Η εσωτερική πολιτική επικαιρότητα (μίντια), ακόμα και τα ίδια τα πολιτικά κόμματα, καθυστέρησαν να κατανοήσουν την σημασία του γεγονότος ότι η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από την Ελληνική Βουλή, μετά την ολοκλήρωση των συνταγματικών αλλαγών στην ΠΓΔΜ, δεν ισοδυναμεί με μία αλλά, ουσιαστικά, με δύο ψηφοφορίες. Η πρώτη, γι’ αυτήν καθ’ αυτήν τη συμφωνία, και η δεύτερη για το Πρωτόκολλο Εισδοχής της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ.
Πριν περίπου τρεις εβδομάδες, ερωτηθείς ο πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης (στην εκπομπή “Η Επόμενη Μέρα” της ΕΡΤ1 με τον Σεραφείμ Κοτρώτσο) είχε δηλώσει πως η μεν πρώτη ψηφοφορία (κύρωση συμφωνίας) θα πραγματοποιηθεί εντός του Φεβρουαρίου -μάλιστα είχε αφήσει να εννοηθεί πως αυτό θα γίνει στις αρχές του μήνα- και η δεύτερη (κύρωση Πρωτοκόλλου) περίπου ένα μήνα μετά, δίχως, ωστόσο, να προσδιορίσει με ακρίβεια τον χρόνο. Στη δημόσια συζήτηση, πάντως, το ενδιαφέρον είναι στραμμένο στην “κοινοβουλευτική αριθμητική”, δηλαδή στο εάν η κυβέρνηση θα επέμενε σε ψήφιση με 151 βουλευτές ή θα αναζητούσε, απλώς, την πλειοψηφία επί των παρόντων βουλευτών. Αυτό έχει αποσαφηνιστεί: η συμφωνία συγκεντρώνει, όπως όλα δείχνουν, πλειοψηφία άνω των 151 βουλευτών μετά την διακήρυξη του Ποταμιού ότι θα την υπερψηφίσει (Θεοδωράκης, Μαυρωτάς, Λυκούδης και Δανέλλης).
Την ίδια ώρα στα Σκόπια η κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ φαίνεται πως εξασφαλίζει χωρίς προβλήματα την αναγκαία ενισχυμένη πλειοψηφία των 80 βουλευτών και εκτός απροόπτου η σχετική διαδικασία θα ολοκληρωθεί μεταξύ 9 και 15 Ιανουαρίου. Αμέσως μετά θα ακολουθήσει ένα διάστημα το πολύ δύο εβδομάδων για τις τυπικές διαδικασίες ενσωμάτωσης των αλλαγών στο νέο Σύνταγμα. Πρακτικά αυτό σημαίνει πως αμέσως μετά -και όπως προβλέπεται στη συμφωνία- η ελληνική πλευρά οφείλει αμέσως (ή σε εύλογο αλλά πάντως μικρό) χρονικό διάστημα να φέρει προς κύρωση τη συμφωνία στη Βουλή.
Τις τελευταίες μέρες το ενδιαφέρον στρέφεται, ωστόσο, και στην δεύτερη ψηφοφορία, αυτή, δηλαδή, της κύρωσης του Πρωτοκόλλου Εισδοχής της “Βόρειας Μακεδονίας” στο ΝΑΤΟ. Επ΄ αυτού, λοιπόν, φαίνεται ότι επικρατούν διαφορετικές απόψεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης και αυτό δεν στερείται πολιτικής αξίας.
Πριν μερικές μέρες, στο iefimerida.gr δημοσιεύτηκε ρεπορτάζ της Στέλλας Γκαντώνα με δήλωση “κυβερνητικών πηγών”, σύμφωνα με την οποία η κύρωση του Πρωτοκόλλου θα μπορούσε να γίνει πολύ αργότερα –“ακόμα και δύο χρόνια“- κάτι το οποίο εύλογα δημιούργησε ερωτηματικά. Ρεπορτάζ της “Καθημερινής” (30/12), μάλιστα, αναφέρει πως σχετική συζήτηση έγινε και στο ΝΑΤΟ, όπου η κυβέρνηση εξασφάλισε -και μάλιστα με την καταλυτική παρέμβαση του εκπροσώπου των ΗΠΑ- τη δυνατότητα να αποσυνδέσει την ψήφιση του Πρωτοκόλλου από την κύρωση της συμφωνίας.
Επισήμως, πάντως, το Μέγαρο Μαξίμου διαμηνύει πως σκοπεύει να φέρει το Πρωτόκολλο Εισδοχής στη Βουλή πριν τις επόμενες εθνικές εκλογές, ενώ και ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος φέρεται να είπε το ίδιο σε συνομιλητές του τις τελευταίες μέρες.
Και μόνο, ωστόσο, το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει -και με τη σύμφωνη γνώμη του ΝΑΤΟ- τη δυνατότητα να καθυστερήσει την ψηφοφορία για την κύρωση του Πρωτοκόλλου, δημιουργεί σκέψεις για την πολιτική ευελιξία που αποκτά ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και τη δυνατότητά του να αξιοποιήσει το θέμα αυτό ως εκλογικό “εργαλείο”.
Κι αυτό διότι εφόσον η κυβέρνηση περάσει με περισσότερους από 151 βουλευτές (146 του ΣΥΡΙΖΑ και επιπλέον Κ. Παπακώστα, Ελ. Κουντουρά, Θαν. Παπαχριστόπουλος, Στ. Θεοδωράκης, Γ. Μαυρωτάς, Σπ. Λυκούδης, Σπ. Δανέλλης και πιθανώς Θαν. Θεοχαρόπουλος) κλείνει τον πρώτο κύκλο ολοκλήρωσης της εφαρμογής της συμφωνίας και πολιτικά θεωρείται απολύτως συμβατή με τις δεσμεύσεις της αλλά και με τον ευρύτερο γεωπολιτικό σχεδιασμό. Αμέσως μετά ξεκινά ο κύκλος κύρωσης του Πρωτοκόλλου από όλα τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ αλλά τίποτε δεν υποχρεώνει την Ελλάδα να είναι η πρώτη στη σειρά αυτής της διαδικασίας. Η Αθήνα μπορεί κάλλιστα να αναμένει να ψηφίσουν τα υπόλοιπα 29 κράτη-μέλη σε μια διαδικασία που μπορεί να αποδειχθεί σχετικά χρονοβόρα.
Σε μία τέτοια περίπτωση, βεβαίως, οι εθνικές εκλογές (Μάϊο ή Σεπτέμβριο) μπορεί να παρεμβληθούν και έτσι η ψήφιση του Πρωτοκόλλου να φθάσει στην Ελληνική Βουλή μετά τις εκλογές με μία νέα κυβέρνηση και κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ο Αλέξης Τσίπρας θα δεσμευθεί φυσικά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κυρώσει κανονικά το Πρωτόκολλο σε αυτή τη νέα Βουλή. Το πρόβλημα περνάει ως “καυτή πατάτα” στην πλευρά της Ν.Δ, αφού εάν εκείνη αναδειχθεί πρώτο κόμμα και κατορθώσει να σχηματίσει κυβέρνηση θα βρεθεί έναντι της τεράστιας πίεσης των εταίρων και συμμάχων να κυρώσει το Πρωτόκολλο.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα κληθεί ακόμα και προεκλογικά να δηλώσει εάν θα κυρώσει ή όχι το Πρωτόκολλο, πράξη με την οποία η Συμφωνία των Πρεσπών θα έχει, πράγματι, “νομικά τετελεσμένα”, ως προς το θέμα αυτό. Η Ν.Δ έχει προετοιμάσει το έδαφος επισημαίνοντας πως η συμφωνία έχει ήδη “νομικά τετελεσμένα” δια της υπογραφής της στις Πρέσπες, κάτι τέτοιο, όμως, σηκώνει μεγάλη συζήτηση. Και, πάντως, θα ερωτηθεί γιατί αφού θεωρεί “εθνικά επιζήμια” τη συμφωνία δεν την μπλοκάρει αρνούμενος να φέρει στη Βουλή και να ψηφίσει το Πρωτόκολλο Εισδοχής, οδηγώντας έτσι την ίδια τη συμφωνία σε “ναυάγιο” και ζητώντας επαναδιαπραγμάτευση από μηδενική βάση, όπως έχουν ήδη πει κεντρικά στελέχη της οδού Πειραιώς.
Σε μία τέτοια περίπτωση, και ειδικά εφόσον μεγάλες σύμμαχες χώρες (ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία κ.ά) έχουν ήδη κυρώσει το Πρωτόκολλο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα βρεθεί αντιμέτωπος με το ίδιο το ΝΑΤΟ αλλά και την Ε.Ε. Κατά την επίσκεψη, άλλωστε, της Άνγκελα Μέρκελ (10,11 Ιανουαρίου) στην Αθήνα, ο πρόεδρος της Ν.Δ θα αισθανθεί αναμφίβολα την πίεση της Γερμανίδας καγκελαρίου (και αδιαμφισβήτητης ηγέτιδας του ΕΛΚ) για το θέμα αυτό.
Παρότι δεν ομολογείται αλλά και παρότι το Μέγαρο Μαξίμου φαίνεται να επιμένει στην κύρωση του Πρωτοκόλλου από την παρούσα Βουλή (ως ένδειξη συνέπειας), το παραπάνω ενδεχόμενο προκαλεί μεγάλο πονοκέφαλο στο επιτελείο του κ. Μητσοτάκη.