Η είσοδος τόσο του S&P 500 όσο και του Nasdaq σε bear market ήταν αρκετή για να επαναφέρει τους φόβους όχι μόνο στη Wall Street αλλά στο σύνολο των διεθνών αγορών. Χτες 25/12 καταγράφηκαν μαζικές ρευστοποιήσεις στις αγορές της Ασίας, με τον δείκτη Nikkei να υποχωρεί κατά 1.010,45 μονάδες (–5,01%), στις 19.155,74 μονάδες, στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Μάιο του 2017 ενώ ηπιότερες ήταν οι απώλειες στην Κίνα με τον δείκτη Shanghai Composite να υποχωρεί κατά – 0,88% στις 2.505,44 μονάδες και τον Shenzhen Composite να υποχωρεί κατά -0,81% στις 1.285,21 μονάδες.
Στην Ταϊβάν, ο δείκτης Taiwan Weighted υποχώρησε κατά -1,17%.
Πέραν της ελεύθερης πτώσης των τριών βασικών δεικτών της Wall Street, ένα ακόμη από τα πλέον βασικά χαρακτηριστικά των αγορών είναι η εξαιρετικά έντονη μεταβλητότητα, με τον δείκτη VIX να ενισχύεται 268% από την αρχή του έτους, αποδεικνύοντας ότι οι επενδυτές δεν αισθάνονται καθόλου σίγουροι για το μέλλον των αγορών.
Και οι τρεις μεγάλοι δείκτες του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης έχασαν πάνω από 2% την παραμονή των Χριστουγέννων. Ο S&P 500 έχει χάσει περίπου 19,8 ποσοστιαίες μονάδες από τις 20 Σεπτεμβρίου, ελάχιστα κάτω από το ψυχολογικό όριο του 20% που τον εισάγει στην φάση του «bear market».
Το γεγονός, δε, ότι και οι 11 κλαδικοί δείκτες του S&P 500, του δείκτη – βαρόμετρο της αμερικανικής βιομηχανίας, έχουν εισέλθει σε bear market, δημιουργεί μεγάλο προβληματισμό, με δεδομένο ότι εντός του 2019 δεν θα υπάρχουν παράγοντες που θα μπορούν να στηρίξουν τις αγορές, όπως για παράδειγμα το δημοσιονομικό πακέτο και οι μειώσεις φόρων στις ΗΠΑ.
Μέχρι και οι τεχνολογικές μετοχές στη Wall Street και το χρηματιστήριο του Τόκιο εισήλθαν σε «bear market» (όταν ένας κλάδος ή μία αγορά υποχωρεί άνω του 20% σε σύγκριση με τα πρόσφατα υψηλά της) λίγο πριν τα Χριστούγεννα, αποδεικνύοντας ότι οι ευκαιρίες που είχαν οι επενδυτές για να βγουν κερδισμένοι στο σύνολο του 2018 ήταν εξαιρετικά περιορισμένες.
Η «πτώση» των μετοχών FANG (Facebook, Apple, Netflix, Google), οι οποίες πρωταγωνίστησαν στην αδιάλειπτη άνοδο από το 2009 μέχρι σήμερα, χάνουν όλες πάνω από 20% από τα πρόσφατα υψηλά τους λόγω των ανησυχιών για την κερδοφορία τους και της «παράκρουσης» που προκαλεί στις ΗΠΑ η κόντρα του Ντόναλντ Τραμπ με την Fed για τα επιτόκια.
Πόλεμος Τραμπ-Fed
Την ίδια ώρα ο ανοιχτός πόλεμος που συνεχίζεται μεταξύ του Αμερικανού προέδρου Ν.Τραμπ και της Fed, με τον Τραμπ να επιτίθεται σχεδόν καθημερινά στην Κεντρική Τράπεζα και μάλιστα σε μία τελευταία ανάρτησή του στο Twitter ουσιαστικά να την κατηγορεί για ανικανότητα, επιτείνουν το αρνητικό κλίμα, καθώς κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ακόμη και την αποπομπή του επικεφαλής της Fed, Jerome Powell, έστω και εάν ο Τραμπ ήταν αυτός που τον επέλεξε.
Ο Πρόεδρος Τραμπ επαναδιατύπωσε τις αιχμές του κατά της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας ενώ προσπάθησε να κάνει ένεση εμπιστοσύνης λέγοντας ότι «οι αμερικανικές εταιρίες είναι οι μεγαλύτερες στον κόσμο» και ότι «παρουσιάζουν τεράστιες αγοραστικές ευκαιρίες για τους επενδυτές».
«Έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στις εταιρίες μας. Έχουμε εταιρίες, τις μεγαλύτερες στον κόσμο και τα πηγαίνουν πραγματικά καλά», είπε ο Τραμπ που τη Δευτέρα επιτέθηκε στην FED, λέγοντας ότι αυτή συνιστά το μόνο πρόβλημα της αμερικανικής οικονομίας.
Το αμερικανικό σημείωσε απότομη πτώση τις τελευταίες εβδομάδες στον απόηχο των ανησυχιών για ασθενέστερη ανάπτυξη, με τον Τραμπ να ασκεί δημοσίως κριτική στον Πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, Τζερόμ Πάουελ, τον οποίο ο ίδιος διόρισε.
Πληροφορίες που κατά καιρούς έχουν δει το φως της δημοσιότητας θέλουν τον Τραμπ να συζητά ακόμη και το ενδεχόμενο απομάκρυνσης του Πάουελ για τον οποίο έχει δηλώσει ότι «δεν είναι και πολύ ενθουσιασμένος μαζί του».
Τέλος, η επικοινωνία του υπουργού Οικονομικών Στέφεν Μνούχιν με τον πρόεδρο της Ομάδας Εργασίας για τις Χρηματαγορές, επέτεινε παρά τις καθησύχασε τις ανησυχίες των αγορών.
Επιβαρυντικές του κλίματος ήταν και οι δηλώσεις Τραμπ, για την προοπτική αναστολής λειτουργίας των ομοσπονδιακών υπηρεσιών (shutdown), σημειώνοντας ότι αυτή θα διαρκέσει μέχρι να ικανοποιηθεί η απαίτησή του για την ψήφιση των δαπανών για την κατασκευή του τείχους στα σύνορα με το Μεξικό.
«Δεν μπορώ να σάς πω πότε θα ξανανοίξει η κυβέρνηση», δήλωσε ο Τραμπ έπειτα από επικοινωνία του μέσω βίντεο για τα Χριστούγεννα με Αμερικανούς στρατιώτες που υπηρετούν στο εξωτερικό.
«Μπορώ να σάς πω ότι δεν θα ξανανοίξει μέχρι να έχουμε έναν τοίχο, έναν φράκτη, πείτε το όπως θέλετε. Θα το ονομάσω όπως θέλουν, αλλά το ίδιο κάνει. Είναι ένα φράγμα για τους ανθρώπους που συρρέουν στην χώρα, για τα ναρκωτικά».
Και πρόσθεσε: «Αν δεν το έχουμε αυτό (το τείχος), δεν ξανανοίγουμε».
Η χρηματοδότηση του ενός τετάρτου των ομοσπονδιακών προγραμμάτων, που αφορούν τα υπουργεία Εσωτερικής Ασφαλείας, Δικαιοσύνης και Γεωργίας, έληξε τα μεσάνυκτα της Παρασκευής. Χωρίς συμφωνία για την άρση του αδιεξόδου, η αναστολή λειτουργίας των ομοσπονδιακών υπηρεσιών θα παραταθεί μέχρι το νέο έτος.
Η κατασκευή του τείχους είναι μία από τις πιο συχνές υποσχέσεις του Τραμπ κατά την διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, αλλά οι Δημοκρατικοί είναι κατηγορηματικά αντίθετοι απέναντι στο σχέδιο.
Deutsche Bank: Η Wall Street θα αργήσει αρκετά να ανακάμψει – Τα ιστορικά δεδομένα
Η υποχώρηση της Wall Street η οποία ξεκίνησε τον Οκτώβριο 2018 έχει προκαλέσει μεγάλη αναταραχή σε όλες τις αγορές.
Οι αμερικανικές μετοχές έχουν υποχωρήσει 12% από τον Οκτώβριο, ενώ ακολούθησε μία περίοδο έντονων διακυμάνσεων, με την απόδοση των 10ετών αμερικανικών ομολόγων να έχει υποχωρήσει κατά 35 μονάδες βάσης.
Η τιμή πετρελαίου έχει αποδυναμωθεί 35%, ενώ το δολάριο συνεχίζει να σημειώνει ράλι, με άνοδο 8% σε σύγκριση με τα χαμηλά επίπεδα που είχε αγγίξει τον Φεβρουάριο του 2018.
Ως εκ τούτου είναι απόλυτα φυσικό οι επενδυτές να αναρωτιούνται πότε θα υπάρξει ανάκαμψη των αγορών και κυρίως της Wall Street.
Ένα σημαντικό στοιχείο που πρέπει να προσέξει κάποιος είναι η κατακόρυφη θέση τοποθετήσεων στα futures της Wall Street, όπως αναφέρει σε έκθεσή του ο Parag Thatte αναλυτής της Deutsche Bank.
Σύμφωνα με τον αναλυτή οι τοποθετήσεις αυτές έχουν υποχωρήσει σε επίπεδα που βρίσκονταν είτε κατά τη διάρκεια της κρίσης σε ΗΠΑ και Ευρώπη του 2011.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό των αγορών είναι η έντονη μεταβλητότητα, ή το «σοκ μεταβλητότητας» όπως το χαρακτηρίζει ο αναλυτής της Deutsche Bank.
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι στα μέχρι σήμερα ανάλογα περιστατικά έντονης μεταβλητότητας, χρειάζονται είτε επτά εβδομάδες είτε 11 εβδομάδες από την έναρξη της πτώσης προκειμένου να ανακάμψει μία αγορά.
Αυτή τη στιγμή η Wall Street διανύει την 10η εβδομάδα υποχώρησης, με τους επενδυτές να ευελπιστούν ότι η τελευταία εβδομάδα του έτους μπορεί να αποδειχθεί θετική.
Πάντως όλα τα παραπάνω θα ισχύσουν μόνο εάν η οικονομία των ΗΠΑ συνεχίσει να ακολουθεί θετική πορεία, καθώς εάν επαληθευθούν όσοι προβλέπουν διολίσθησή της σε ύφεση το 2019, τότε κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει το εύρος της αντίδρασης των αγορών, αλλά σαφώς δεν θα είναι θετική.
Οι επενδυτές πρέπει να μείνουν εκτός αγορών
Κάθε φορά που οι αγορές υποχωρούν, αρκετοί αναλυτές σπεύδουν να υποστηρίξουν ότι τότε είναι η κατάλληλη στιγμή προκειμένου οι επενδυτές να προχωρήσουν σε αγορές μετοχών, μιας και οι αποτιμήσεις έχουν υποχωρήσει.
Όμως, όπως αποκαλύπτει ο Ronnie Shah, ειδικός στις τεχνικές αναλύσεις για λογαριασμό της Deutsche Bank υπάρχει ένας δείκτης που έχει δημιουργήσει η τράπεζα και υποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο.
Πρόκειται για τον δείκτη Variance Risk Premium (VRP), ο οποίος «μετρά» το εκτιμώμενο ρίσκο μίας αγοράς (όπως αυτό αποτυπώνεται σε δείκτες όπως ο VIX) και το πραγματικό ρίσκο.
Όταν ο δείκτης VRP βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, αυτό σημαίνει ότι έχουν εμφανιστεί αγοραστικές ευκαιρίες στις αγορές και φυσικά ισχύει το αντίθετο όταν βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα.
Σύμφωνα με τον αναλυτή της Deutsche Bank, αυτή τη στιγμή ο εν λόγω δείκτης διαμορφώνεται στο 3 δηλαδή πολύ πιο χαμηλά από τον ιστορικό μέσο όρο του που φθάνει στο 12.
Ως εκ τούτου καλό θα ήταν οι επενδυτές να… φύγουν από τις αγορές
Alhambra Investment: Τα futures των αμερικανικών ομολόγων δείχνουν κατάρρευση
Στο τρέχον περιβάλλον των αγορών που τα «σημάδια»-προπομποί ενός επικείμενου «κραχ» πληθαίνουν, η Alhambra Investment Partners εστιάζει ειδικότερα σε ένα περιουσιακό στοιχείο.
Αφού επισημάνει πως το πετρέλαιο, η απόκλιση από τα πρόσφατα υψηλά (άνω του 10% για τους κύριους χρηματιστηριακούς δείκτες) όπως και η καμπύλη αποδόσεων βραχυπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου κόστους δανεισμού για τις Ηνωμένες Πολιτείες, φανερώνουν τις ανησυχίες των επενδυτών για μία κατάρρευση της Wall Street ή μία ύφεσης της αμερικανικής οικονομίας, η εταιρεία εστιάζει στα κρατικά ομόλογα ΗΠΑ και, συγκεκριμένα, στα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) των Treasuries.
Όπως σημειώνει, η αγορά των futures στα κρατικά ομόλογα ΗΠΑ χρησιμεύει ως αντιστάθμισμα σε έναν κίνδυνο.
Από τις 27 Νοεμβρίου 2018, λοιπόν, τα εν λόγω συμβόλαια ξεπέρασαν τα 1,1 εκατομμύρια, για πρώτη αφορά από το 1998.
Το ψυχολογικό όριο που δείχνει αυξημένη αβεβαιότητα στις αγορές, σύμφωνα με την Alhambra Investment Partners, είναι το ένα (1) εκατομμύριο συμβόλαια futures -στο οποίο βρίσκεται τώρα κοντά η αγορά.
Η τελευταία φορά που παρατηρήθηκε «πολυκοσμία» στην αγορά των futures Treasuries, ήταν το 2008, όταν επήλθε και η άνευ προηγουμένου χρηματοπιστωτική κρίση.