Μια σιωπηρή αλλά στρατηγική μεταστροφή, που βρίσκεται σε εξέλιξη τους τελευταίους μήνες, οδηγεί στη σταδιακή άρση της διεθνούς απομόνωσης της Συρίας. Μετά από επτά χρόνια αποκλεισμού (και άγριου εμφυλίου), το καθεστώς του Μπασάρ Αλ Άσαντ κερδίζει συστηματικά έδαφος στη διεθνή σκηνή και επιστρέφει στην «αγκαλιά» του αραβικού κόσμου, μια αγκαλια που εκτός από ρόδα έχει και αγκάθια.
Η επαναλειτουργία της πρεσβείας των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στη Δαμασκό, προχθές, με κάθε επισημότητα, αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου των αλλαγών καθώς το ίδιο βήμα ετοιμάζεται να κάνει τις προσεχείς ημέρες το Μπαχρέιν.
Έχοντας εξασφαλίσει την επιβίωσή του χάρις στη στρατιωτική υποστήριξη από τη Μόσχα και την Τεχεράνη, το συριακό καθεστώς ανέκτησε πέρυσι τον έλεγχο στο μεγαλύτερο μέρος των εδαφών και σε όλες τις μεγάλες πόλεις. Εξαίρεση αποτελούν οι βόρειες και ανατολικές επαρχίες, από την ανταρτοκρατούμενη Ιντλίμπ και το υπό τουρκική κατοχή Αφρίν μέχρι το υπό κουρδικό έλεγχο Κομπάνι, την ανατολική επαρχία Ντεϊρ αλ Ζορ και την παραμεθόριο με το Ιράκ. Δεν είναι τυχαίο ότι η επιστροφή των διπλωματών από τα ΗΑΕ έγινε με κάθε επισημότητα λίγες ημέρες μετά από την εξαγγελία Τραμπ για την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων. Οι περίπου 2.000 Αμερικανοί στρατιώτες θα εγκαταλείψουν τις κουρδικές περιοχές που παραμένουν εντός των ορίων της συριακής επικράτειας, τη στιγμή που όλοι οι διεθνείς παίκτες ομνύουν στην εδαφική ακεραιότητα της Συρίας.
Το κενό “ασφαλείας”
Επειδή όμως η φύση απεχθάνεται το κενό (πόσο μάλλον η διπλωματία και η γεωπολιτική), η Τουρκία διεκδικεί ρόλο επιδιαιτητή και ταυτόχρονα αστυνόμου στις περιοχές νοτίως των συνόρων της σε μια δύσκολη άσκηση ισορροπίας με τη Ρωσία και το Ιράν, τις συμμάχους του Άσαντ που πέτυχαν να μεγαλώσουν το αποτύπωμά τους στη συριακή επικράτεια. Από την άλλη πλευρά, το Ισραήλ επιμένει στην πολιτική πυγμής και στους αεροπορικούς βομβαρδισμούς με διακηρυγμένο στόχο τον περιορισμό της «απειλής» από την Τεχεράνη και τη φιλοϊρανική οργάνωση Χεζμπολάχ που ενίσχυσαν την παρουσία της στο συριακό έδαφος τόσο σε επίπεδο στελεχών όσο και εξοπλισμού.
Οι Αμερικανοί διαμηνύουν ότι σε αυτό το στάδιο τουλάχιστον θα «επιβλέπουν» και θα παρεμβαίνουν κατά της «τρομοκρατίας» με τις δυνάμεις που διαθέτουν στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής (5.000 στρατιωτικοί και «σύμβουλοι» στο Ιράκ), αεροπορικές βάσεις και υποδομές στην Τουρκία, τη Σαουδική Αραβία, την Ιορδανία, το Κουβέιτ, το Μπαχρέιν, το Κατάρ, τα ΗΑΕ κ.λπ. Το μήνυμα αυτό δεν αφορά τα υπολείμματα του Ισλαμικού Κράτους στα σύνορα της Συρίας με το Ιράκ, αλλά αποτελεί περισσότερο μια διαβεβαίωση (όχι ιδιαίτερα καθησυχαστική) προς τους συμμάχους στην περιοχή, ειδικά προς το Ισραήλ, ότι δεν θα αφεθεί ανεξέλεγκτος ο ιρανικός παράγοντας.
Η αγκαλιά της Αραβικής Διάσκεψης
Η αμερικανική απόσυρση προδιαγραφόταν από τα μέσα του καλοκαιριού και δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, παρά την αδεξιότητα με την οποία ανακοινώθηκε από τον Τραμπ και τις έντονες αντιδράσεις που υπήρξαν από τμήμα του στρατιωτικού και διπλωματικού κατεστημένου της Ουάσιγκτον. Ενόψει αυτής της εξέλιξης οι αραβικές χώρες έστελναν ήδη από το φθινόπωρο σήματα, άλλοτε απευθείας και άλλοτε μέσω διπλωματικών διαύλων, ότι επιθυμούν μια «λειτουργική» σχέση εργασίας με το καθεστώς Άσαντ.
Ταυτόχρονα, προετοίμαζαν επίσης το έδαφος για την επιστροφή της Συρίας στους κόλπους της Αραβικής Διάσκεψης, ένα ενδεχόμενο που φαίνεται πως βλέπουν με καλό μάτι τα στρατιωτικά κατεστημένα τόσο της Αιγύπτου όσο και της Αλγερίας, που δίνουν τις δικές τους μάχες απέναντι στους ισλαμιστές εξτρεμιστές. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΑΕ Ανουάρ Γκαργκάς δήλωσε χθες στο αραβικό κανάλι Αλ Αραμπίγια ότι μόνο τρεις ή τέσσερις χώρες εξακολουθούν να έχουν αντιρρήσεις για την επανεισδοχή της Συρίας στον οργανισμό.
Εισαγωγές – εξαγωγές… δημοκρατίας
Πολλές αραβικά καθεστώτα, όπως της Σαουδικής Αραβίας, του Μπαχρέιν, του Κατάρ (που δεν αποτελούν δα και φάρους της… δημοκρατίας), είχαν υποστηρίξει τους αντικαθεστωτικούς αντάρτες που επιχείρησαν να ανατρέψουν τον Άσαντ και να φέρουν τη… δημοκρατία στη Συρία, αλλά βλέπουν πλέον τον κίνδυνο να βρεθούν στο περιθώριο του συριακού παιγνίου, τη στιγμή μάλιστα που ενισχύεται ο ρόλος της Τουρκίας και του Ιράν.
Ένα σαφές και ορατό σε όλους μήνυμα είχε σταλεί τον περασμένο Σεπτέμβριο με τον θερμό εναγκαλισμό των «αδελφών» Αράβων πρεσβευτών του Μπαχρέιν και της Συρίας στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Είχε προηγηθεί το καλοκαίρι η δήλωση – ομολογία του υπουργού Εξωτερικών των ΗΑΕ ότι ήταν λάθος η αποπομπή της Συρίας από την Αραβική Διάσκεψη. Ακολούθησε η πρώτη συνέντευξη του Άσαντ σε εφημερίδα του Κουβέιτ από τότε που ξέσπασε ο πόλεμος, καθώς και ευνοϊκά δημοσιεύματα για τον ρόλο της Δαμασκού στην αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης και για την ανάγκη να στηριχθεί ο Άσαντ σε αυτή την προσπάθεια. Όσο για τις γέφυρες που ρίχνει το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας στη Δαμασκό, αυτές εξηγούνται επίσης από τον φόβο του Ριάντ απέναντι στην αύξηση του ρόλου της Τουρκίας και του Κατάρ, το οποίο παραμένει στα «μαχαίρια» με το Ριάντ. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχει ένας άτυπος όσο και ορατός άξονας των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και της Σαουδικής Αραβίας απέναντι στον άξονα της Τουρκίας και του Κατάρ. Αυτοί οι δυο άξονες έχουν επίσης αντίρροπα συμφέροντα στη Λιβύη αλλά και στη Λωρίδα της Γάζας.
Για να επιστρέψουμε όμως στη συριακή σκακιέρα, τον Οκτώβριο επισκέφθηκε τη Δαμασκό ο Ιρακινός υπουργός Εξωτερικών Ιμπραχίμ Τζααφάρι. Στα μέσα Δεκεμβρίου ο Πρόεδρος του Σουδάν Ομάρ αλ Μπασίρ έγινε ο πρώτος ηγέτης χώρας της Αραβικής Διάσκεψης που έσπασε το εμπάργκο και ταξίδεψε στη Δαμασκό για συνομιλίες με τον Άσαντ. Εξίσου αξιοσημείωστη είναι η μεταστροφή της Ιορδανίας, η οποία μέχρι πρόσφατα φιλοξενούσε στο έδαφός της ένα από τα σημαντικότερα μυστικά κέντρα υποστήριξης των Σύρων ανταρτών. Η κυβέρνηση του Αμμάν, που φιλοξενεί επίσης πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες από τη Συρία, προσδοκά τον σταδιακό επαναπατρισμός του, ώστε να ελαφρύνει το βάρος που σηκώνει η ίδια και να μειωθεί ο κίνδυνος της εσωτερικής αστάθειας. Η ιορδανική μοναρχία έχει επίσης πολλούς λόγους για να ανησυχεί από την αύξηση της ιρανικής παρουσίας στη γειτονιά της.
Πριν από δυο μήνες επαναλειτούργησε το μεθοριακό πέρασμα Νασίμπ, μεταξύ Συρίας και Ιορδανίας, το οποίο είχε κλείσει το 2015. Στην πραγματικότητα, με την επαναλειτουργία αυτού του περάσματος κατέστη δυνατή η οδική σύνδεση της Ιορδανίας (και άλλων αραβικών χωρών) με τον Λίβανο και την Τουρκία, μέσα από το σταυροδρόμι της Μέσης Ανατολής που ονομάζεται Συρία.
ΠΗΓΗ: avgi.gr