Το δρόμο για την επιστροφή αναδρομικών χιλιάδων ευρώ, σε υπαλλήλους του δημοσίου ανοίγει η απόφαση του στ’ τμήματος του ΣτΕ που έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές των “δώρων”. Απαραίτητη προϋπόθεση ωστόσο είναι να κριθεί και από την ολομέλεια του ΣτΕ ότι πρέπει να καταβληθούν τα ποσά. Η απόφαση αφορά τουλάχιστον 470.000 άτομα και για ποσά από την 1/1/2013 ως και σήμερα.
Υπολογίζονται ως και 6.000 ευρώ, για διεκδικήσεις των δώρων (δώρο Χριστουγέννων και Πάσχα, επίδομα καλοκαιρινής άδειας).
Οι δημόσιοι υπάλληλοι που είχαν ακαθάριστες αποδοχές (μισθός, επιδόματα) ως 3.000 ευρώ έπαιρναν ως την 1/1/2013 δώρο Χριστουγέννων 500 ευρώ, δώρο Πάσχα 250 ευρώ και επίδομα καλοκαιρινής άδειας 250 ευρώ. Τα ποσά αυτά που στο σύνολό τους ήταν 1.000 ευρώ τον χρόνο καταργήθηκαν και είναι αυτά τα ποσά που έρχεται η απόφαση του ΣΤ’ Τμήματος του ΣτΕ να πει ότι πρέπει να επιστραφούν.
Η απόφαση του ΣτΕ αναμένεται να ανοίξει νέο γύρο προσφυγών. Η ΑΔΕΔΥ συνιστά στους εργαζόμενους να υποβάλλουν αίτηση στην υπηρεσία τους έτσι ώστε να μπορούν στη συνέχεια να διεκδικήσουν τα δώρα με αγωγές.
Ποιους αφορά η απόφαση
- Πολιτικοί υπάλληλοι που από 10/2011 ως 31/12/2015 υπάγονταν στα ειδικά μισθολόγια και από 1/1/2016 στο ενιαίο μισθολόγιο.
- Όλοι οι μόνινοι και δόκιμοι υπάλληλοι του δημοσίου με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου.
- Υπάλληλοι ΑΔΑ με νομική προσωπικότητα
- Υπάλληλοι ΟΚΑ
- Υπάλληλοι ΟΤΑ πρώτου και δεύτερου βαθμού
- Υπάλληλοι ΝΠΔΔ
- Υπάλληλοι ΝΠΙΔ που ανήκουν στο κράτος ή ΝΠΔΔ που ανήκουν σε ΟΤΑ
- Υπάλληλοι επιχειρήσεων, οργανισμών και ανώνυμων εταιριών του δημοσίου
- Εκπαιδευτικοί
- Ιατροί
- Υπάλληλοι γραμματείας δικαστηρίων, εισαγγελιών, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικων γραφείων
- Υπάλληλο ΤΕΔΚ, ΠΕΔ, ΚΕΔΕ, ΕΝΠΕ
- Ιερείς
Τι αναφέρει η απόφαση
Όπως αναφέρεται στην απόφαση της αυξημένης επταμελούς σύνθεσης του ΣΤ τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας οι επίμαχες περικοπές είναι αντίθετες στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.
Στην απόφαση τονίζεται χαρακτηριστικά ότι «ο νομοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην υιοθέτηση του επίμαχου καταργητικού μέτρου, χωρίς προηγουμένώς να έχει εκτιμήσει την προσφορόρητα του μέτρου ενόψει και της διαπίστωσης, ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει έως τότε δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα, και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις».
Συγκεκριμένα όπως αναφέρει το ΣτΕ «ο νομοθέτης όφειλε αποφαινόμενος τεκμηριωμένα για την αναγκαιότητα του μέτρου, να εξετάσει την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και να συγκρίνει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της καθέμιας για τον επιδωκόμενο δημόσιο σκοπό της δημοσιονομικής προσαρμογής καθως και εάν οι επιπτώσεις της συγκεκριμένης περικοπής αποδοχών στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης, και συνδυαζόμενες με τις κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες, οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των υπαλλήλων, κάτω του επιπέδου της αξιοπρεπούς διαβίωσης».
Επίσης στην απόφαση τονίζεται ότι ο νομοθέτης εκτιμώντας τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες μπορεί να προβαίνει σε μείωση του βασικού μισθού ή των επιδομάτων στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος, ωστόσο επισημαίνει ότι «με την επίμαχη διάταξη επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά περικοπή την αποδοχών, της ίδιας ακριβώς ομάδας θιγόμενων, ειδικότερα δε, θεσπίζεται πλέον με αυτήν, όχι περατερω μείωση, αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών». Επιπλέον επισημαίνεται ότι «επιδόματα, εορτών και αδείας, συνδέονται από τη φύση τους με τις αυξημένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, οι οποίες ανάγκες συντρέχουν για όλους τους υπαλλήλους ανεξάρτητα από το μισθό του καθενός».