τις Βρετανικές Παρθένους Νήσους και δύο χρόνια αργότερα στις 31.10.2003 έναν άλλο εταιρικό λογαριασμό για τη νεότερη εταιρεία Martha Overseas με έδρα τον Παναμά, η οποία διαδέχθηκε την προηγούμενη στη διαδικασία της ροής μαύρου χρήματος. Τους παραπάνω λογαριασμούς άνοιξε ο κ. Πρόδρομος Μαυρίδης στην Dresdner Bank, με την καθοδήγηση της θυγατρικής εταιρείας της παραπάνω τράπεζας Firstrust.
»Ο τραπεζικός διαχειριστής των λογαριασμών του κ. Πρόδρομου Μαυρίδη στην τράπεζα Dresdner ήταν ο Ζακ-Κλοντ Οσβαλντ και η εταιρεία Firstrust, οι οποίοι γνώριζαν ότι οι παραπάνω εταιρείες δεν είχαν δραστηριότητα εμπορική και είχαν ιδρυθεί αποκλειστικά και μόνο για να καλυφθεί η ύποπτη δραστηριότητα του κ. Πρόδρομου Μαυρίδη». Και σε άλλο σημείο του ίδιου πορίσματος:
«Σημαντικό ρόλο στο παραπάνω δίκτυο (σ.σ. διακίνησης μαύρου χρήματος) φαίνεται ότι διαδραμάτιζε ο κ. Ιωάννης Παναγιωτόπουλος, τραπεζίτης του κ. Πρόδρομου Μαυρίδη, που ήταν διευθυντής του καταστήματος Κηφισιάς της Societe Generale, ασχολείτο μόνο με private banking, ήταν διαχειριστής των λογαριασμών του κ. Πρόδρομου Μαυρίδη στην Ελλάδα και συνεργαζόταν στενά με τον Οσβαλντ. Στο παραπάνω κατάστημα εισήγαγε ο κ. Πρόδρομος Μαυρίδης το έτος 2005 από το εξωτερικό το ποσό των 20.920.000 € εκμεταλλευόμενος τον νόμο για φορολογική αμνηστία που ψήφισε η ελληνική Βουλή.
Δεν ανήγγειλε όμως τη συναλλαγή αυτή, ως όφειλε στην ΤτΕ. Η αναγγελία αυτή έγινε με καθυστέρηση δύο ετών και αφού είχαν εν τω μεταξύ δεσμευτεί οι λογαριασμοί του κ. Πρόδρομου Μαυρίδη στο εξωτερικό».
Πηγή: Έντυπη έκδοση Εφημερίδας των Συντακτών