«Πιστεύω ότι μετά από κάθε ταινία υπάρχει ένα είδος τέλους, σχεδόν ένα είδος θανάτου, και μετά η επόμενη ταινία είναι μια ανάσταση. Λέω ότι πρόκειται για ένα είδος θανάτου με την έννοια ότι όταν δεν γυρίζω ταινίες αισθάνομαι να ανήκω στον κόσμο των φυτών μάλλον παρά στον κόσμο των ανθρώπων. Τα δύο στοιχεία που κατά τη γνώμη μου είναι τα πιο ποιητικά, συγκινητικά, ουσιαστικά για τον κινηματογράφο, είναι ο χρόνος και το φως (…) Κάθε ταινία έχει τη δική της ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Ο θεατής θυμάται πάντα την ατμόσφαιρα.»
Με αυτά τα λόγια ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ένας από τους πιο αξιόλογους ιταλούς σκηνοθέτες εξηγούσε τη σκοπιά υπό την οποία αντιμετώπιζε τις ταινίες του. Η “ματιά” του βραβεύτηκε με τιμητικό Χρυσό Φοίνικα, αν και από πολύ νωρίς στην καριέρα του, τού είχε χαρίσει διεθνή αναγνωρισιμότητα. Κι αυτό γιατί οι ταινίες του διακατέχονταν από έντονη ποιητικότητα, υπαρξιακή αγωνία, αισθαντικότητα και ερωτισμό.
Ο Μπερτολούτσι άλλωστε ήθελε μεγαλώνοντας να γίνει ποιητής – όπως και ο πατέρας του – όμως στην πορεία βρέθηκε κάτω από την ομπρέλα του Παζολίνι και σιγά σιγά αναθεώρησε. Διακρίθηκε μάλιστα με αρκετά βραβεία λογοτεχνίας πριν αποφασίσει ότι ήθελε να ακολουθήσει κινηματογραφική πορεία.
Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι έζησε, κατά κύριο λόγο, στην Αιώνια Πόλη και στο Λονδίνο. Με έντονη ευαισθησία και ενδιαφέρον για όλη την ευρωπαϊκή πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Και για τον λόγο αυτό, ήταν από τους πιο ένθερμους και ειλικρινείς υποστηρικτές των Ελλήνων που βρήκαν καταφύγιο στην Ιταλία αντιστεκόμενοι στην στρατιωτική δικτατορία.
Γεννήθηκε στην Πάρμα της τότε φασιστικής Ιταλίας στις 16 Μαρτίου του 1940. Ο πατέρας του ήταν ο ποιητής Τζοζέπε Μπερτολούτσι και τού μετέδωσε από πολύ νωρίς το πάθος για την Τέχνη.
Στα 20 του γίνεται βοηθός σκηνοθέτης του κορυφαίου σκηνοθέτη – δημιουργού Πιερ Πάολο Παζολίνι στην ταινία “Accatone” και η εμπειρία αυτή είναι που θα τον οδηγήσει στον κόσμο του φιλμ. Έναν χρόνο χρόνο ο Μπερτουλούτσι καλείται να σκηνοθετήσει ένα παλιό σχέδιο του Παζολίνι, το “La commare Secca”. Η ταινία διαγωνίζεται στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1962 και τυγχάνει πολύ αυστηρής αντιμετώπισης από τους κριτικούς κινηματογράφου, οι οποίοι λίγο πολύ τον κατηγορούν ότι κοπιάρει τον Παζολίνι. Τα πικρόχολα σχόλια τον οδηγούν στην ποίηση και στην κυκλοφορία της πρώτης και μοναδικής του ποιητικής συλλογής με τίτλο “Σε αναζήτηση του μυστηρίου” (In cerca del mistero), η οποία κερδίζει το λογοτεχνικό βραβείο “Premio Viarggio”.