Το 2008, όταν η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή κλονιζόταν από την υπόθεση Βατοπεδίου (και όχι μόνο), δύο εισαγγελείς που ερευνούσαν τις περίεργες αγοραπωλησίες γης μεταξύ του Δημοσίου και της Ιεράς Μονής παραιτούνται, αίφνης (από το δικαστικό σώμα!), διατυπώνοντας βαριές κατηγορίες για παρεμβάσεις στο έργο τους. Σε επιστολή τους στον τότε υπουργό Δικαιοσύνης κάνουν λόγο για στοιχεία που προκύπτουν σε βάρος εν ενεργεία υφυπουργού, βάσει των οποίων, όπως αναφέρουν, ο σχετικός φάκελλος έπρεπε να σταλεί στη Βουλή.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Οι Ηλίας Κολιούσης και Ελένη Σωτηροπούλου ενημερώνουν, μάλιστα, τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών ότι κατά την κρίση τους προκύπτουν ευθύνες πολιτικών προσώπων. Δριμεία ήταν τότε η αντίδραση του ΠΑΣΟΚ που ζητεί την παραίτηση του υπουργού Δικαιοσύνης και προαναγγέλλει μηνύσεις κατά των αυτουργών και των ηθικών αυτουργών που οδήγησαν στις παραιτήσεις των εισαγγελέων.
“Τα όσα καταγγέλλονται σήμερα δεν έχουν προηγούμενο στην πολιτική και νομική ιστορία του τόπου. Δεν συνέβησαν ούτε στην υπόθεση Λαμπράκη την δεκαετία του ’60. Πρόκειται για θεσμική εκτροπή που βαρύνει αποκλειστικά την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Μπορούμε να μιλάμε, πλέον, για ένα σκάνδαλο εντός σκανδάλου”, αναφέρει η σχετική ανακοίνωση του ΠΑΣΟΚ.
Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, σε συζήτηση στη Βουλή για το ίδιο θέμα, ο Γιώργος Παπανδρέου αποκαλεί την κυβέρνηση Καραμανλή “ανεύθυνη, μοιραία και επικίνδυνη για τη Δημοκρατία” και μιλά πάλι για “θεσμική εκτροπή” με την οποία, όπως λέει, “η κυβέρνηση ακυρώνει στην πράξη τη Βουλή για να εξασφαλίσει την παραγραφή”. Την ίδια περίοδο ο αντιπολιτευόμενος Τύπος κάνει λόγο για “κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών”, ενώ κάποιοι βουλευτές φθάνουν στο σημείο να αναφερθούν σε “μεθόδους χούντας”.
Λίγους μήνες αργότερα, και με αφορμή την απόφαση της κυβέρνησης Καραμανλή να κλείσει νωρίτερα απ΄ ότι συνηθιζόταν τη Βουλή για το καλοκαίρι, οι επιθέσεις από το ΠΑΣΟΚ εντείνονται και τόσο ο ίδιος ο Γιώργος Παπανδρέου, όσο και ο τότε εκπρόσωπος Τύπου Γιώργος Παπακωνσταντίνου κατηγορούν τον πρωθυπουργό ότι “κλείνει τη Βουλή νύχτα, αιφνιδιαστικά, ένα μήνα πριν τις Ευρωεκλογές, ενώ εκκρεμούν στη Δικαιοσύνη υποθέσεις σκανδάλων, και με προφανή στόχο την παραγραφή όλων των αδικημάτων για την πρώτη περίοδο διακυβέρνησής του”. Η αξιωματική αντιπολίτευση κλιμακώνει τη ρητορική της κάνοντας λόγο για “έλλειμμα δημοκρατίας”, “κατάλυση των θεσμών” και, φυσικά, “θεσμική εκτροπή”.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 2013, δύο άλλοι εισαγγελείς Εφετών, οι Γρηγόρης Πεπόνης και Σπύρος Μουζακίτης, παραιτούνται και παραδίδουν τις δικογραφίες των υποθέσεων που ερευνούσαν. Λίστα Λαγκάρντ, υπόθεση των CDS, χρηματοδότηση (δάνεια) των κομμάτων κ.α. Διατυπώνουν έμμεσα αλλά σαφώς υπαινιγμούς για άνωθεν παρέμβαση στο έργο τους με στόχο τη συγκάλυψη των πολύκροτων υποθέσεων. Επιχειρείται προσπάθεια απαξίωσής τους με την διοχέτευση στα ΜΜΕ “πληροφοριών” ότι παραιτήθηκαν επειδή το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο επρόκειτο να τους αντικαταστήσει. Η τότε αντιπολίτευση μιλά για “θεσμική εκτροπή” και στον Τύπο διατυπώνονται σχόλιο περί ενός πολιτικού-παραδικαστικού κυκλώματος που ελέγχεται από κυβερνητικά στελέχη της Ν.Δ και φίλα προσκείμενους δικαστές και εισαγγελείς.
[Σημείωση: Η υπόθεση Βατοπεδίου κρίθηκε δικαστικά πολλά χρόνια αργότερα, οι δε άλλες υποθέσεις που ερευνήθηκαν από τους κ. Πεπόνη και Μουζακίτη παραμένουν ακόμα σε εκκρεμότητα!].
Την ίδια εποχή, άλλωστε, εκτυλίχθηκε μία πολύ σκληρή αντιπαράθεση μεταξύ στελεχών του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ, παρότι τα δύο κόμματα ήδη συγκυβερνούσαν! Η αφορμή δόθηκε από μία άκρως απαξιωτική αναφορά του Μάκη Βορίδη στον Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος μιλώντας σε τηλεοπτική εκπομπή εμφάνισε φυλλάδιο στο οποίο ο Μάκης Βορίδης ως ομιλητής με το “Ελληνικό Μέτωπο” ζητούσε να πέσει “φωτιά και τσεκούρι” στη ΝΔ και στον Κώστα Καραμανλή. “Ο Βορίδης θέλει να αποκτήσει ακροατήριο εντός της ΝΔ. Είναι υποκριτής. Στο παρελθόν αγωνιζόταν σε τάξεις που προσπαθούσαν να καταλύσουν την δημοκρατία”, δήλωσε ο εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ, ενώ ο υπευθύνος επικοινωνίας Δημήτρης Καρύδης τον χαρακτήρισε “γνήσιο νοσταλγό του χουντικού παρελθόντος του, για να καλύψει το φτύσιμο από τον Αντώνη Σαμαρά”.
Ανατρέχοντας κανείς στο πολιτικό παρελθόν της μεταπολίτευσης εύκολα μπορεί να ανασύρει δεκάδες περιπτώσεις που η αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση για “θεσμική εκτροπή”, “έλλειμμα δημοκρατίας” και παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη. Για να μην πάμε πολύ πίσω για να θυμηθούμε τις κραυγές για “χούντα του ΠΑΣΟΚ” από στελέχη της Ν.Δ, τη δεκαετία του ’80, ή τις αντίστοιχες ιαχές στελεχών του ΠΑΣΟΚ κατά τη διακυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και αφού είχε προηγηθεί το μεγάλο πολιτικό τραύμα της παραπομπής του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο. Ιαχές για τον ρόλο της Δικαιοσύνης και ειδικότερα τις σχέσεις της ηγεσίας του Αρείου Πάγου με την τότε κυβέρνηση της Ν.Δ.
Δυστυχώς, το πολιτικό σύστημα ελάχιστα διδάχθηκε απ΄ όλα αυτά.
Με τη δίκη της Siemens να βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, δέκα τρία χρόνια μετά το κλείσιμο της υπόθεσης από τη Γερμανική Δικαιοσύνη και τους διαχειριστές των “μαύρων ταμείων” να έχουν διαφύγει στο εξωτερικό κάτω από τη μύτη των κυβερνώντων εκείνη την περίοδο (κάτι για το οποίο ουδείς ποτέ ανέλαβε την πολιτική ευθύνη), δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς ότι είναι μόνο η αναμφισβήτητα αργή και προβληματική λειτουργία των δικαστικών αρχών που ευθύνεται γι΄αυτή την κατάσταση.
Το ίδιο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς και για την τελμάτωση για πολλά χρόνια μεγάλων υποθέσεων διαφθοράς, όπως για παράδειγμα των πολύκροτων σκανδάλων σχετικά με τις προμήθειες οπλικών συστημάτων. Όλα αυτά είναι γνωστά και, δυστυχώς, έχουν εμπεδώσει στο υποσυνείδητο της κοινωνίας την αίσθηση της ατιμωρησίας των πολιτικών και έχουν παραγάγει έναν ιδιότυπο “μιθριδατισμό” που φτάνει στις μέρες μας. Και κάτι επιπλέον. Ότι η Δικαιοσύνη είναι, βεβαίως, ανεξάρτητη -ή ορθότερα πρέπει να είναι ανεξάρτητη-, κάποιοι θύλακες, όμως, στο δικαστικό σώμα, όχι και τόσο…
Όταν, λοιπόν, για να έρθουμε στο σήμερα, η Ν.Δ “καλεί τις δημοκρατικές δυνάμεις του τόπου να αποτρέψουν μαζί τη θεσμική εκτροπή” της κυβέρνησης στην υπόθεση Μανιαδάκη είναι αυτομάτως σαν να εξαιρεί από τις “δημοκρατικές δυνάμεις του τόπου” το κόμμα που κυβερνά. Κι όταν τα στελέχη της καταγγέλλουν ως λειτουργούσα παράνομα την επικεφαλής των εισαγγελέων διαφθοράς και ζητούν εμμέσως την αποπομπή της δεν κάνουν τίποτε λιγότερο απ΄ αυτό για το οποίο κατηγορούν τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας Παύλο Πολάκη. Θα αναρωτηθεί κανείς: συμψηφισμός; Προφανώς όχι. Καθένας κρίνεται και για όσα λέει αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο εκφέρει τον δημόσιο λόγο του. Από την άλλη, ωστόσο, οι από τηλεοράσεως δημόσιοι κατήγοροι δεν είναι δυνατόν να περιφέρονται ως “αναμάρτητοι” και να επικαλούνται δήθεν αφελώς και εκ του πονηρού μόνο τη μία πλευρά των πραγμάτων.
Ατελής και ίσως κάποιες φορές ατελέσφορη η Δημοκρατία στον τόπο μας, ωστόσο υπάρχει και είναι στέρεη. Διατρέχει αναμφίβολα κινδύνους από εκείνους που πραγματικά την εχθρεύονται. Κι αυτοί είναι γνωστοί, είτε ανήκουν στην δρώσα τρομοκρατία, είτε στην ακροδεξιά και τον φασισμό που κατέχει έδρανα στη Βουλή και χειροκροτά όσους με περισσή ανευθυνότητα κάνουν λόγο για “ζήτημα Δημοκρατίας” και για “θεσμικές εκτροπές”.’
Ακόμα, δε, περισσότερο επιχαίρουν όταν κάποιοι παρομοιάζουν σημερινές καταστάσεις με τη Χούντα. Διότι με όλα αυτά ενοχοποιείται η ίδια η Δημοκρατία και οι πραγματικοί εχθροί της αποενοχοποιούνται. Και είναι άλλο να διεκδικούν οι δημοκρατικές δυνάμεις του τόπου (δηλαδή όλες οι εντός Κοινοβουλίου ευρισκόμενες πλην της Χρυσής Αυγής) καλύτερη ποιότητα Δημοκρατίας και πιο εύρυθμη και δίκαιη λειτουργία των θεσμών -κάτι που αποτελεί ζητούμενο σε όλα τα κράτη του δυτικού κόσμου- και άλλο να αμφισβητείται η ίδια η ύπαρξή της.
Είναι προφανές, πλέον, πως οδηγούμαστε στις επόμενες εκλογές μέσα σε ένα τοξικό πολιτικό κλίμα.
Από τον διαχωρισμό του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας σε πατριώτες και μη πατριώτες, τον οποίο επιχειρούν και έως ένα βαθμό έχουν, δυστυχέστατα, επιτύχει ορισμένοι, διολισθαίνουμε στο επόμενο στάδιο: να διχαστούμε μεταξύ δημοκρατών και μη δημοκρατών. Μέσα από μια ρητορική του παραλόγου και της πόλωσης κινδυνεύουμε να παραδώσουμε στην χλεύη των εχθρών της Δημοκρατίας ότι έχει κατορθώσει η πολιτική ζωή του τόπου και η ίδια η κοινωνία στα 45 χρόνια της μεταπολίτευσης.
Και, εν κατακλείδι, όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέτει ως διακύβευμα για τις επόμενες εκλογές και την ποιότητα της Δημοκρατίας (και μάλιστα αγγλιστί, προφανώς για να …διεθνοποιηθεί) οφείλουμε άπαντες να συμφωνήσουμε μαζί του. Αλλά στην ουσία όσων λέει. Όχι, όμως, επειδή ο ίδιος είναι περισσότερο δημοκράτης από τον πρωθυπουργό. Ούτε, φυσικά, το αντίθετο.Διότι ο διχασμός και η ρητορική αυτού του ιδιότυπου πολιτικού “εμφυλίου” δίνει τροφή στο θηρίο που επιδιώκει να σκίσει τις σάρκες της.
Την επικίνδυνη μπαλάντα της “θεσμικής εκτροπής”, άλλωστε, πολλοί την έχουν τραγουδήσει κατά το παρελθόν. Και έχουν “εκπαιδεύσει” ακροατήρια που δύσκολα διακρίνουν τα φάλτσα. Τόσο δύσκολα που στις επόμενες εκλογές ίσως διαπιστώσουμε πως ακόμα περισσότεροι συμπολίτες μας θα τραγουδούν εν χορώ το ίδιο φάλτσο τραγούδι.