Ο τέως υπουργός Εξωτερικών, όχι μόνον πρωτοστάτησε στη συμφωνία των Πρεσπών, αλλά άνοιξε σχεδόν όλα τα μεγάλα θέματα κερδίζοντας εγκώμια και προκαλώντας εξίσου πολλές αντιδράσεις οι οποίες έφτασαν ώς τη δραματική παραίτησή του από το υπουργείο. Στη συνέντευξή του στην «Κ» απαντά για όλους και για όλα.
– Η συμφωνία των Πρεσπών έρχεται στη Βουλή. Πιστεύετε ότι μπορεί να ψηφιστεί παρά τη σαφή άρνηση του κ. Καμμένου; Αληθεύει ότι έχετε εργαστεί για να υπάρχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία υπέρ της και ότι αυτό είναι που τον οδήγησε να καταφερθεί εναντίον σας;
– Πράγματι, υπάρχει πλειοψηφία για τη συμφωνία των Πρεσπών. Νομίζω ότι η αλήθεια αυτή δημιουργεί σύγχυση και ψύχωση σε ορισμένους. Δύο αισθήματα που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με λογικά πολιτικά μέσα και επιχειρήματα.
– Θα πρέπει ο κ. Τσίπρας να προκηρύξει εκλογές πριν από την ψήφιση της συμφωνίας; Γιατί ο λαός να μην ερωτηθεί για τις Πρέσπες;
– Να ρωτήσουμε τον λαό μας αν συμφωνεί να αλλάξει ένα τρίτο κράτος το όνομά του με διπλωματικά μέσα και χωρίς να έχει χάσει πόλεμο; Να αποφασίσει μια τρίτη κοινωνία, εκτός διπλωματίας, αν δέχεται τη μετονομασία μιας χώρας; Εγώ θα έλεγα: «Παν μέτρον άριστον». Δεν νομίζω ότι απαιτούνται πρόωρες εκλογές λόγω «Πρεσπών», ούτε δημοψήφισμα. Αλλά γιατί τόσο φόβος για μια συμφωνία που κόβει τις προσβάσεις τρίτων στην αξιοποίηση της Βόρειας Μακεδονίας εις βάρος μας και τη δημιουργία ισχυρών θυλάκων ισλαμικού φονταμενταλισμού; Που μας δίνει τη μέγιστη πρόσβαση σε μια γείτονα χώρα. Γιατί τόσο φοβική αντίληψη για μια χώρα που έχει το 1,8% της αμυντικής ισχύος μας, το 6% του ΑΕΠ μας;
– Σε περίπτωση που ο κ. Καμμένος καταψηφίσει την κυβέρνηση, θα πρέπει ο κ. Τσίπρας να λύσει τη συμφωνία της συγκυβέρνησης;
– Τη συμφωνία συγκυβέρνησης έπρεπε ο κύριος πρωθυπουργός να τη λύσει έτσι και αλλιώς μόλις άλλαξαν οι συνθήκες –έξοδος από τα μνημόνια– και κατά συνέπεια άλλαξε και η ατζέντα της κυβέρνησης. Σε αυτό συνηγορούσε και το γεγονός ότι και ο εταίρος είχε αλλάξει στο ίδιο διάστημα πολύ. Αυτό μπορούσε να είχε γίνει από το καλοκαίρι πέρυσι και υπήρχαν από τότε οι κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες τόσο για την έγκριση της συμφωνίας των Πρεσπών όσο και για μια νέα κυβερνητική πλειοψηφία. Αυτά τα λέω από τότε και όχι μόνο σήμερα. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι τότε κατά τη γνώμη μου ίσως να ήταν και πιο εύκολα. Σίγουρα καλύτερα.
– Η συμφωνία των Πρεσπών ανταποκρίνεται στις κυριότερες πάγιες θέσεις των Σκοπίων. Ο πολίτης των Σκοπίων αναγνωρίζεται πλέον ως Macedonian – και όχι ως Citizen of North Macedonia, όπως θα ονομαζόταν αν με τον όρο «nationality» στη συμφωνία εννοούνταν η υπηκοότητα. Επίσης, από το 1977, όταν τα Σκόπια κατέθεσαν αίτηση αναγνώρισης γλωσσικού προσδιορισμού, η Ελλάδα κάθε δύο χρόνια καταθέτει δήλωση ότι δεν αναγνωρίζει τη μακεδονική γλώσσα (η τελευταία φορά που κατατέθηκε δήλωση ήταν το 2017, επί υπουργίας σας). Τελικώς, με τις Πρέσπες, αναγνωρίσαμε εθνότητα και γλώσσα, ενώ η πάγια υποχρέωσή μας απέναντι στον ΟΗΕ ήταν να συμφωνήσουμε μόνον ως προς το όνομα.
– Λέτε ότι τα Σκόπια πήραν αυτό που ήθελαν. Μα αυτό που ήθελαν ήταν να μην αλλάξουν όνομα. Και το άλλαξαν. Αυτό που διεκδίκησαν ήταν να μην έχει εσωτερική ισχύ η νέα ονομασία (erga omnes) αλλά, τελικά, το δέχθηκαν. Αυτό που ζήτησαν ήταν να μην κάνουν επ’ αυτού συνταγματικές αλλαγές, και τις έκαναν. Δέχθηκαν και μπήκε στη συμφωνία ότι η γλώσσα τους ανήκει στην οικογένεια των νοτιοσλαβικών γλωσσών και ότι εκείνοι δεν έχουν καμιά σχέση με τη Μακεδονία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της ένδοξης ελληνικής ιστορίας, καθότι είναι Σλάβοι, ενώ η «Μακεδονία τους» είναι γεωγραφικός όρος. Επίσημα εγκαταλείπουν με τη συμφωνία τον αλυτρωτισμό. Γιατί τα αγνοείτε όλα αυτά;
Στα επιμέρους, πρώτον δεν δόθηκε καμιά εθνότητα. Αυτό διευκρινίστηκε και στις συνταγματικές αλλαγές που έκανε η ίδια η Βουλή των Σκοπίων, στο πνεύμα όσων είχαν συμφωνηθεί. Σε αυτές υπογραμμίζεται ότι στη συμφωνία αναφέρεται μόνο η ιθαγένεια/υπηκοότητα και όχι η εθνότητα. Ομολογούν, δηλαδή, ότι δεν πήραν αυτό που υπονοεί η ερώτησή σας. «Απλά» κάποιοι στην Αθήνα θέλουν να τους τα παραχωρήσουν με το ζόρι, ενάντια στο γράμμα και στο πνεύμα της συμφωνίας.
Ειδικότερα, δεν υπάρχει ονομασία του υπηκόου της Βόρειας Μακεδονίας in abstractum όπως υπονοείται. Αντίθετα, η συμφωνία θέτει ένα τέλος στη δυνατότητα που έχουν μέχρι σήμερα να ταξιδεύουν και στην Ελλάδα ως σκέτο «Μακεδόνες». Τώρα θα ταξιδεύουν ως «Μακεδόνες/πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας». Ως προς τη γλώσσα μέχρι να αναλάβω, τέτοιες δηλώσεις που υπονοείτε δεν υπήρξαν. Αντίθετα, οι ελληνικές κυβερνήσεις κατά κανόνα αδιαφορούσαν. Δεν πήγαν καν επί τρία ολόκληρα χρόνια (1992-1994) στη διαπραγμάτευση για την ονομασία στον ISO και αποδέχθηκαν τις συμφωνίες του 1977 στον ΟΗΕ.
– Η απόφαση του ΝΑΤΟ το 2008 για μη ένταξη ώς την επίλυση του ονοματολογικού ήταν ομόφωνη – άρα το ΝΑΤΟ δεν θα επανερχόταν στο θέμα. Τελικά, γιατί σπεύσαμε; Τι είναι αυτό το «μεγάλο» που κερδίσαμε ώστε να δικαιολογεί τη γενναιοδωρία μας;
– Ως προς το ΝΑΤΟ η απόφαση δεν είναι έτσι ακριβώς. Στο Βουκουρέστι είχε συμφωνηθεί η μη ένταξη της ΠΓΔΜ σε αυτό, αλλά ταυτόχρονα συμφωνήθηκε ότι θα βρεθεί άμεσα λύση στο ονοματολογικό και ότι κατόπιν δεν χρειαζόταν καν νέα συνεδρίαση κορυφής του ΝΑΤΟ για να γίνει η ένταξη. Αυτή ήταν μια απόφαση έπειτα από πρόταση της Σλοβενίας. Εμείς επαναφέραμε όλη τη διαδικασία. Θα ήθελα δε να σημειώσω, ότι η επιλεκτική παρουσίαση κειμένων από το Βουκουρέστι είναι μια πρόκληση να δημοσιευθεί το σύνολό τους.
– Πολλοί υποψιάζονται ότι η Γερμανία επέτρεψε τη μη περικοπή των συντάξεων για το 2019 με αντάλλαγμα τη συμφωνία των Πρεσπών. Μήπως η κυβέρνηση υλοποιεί τις γερμανικές επιθυμίες με αντάλλαγμα την εκλογική διάσωση του ΣΥΡΙΖΑ;
– Ντροπή και να το λένε. Ασφαλώς οι Ευρωπαίοι είναι ευχαριστημένοι, διότι είναι η μόνη διπλωματική θετική πράξη στα τελευταία χρόνια για την ειρήνη στην περιοχή. Σε όλους που πήγαν να μπερδευτούν θετικά ή με αντιρρήσεις, τους ξεκαθαρίσαμε εξαρχής ότι είναι ένα θέμα που δεν χωρά τρίτους, διότι αφορά θεμελιακό εθνικό μας συμφέρον και δικαίωμα. Εξάλλου, όπως είπα στη Βουλή, πώς να έγινε ανταλλαγή ανάμεσα σε μια «κακή συμφωνία με ένα κακό συνταξιοδοτικό»; Απλώς, η Ν.Δ. έχει πρόβλημα να καταλάβει ότι λύσαμε θετικά ένα πολυετές πρόβλημα που είχε αλυσοδέσει τη χώρα. Εκείνης της αρέσει να έχει προβλήματα, εμένα να τα λύνω θετικά και ουσιαστικά.
– Παλιά είχατε θετική άποψη για τη Μόσχα. Και όμως επί των ημερών σας στο ΥΠΕΞ η Ελλάδα απέλασε δύο Ρώσους διπλωμάτες. Δεν θα μπορούσατε να διευθετήσετε το θέμα με τον ομόλογό σας κ. Λαβρόφ χωρίς οποιαδήποτε δημοσιότητα, όπως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις;
– Ολοι, και ανά πάσα στιγμή, πρέπει να σέβονται τη χώρα και την κυριαρχία της. Αν δεν το κάνουν, κάποια στιγμή, λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα. Η στάση μας και σε αυτή την υπόθεση αποδεικνύει ότι κριτήριο της εξωτερικής μας πολιτικής ήταν και είναι το συμφέρον της χώρας και όχι παλιές ή καινούργιες φιλίες.
– Εσείς αποφασίσατε και δώσατε στη δημοσιότητα τις δύο απελάσεις; Τι είπατε κατά την επικοινωνία σας με τον κ. Λαβρόφ; Πότε ενημερώσατε τον πρωθυπουργό και ποια ήταν η αντίδρασή του;
– Η απόφαση ήταν του ίδιου του πρωθυπουργού. Η Ρωσία είχε ενημερωθεί από άλλη ελληνική πηγή, ενημέρωση που την επανέλαβε αργότερα η αρμόδια διεύθυνση του υπουργείου μας.
– Λίγες εβδομάδες πριν από τις απελάσεις, η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα του ΝΑΤΟ που αντιστάθηκε και δεν απέλασε κανέναν Ρώσο διπλωμάτη, παρά τις απαιτήσεις του Λονδίνου και του ΝΑΤΟ, λόγω της υπόθεσης Σκριπάλ. Μήπως οι απελάσεις ήταν απαίτηση των Αμερικανών;
– Οταν ζητούσαν ΝΑΤΟ, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ απελάσεις δεν τις κάναμε, διότι τα στοιχεία που μας έδωσαν δεν ήταν κατά τη γνώμη μας επαρκή και δεν ήμασταν σύμφωνοι. Οταν δικά μας εθνικά συμφέροντα επέβαλαν απελάσεις τις κάναμε. Αν δεν υπήρχε προκατάληψη, θα είχε γίνει κατανοητή η διαφορά ανάμεσα στο «μου ζητούν και δεν κάνω», ενώ κάνω όταν το απαιτεί το συμφέρον μου.
– Κυκλοφόρησαν πολλά για το παρασκήνιο της παραίτησής σας. Λέγεται ότι ο κ. Καμμένος έφτασε να αμφισβητήσει ακόμα και την εντιμότητά σας σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των μυστικών κονδυλίων του ΥΠΕΞ. Εσείς απαντήσατε ζητώντας έλεγχο στα μυστικά κονδύλια του υπουργείου Αμύνης. Γιατί ο πρωθυπουργός επέλεξε στάση Ποντίου Πιλάτου την ώρα που είναι γνωστό ότι κοντά σας έμαθε τα στοιχειώδη και τα ουσιώδη της εξωτερικής πολιτικής από το 2012 που συνομιλείτε;
– Κάποιοι παρουσιάζουν ανόητα και αναληθή επιχειρήματα προκειμένου να επιτεθούν στη συμφωνία των Πρεσπών. Ανάλογα ετοιμάζονταν να πράξουν στη Βουλή. Εχω μια άποψη για το ποιον και πώς εξυπηρετούν τέτοιες συκοφαντίες, αλλά δεν είναι της ώρας. Οσον αφορά τα απόρρητα του ΥΠΕΞ, αυτά τα διαχειρίζονται οι υπηρεσιακοί και εγκρίνονται από το προεδρείο της Βουλής. Πρόκειται για διαδικασία που εισήγαγα εγώ προσωπικά με νόμο. Καιρός να ισχύσει για όλα τα αρμόδια υπουργεία.
– Ποιο είναι το περιεχόμενο της μυστικής επιστολής σας προς τον πρωθυπουργό; Είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο. Γιατί δεν τη δημοσιοποιείτε εσείς, όταν έχουν προηγηθεί όλα τα παραπάνω;
– Πολλά δεν λέω δημόσια. Κύρια διότι ό,τι λέει κάποιος δεν πρέπει να εξυπηρετεί απλά τη θέση του, αλλά να ωφελεί τη χώρα και τις προοπτικές της. Είμαι εχθρός μιας δημόσιας συζήτησης που παράγει αλόγιστα αρνητική ατμόσφαιρα. Προσπαθώ να δείξω τις καλύτερες συνθήκες που δημιουργεί η εξωτερική μας πολιτική για την πατρίδα. Τις νέες ευκαιρίες για τον ελληνισμό. Τις λύσεις. Δεν ζω από την περιγραφή προβλημάτων. Αντίθετα, το πρόβλημα πρέπει να διαπιστωθεί, μετά να υπάρξει επεξεργασία εναλλακτικών λύσεων και στη συνέχεια να πάρει τον δρόμο υλοποίησης η κάλλιστη δυνατή απάντηση.
– Θα είστε υποψήφιος βουλευτής και θα συνεργαστείτε ως επικεφαλής της πολιτικής κίνησης «Πράττω» με τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα στις εκλογές;
– Αυτά είναι θέματα που εξετάζουν τα συλλογικά όργανα του «Πράττω». Είμαστε σε μια φάση συζήτησης. Ηδη, όπως θα έχετε καταγράψει, συνεργαζόμαστε σε πολλές περιφερειακές και δημοτικές εκλογές με τον ΣΥΡΙΖΑ και άλλες δυνάμεις. Σε αρκετές, όμως, περιπτώσεις, όπως στους Δήμους της Αθήνας, του Ηρακλείου και της Πάτρας συνεργαζόμαστε με τρίτους, χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ, ή και με δικούς μας υποψήφιους.
– Πιστεύετε ότι τα προβλήματα του τόπου είναι τέτοια ώστε να επιβάλουν τη σύσταση οικουμενικής κυβέρνησης συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ – Νέας Δημοκρατίας – ΚΙΝΑΛ;
– Ως προς τις οικουμενικές συνεργασίες εγώ είμαι όπως και το 1989 επιφυλακτικός. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πεδία και θέματα συνεννόησης και από κοινού αντιμετώπισης με σοβαρότητα. Πιστεύω βαθιά σε μια κουλτούρα δημοκρατικού διαλόγου και όπου χρειάζεται και είναι δυνατόν στην κουλτούρα των συμβιβασμών.
Περί Προέδρου
– Μετά τις προσεχείς εκλογές ακολουθούν εκλογές με απλή αναλογική. Πιθανόν να προκηρυχθούν πολύ σύντομα με αφορμή την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Θα μπορούσατε να υποστηρίξετε ότι η πρώτη θητεία του κ. Προκόπη Παυλόπουλου δικαιολογεί την επανεκλογή του;
– Ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας συνδυάζει τον δημοκρατικό ευρωπαϊσμό με την πίστη στο διεθνές δίκαιο. Συντηρητικές πεποιθήσεις αρχών με κατανόηση του τρόπου που σκέφτεται η Αριστερά. Δεν βλέπω άλλον στον ορίζοντα που να τα συνδυάζει αυτά. Γιατί, λοιπόν, να μην επανεκλεγεί;
Δουλέψαμε σκληρά επί δύο χρόνια για την επέκταση της αιγιαλίτιδας
– Τον Δεκέμβριο του 2017 ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν προσκλήθηκε στην Ελλάδα. Τι κερδίσαμε πέρα από την αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης μέσα στην Αθήνα;
– Στις διεθνείς σχέσεις δεν μιλάς μόνο με τους φίλους, αλλά και με εκείνους που έχεις διαφορές, και μάλιστα σοβαρές. Μια χώρα που δεν θέλει πόλεμο, αλλά ούτε είναι αδύναμη, πρέπει να έχει την ικανότητα να παίρνει πρωτοβουλίες και να συνομιλεί με όλους. Υπάρχουν, δε, δύο επιλογές: Η πρώτη εκδηλώνει την όποια αντιπαλότητα με υψηλές κορώνες. Η δεύτερη επιδιώκει μια όσο το δυνατόν πιο ορθολογική σχέση με τρίτους. Η πρώτη ακολουθείται συχνά από την Τουρκία και Ελληνες ακραίους εθνικιστές. Κατά τη γνώμη μου, η τέχνη είναι να επιβάλλεις τη δική σου αντίληψη και συμπεριφορά εξωτερικής πολιτικής και όχι να προσπαθείς να αντιγράφεις τρίτους.
Ως προς τα δημόσια λεχθέντα, όλοι γνωρίζαμε τις απόψεις της Τουρκίας. Ηταν, όμως, μία από τις σπάνιες φορές που ακούστηκαν ευρέως στο εσωτερικό της Τουρκίας οι δικές μας απόψεις.
– Κατά την παραίτησή σας, η ανακοίνωσή σας για την επέκταση της αιγιαλίτιδας στο Ιόνιο, αλλά όχι στο Αιγαίο, θεωρείται ότι δικαίωσε το τουρκικό επιχείρημα ότι το Αιγαίο ανήκει σε «ειδικό καθεστώς». Ηταν λάθος;
– Μια τέτοια άποψη δικαιολογεί «πονηρά» την πολυετή αδράνεια της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Στην ουσία, με αυτή υποστηρίζεται ότι, εάν επεκτείνουμε οπουδήποτε την αιγιαλίτιδα ζώνη μας, είναι απόδειξη των δικαίων τρίτων. Στην πραγματικότητα, βέβαια, το ακριβές είναι ότι μέχρι σήμερα δεν την επεκτείναμε πουθενά, γεγονός που με τη λογική της ερώτησής σας είναι «το άκρον άωτον της τουρκικής δικαίωσης». Το πραγματικό ερώτημα είναι: Γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις επί δεκαετίες δεν έκλειναν τους ελληνικούς κόλπους και δεν διαμόρφωσαν γραμμές βάσεις για οποιονδήποτε υπολογισμό αιγιαλίτιδας ζώνης; Εμείς δουλέψαμε σκληρά επί δύο χρόνια με τους καλύτερους ειδικούς, Ελληνες και ξένους, και κάναμε όλα τα απαραίτητα.
Κάποιοι δεν διάβασαν με προσοχή το τι είπα. Είπα ότι ξεκινάμε από το Ιόνιο, διότι εκεί είμαστε σε προχωρημένη βάση συμφωνίας με Ιταλία και Αλβανία ως προς την ανακήρυξη και οριοθέτηση της ΑΟΖ και μας χρειάζονται οι πιο πάνω γραμμές και η αιγιαλίτιδα. Επίσης, είπα ότι βαθμιαία, εντός ενός χρόνου, θα υλοποιήσουμε την αιγιαλίτιδα παντού.
– Οι Ηνωμένες Πολιτείες καλλιεργούν την εντύπωση ότι η Ελλάδα αναβαθμίζεται έναντι της Τουρκίας. Μήπως, όμως, όπως διδάσκει η Ιστορία, πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στις «παροτρύνσεις» των μεγάλων δυνάμεων διότι μας χρησιμοποιούν, αλλά την κρίσιμη στιγμή μπορεί να μην τις έχουμε μαζί μας;
– Σωστά. Ταυτόχρονα, όμως, κύριο μέλημα της εξωτερικής πολιτικής πρέπει να είναι η αξιοποίηση κάθε δυνατότητας που δίνεται, προκειμένου να ενισχύουμε τις θέσεις μας και ειδικότερα την ασφάλεια της Κύπρου και της Ελλάδας. Πιστεύει κανείς ότι θα μπορούσαν να γίνονται γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ από εταιρείες που συνεργάζονται με την Κυπριακή Δημοκρατία χωρίς όλες αυτές τις συμμαχίες που κάναμε τα χρόνια που πέρασαν; Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, αλλά όχι να αδρανούμε στο όνομα πραγματικών ή και φανταστικών κινδύνων.
– Αν ειλικρινώς θέλαμε λύση του Κυπριακού –λένε πολλοί– δεν θα θέταμε την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων ως πρώτη και κύρια προϋπόθεση στο Κραν-Μοντανά, αλλά ως μία παράμετρο μιας συνολικής λύσης όπου τις εγγυήσεις ειρήνης θα μπορούσε π.χ. να τις προσφέρει η ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Μήπως λοιπόν δεν θέλαμε λύση;
– Ως προς το τελευταίο, οι Τούρκοι ερωτήθηκαν τι θα έλεγαν για ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, διερευνητικά, για να φανούν οι πραγματικές τους προθέσεις, και απάντησαν «ότι αυτό θα ενοχλούσε τη Ρωσία». Ως προς τα υπόλοιπα, εδώ υπάρχει μια σκόπιμη διαστρέβλωση. Εμείς πιστεύουμε ότι, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, οι εγγυήτριες δυνάμεις δικαιούνται να έχουν γνώμη μόνο σε ζητήματα που σχετίζονται με την κατοχή και το καθεστώς των εγγυήσεων. Υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν ότι η Τουρκία πρέπει να έχει δικαιώματα επέμβασης. Εγώ όχι. Διότι μια Κύπρος που δεν θα είναι κανονικό κράτος, δηλαδή με κατοχικά στρατεύματα και ξένες εγγυήσεις, δεν είναι η Κύπρος που θέλουμε.
Να σημειώσω ότι θα είχε ενδιαφέρον για τους αναγνώστες σας η πρόταση που έκανα για ένα σύμφωνο φιλίας ανάμεσα σε Τουρκία, Ελλάδα και Κύπρο. Ο ΟΗΕ την βρήκε εξαιρετική.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr