Σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία, η μετανάστευση ήταν μια θαρραλέα έκφραση της θέλησης του ατόμου να ξεπεράσει τις αντιξοότητες και να ζήσει μια καλύτερη ζωή. Σήμερα, όπως αναφέρει ο ΟΗΕ, η παγκοσμιοποίηση, μαζί με την πρόοδο στις επικοινωνίες και τις μεταφορές, έχει αυξήσει σημαντικά τον αριθμό των ανθρώπων που έχουν την επιθυμία και την ικανότητα να μετακινηθούν σε άλλα μέρη. Αυτή η νέα εποχή δημιούργησε προκλήσεις και ευκαιρίες για τις κοινωνίες σε όλο τον κόσμο. Έχει επίσης χρησιμεύσει για να καταγραφεί η σαφής σύνδεση της μετανάστευσης με την ανάπτυξη, και να εντοπιστούν οι ευκαιρίες που παρέχει για τη συν-ανάπτυξη, δηλαδή τη συντονισμένη βελτίωση των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών τόσο στη χώρα προέλευσης όσο και στη χώρα προορισμού.
Το δέλεαρ μιας καλοπληρωμένης δουλειάς σε μια πλούσια χώρα είναι ένα ισχυρό κίνητρο για τη μετανάστευση. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, η έλξη αυτή έχει ενταθεί, καθώς οι διαφορές εισοδήματος μεταξύ των χωρών συνεχίζουν να αυξάνονται. Αυτό ισχύει όχι μόνο όσον αφορά τις μεγάλες και αυξανόμενες διαφορές μεταξύ χωρών υψηλού και χαμηλού εισοδήματος, αλλά και όσον αφορά τις πιο δυναμικά και λιγότερο δυναμικά αναπτυσσόμενες χώρες.
Πολλές προηγμένες και δυναμικές οικονομίες χρειάζονται την εργασία των μεταναστών για να καλύψουν θέσεις εργασίας που δεν αναλαμβάνουν οι ντόπιοι εργαζόμενοι. Η γήρανση του πληθυσμού αποτελεί μία ακόμη αιτία αυτής της αυξανόμενης ζήτησης, ενώ καθώς οι νεότερες γενιές μορφώνονται καλύτερα, λιγότερα άτομα στις τάξεις τους είναι ικανοποιημένα με χαμηλόμισθες και σωματικά απαιτητικές θέσεις εργασίας.
Ο συνολικός αριθμός των διεθνών μεταναστών αυξήθηκε από περίπου 175 εκατομμύρια το 2000 σε 232 εκατομμύρια το 2013 και σε 258 εκατομμύρια το 2017, εκ των οποίων 234 εκατομμύρια ήταν σε ηλικία εργασίας 15 ετών και άνω, (207 εκατ. το 2013) και 164 εκατομμύρια ήταν εργαζόμενοι μετανάστες (150 εκατ. το 2013). Συνολικά, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας (ILO), οι μετανάστες σε ηλικία εργασίας αποτελούσαν το 2017, 4,2% του παγκόσμιου πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω, ενώ οι μετανάστες το 4,7% όλων των εργαζομένων. Εξάλλου, περίπου ένας στους δέκα μετανάστες είναι κάτω των 15 ετών.
Οι άνδρες συνιστούν μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζόμενων μεταναστών. Υπολογίζεται ότι το 2017, οι άνδρες μετανάστες εργαζόμενοι ήταν 95,7 εκατομμύρια, ενώ η αντίστοιχη εκτίμηση για τις γυναίκες μετανάστες ήταν 68,1 εκατομμύρια, ή 58,4% και 41,6%, αντίστοιχα, όλων των εργαζομένων μεταναστών. Η μεγαλύτερη παρουσία ανδρών μεταξύ των μεταναστών εργαζομένων εξηγείται από το μεγαλύτερο μερίδιο των διεθνών μεταναστών σε ηλικία εργασίας (54,2% έναντι 45,8% για τις γυναίκες) και από τη μεγαλύτερη συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό (75,5% έναντι 63,5%).
Επιπλέον, όπως αναφέρει ο ILO, μεταξύ 2013 και 2017, το μερίδιο των ανδρών μεταξύ των μεταναστών αυξήθηκε από 55,7% σε 58,4%, γεγονός που συμβαδίζει με το αυξημένο ποσοστό ανδρών μεταξύ των μεταναστών σε ηλικία εργασίας από 51,9% το 2013 σε 54,2% το 2017. Παράλληλα, το ποσοστό των γυναικών μεταξύ των μεταναστών εργαζομένων μειώθηκε από 44,3% σε 41,6% κατά την ίδια χρονική περίοδο.
Από τα 164 εκατομμύρια εργαζόμενους μετανάστες σε όλο τον κόσμο, 111,2 εκατομμύρια (67,9%) απασχολούνται σε χώρες υψηλού εισοδήματος, 30,5 εκατομμύρια (18,6%) σε εύπορες χώρες μεσαίου εισοδήματος, 16,6 εκατομμύρια (10,1%) σε φτωχότερες χώρες μεσαίου εισοδήματος και 5,6 (3,4%) σε χώρες χαμηλού εισοδήματος. Ως ποσοστό όλων των εργαζομένων, οι μετανάστες αποτελούν το 18,5% του εργατικού δυναμικού των χωρών υψηλού εισοδήματος, αλλά μόνο μεταξύ 1,4 και 2,2% του εργατικού δυναμικού των χωρών με χαμηλότερα εισοδήματα.
Η μετανάστευση ενδέχεται να μειώσει τους μισθούς ή να οδηγήσει σε υψηλότερη ανεργία μεταξύ των εργαζομένων με χαμηλή ειδίκευση στις προηγμένες οικονομίες, πολλοί από τους οποίους είναι οι ίδιοι μετανάστες που έφθασαν σε προηγούμενα κύματα. Με τη διεύρυνση του εργατικού δυναμικού και του συνόλου των καταναλωτών, σημειώνει ο ΟΗΕ, οι μετανάστες ενισχύουν την οικονομική ανάπτυξη στις χώρες υποδοχής.
Στο σημείο προέλευσης, η βαθύτερη φτώχεια δεν οδηγεί αυτόματα σε υψηλότερη μετανάστευση. Οι φτωχότεροι, γενικά, δεν διαθέτουν τους πόρους για να αναλάβουν το κόστος και τους κινδύνους της διεθνούς μετανάστευσης. Οι διεθνείς μετανάστες προέρχονται συνήθως από νοικοκυριά μεσαίου εισοδήματος. Ωστόσο, όταν οι μετανάστες εγκαθίστανται στο εξωτερικό, βοηθούν φίλους και συγγενείς να ακολουθήσουν και, κατά τη διαδικασία, το κόστος και οι κίνδυνοι της μετανάστευσης ελαττώνονται.
Από τα στοιχεία που συγκεντρώνονται προκύπτει, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, ότι η διεθνής μετανάστευση είναι συνήθως θετική τόσο για τις χώρες προέλευσης όσο και για τις χώρες προορισμού. Τα δυνητικά οφέλη της είναι μεγαλύτερα από τα δυνητικά οφέλη από το ελεύθερο διεθνές εμπόριο, ιδίως για τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Ο αντίκτυπος των ροών εμβασμάτων είναι σημαντικός: Το 2014 ανήλθε σε 436 δισεκατομμύρια δολάρια- υπερβαίνοντας κατά πολύ την επίσημη αναπτυξιακή βοήθεια και, εκτός της Κίνας, τις άμεσες ξένες επενδύσεις.
Κατανομή των μεταναστών εργαζομένων, κατά ευρεία υποπεριοχή (ILO 2017)
- Νότια, Βόρεια και Δυτική Ευρώπη: 23,9%
- Βόρεια Αμερική 23%
- Αραβικά κράτη 13,9%
- Ανατολική Ευρώπη 8,1%
- Υποσαχάρια Αφρική 7,2%
- ΝΑ Ασία και Ειρηνικός 7,1%
- Κεντρική και Δυτική Ασία 5,2%
- Νότια Ασία 4,5%
- Ανατολική Ασία 3,6%
- Λατ. Αμερική και Καραϊβική 2,7%
- Βόρεια Αφρική 0,7%
Η υποπεριοχή με το μεγαλύτερο μερίδιο μεταναστών εργαζομένων ως ποσοστό όλων των εργαζομένων είναι τα αραβικά κράτη (40,8%), ακολουθούμενη από τη Βόρεια Αμερική (20,6%) και τη Βόρεια, Νότια και Δυτική Ευρώπη (17,8%). Άλλες υποπεριφέρειες με σημαντικό αριθμό μεταναστών στο εργατικό δυναμικό περιλαμβάνουν την Ανατολική Ευρώπη (9,1%) και την Κεντρική και Δυτική Ασία (11,1%).