Στην έκθεση του οίκου S&P που διατηρεί σταθερή την αξιολόγηση του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας στο “B+”, τονίζεται ότι ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης για την Ελλάδα στο διάστημα 2019-2022 θα είναι 2,4%, καθώς υπάρχει ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης και σαφής βελτίωση της εξαγωγικής δραστηριότητας. Ο οίκος προβλέπει ότι η ελληνική οικονομία θα εμφανίσει μέση ανάπτυξη 2,4% την περίοδο 2019-2022 καθώς αναμένεται ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης παράλληλα με ισχυρές εξαγωγικές επιδόσεις.
Οπως αναφέρει, παρά το μεγάλο ύψος του χρέους, η Ελλάδα έχει ένα από τα πλέον ευνοϊκά προφίλ χρέους από τις χώρες που καλύπτει, σε όρους ωρίμανσης των ομολόγων και μέσου επιτοκιακού κόστους. Πρόσθετες μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών καθώς και στον τραπεζικό τομέα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επιτάχυνση της αναπτυξιακής τροχιάς.
Να σημειωθεί ότι η S&P είχε προχωρήσει στις 20 Ιουλίου στην αναθεώρηση της προοπτικής της ελληνικής οικονομίας σε «θετική» επιβεβαιώνοντας την αξιολόγηση B+, η οποία είναι τέσσερις βαθμίδες χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα (BBB-).
Μια θέση υψηλότερα κατατάσσει την Ελλάδα η Fitch. Στις 10 Αυγούστου είχε προχωρήσει σε αναβάθμιση κατά δυο κλίμακες, σε BB- από B, δηλαδή τρεις θέσεις χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα αλλά με «σταθερή» προοπτική. Νέα αξιολόγηση αναμένεται στις 8 Φεβρουαρίου.
Τέλος η Moody’s κατατάσσει την χώρα μας (B3) τρεις βαθμίδες χαμηλότερα από την Fitch και δυο από την S&P με θετική προοπτική. Είχε προχωρήσει στην τελευταία αξιολόγηση 21 Φεβρουαρίου (αναβάθμιση κατά δυο θέσεις) και αναμένεται να προχωρήσει σε νέα στις αρχές Μαρτίου.
Το θετικό outlook σημαίνει ότι ο οίκος θα μπορούσε να αναβαθμίσει το ελληνικό rating εντός 12 μηνών, εάν ενισχυθεί η ανάκαμψη ή αν σημειωθεί αξιοσημείωτη μείωση στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ενώ θετικό καταλύτη θα αποτελούσε τόσο η πλήρης άρση των capital controls όσο και ο μετριασμός του δημοσιονομικού ρίσκου από τις εκκρεμείς δικαστικές αποφάσεις για τις περικοπές στις συντάξεις.
To outlook θα μπορούσε να υποβαθμιστεί σε σταθερό αν, αντίθετα στις προσδοκίες, ανατραπούν υλοποιημένες μεταρρυθμίσεις ή αν η ανάπτυξη αποδειχθεί χαμηλότερη των προβλέψεων, περιορίζοντας την ικανότητα της χώρας να συνεχίσει τη δημοσιονομική σύγκλιση, τη μείωση του χρέους και την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα.
Η αξιολόγηση του ελληνικού αξιόχρεου αντανακλά τη σταθεροποίηση της οικονομίας, σε συνδυασμό με τις ισχυρές επιδόσεις στον προϋπολογισμό και την πολύ ευνοϊκή δομή του χρέους, έναντι του πολύ υψηλού συνολικού χρέους της χώρας και των δυσκολιών για τον τραπεζικό κλάδο.
Οπως αναφέρει, το μεγαλύτερο μέρος του χρέους βρίσκεται στα χέρια του δημόσιου τομέα ενώ το πρόγραμμα έχει παράσχει στην Ελλάδα ένα σημαντικό «μαξιλάρι» ρευστότητας που επαρκεί για την εξυπηρέτηση των πληρωμών χρέους ως το 2022. Ο οίκος προβλέπει μείωση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ από το 2019, με βοήθεια και από την αύξηση του ΑΕΠ.
Η S&P προβλέπει ότι η οικονομία εμφάνισε ρυθμό ανάπτυξης περίπου 2,1% το 2018, για φέτος εκτιμά ανάπτυξη 2,4% ενώ για την περίοδο ως το 2022 προβλέπει περαιτέρω σταδιακή επιτάχυνση.
Παράλληλα, βλέπει αύξηση της απασχόλησης κατά 2% ετησίως ως το 2022, αν και επισημαίνει ότι η οικονομία θα επωφελούταν περισσότερο από υψηλότερο ποσοστό μόνιμων θέσεων εργασίας, δεδομένου ότι το 2018, περισσότερες από τις μισές αφορούσαν σε προσωρινή απασχόληση.
Την επόμενη τριετία, η ανάπτυξη στην Ελλάδα αναμένεται να υπερβεί τον μέσο όρο στην ευρωζώνη, αντανακλώντας τη σταθερή ανάκαμψη μετά την παρατεταμένη κρίση.
Βασικός περιορισμός στις οικονομικές προοπτικές παραμένει η απόφαση των αρχών να περιορίσουν τις δημόσιες επενδύσεις, προτιμώντας τις κοινωνικές μεταβιβάσεις.
Η εικόνα των ιδιωτικών επενδύσεων παραμένει επίσης προβληματική, δεδομένων των δυσκολιών για τις εγχώριες τράπεζες και τα μέτρια επίπεδα άμεσων ξένων επενδύσεων.
Αν και η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας σε όρους εργατικού κόστους έχει αποκατασταθεί, η ανταγωνιστικότητα σε άλλους τομείς παραμένει αδύναμη. Η χώρα παίρνει κακό βαθμό σε σχέση με τις ανταγωνιστικές χώρες σε τομείς όπως τα εμπόδια στον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, τα ισχνά δικαιώματα ιδιοκτησίας, οι περίπλοκες διαδικασίες πτώχευσης, η αναποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης και η χαμηλή προβλεψιμότητα στην επιβολή των όρων στα συμβόλαια. Ως εκ τούτου, αν και οι εισροές επενδυτικών κεφαλαίων έχουν βελτιωθεί, ίσως δεν αρκούν για να χρηματοδοτήσουν πιο δυναμική ανάκαμψη.
Την ίδια στιγμή, ενδεχόμενη ανατροπή των μεταρρυθμίσεων στα εργασιακά και ενδεχόμενη επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε εθνικό επίπεδο ενδέχεται να επιβαρύνουν την ανάκαμψη της απασχόλησης, περιορίζοντας την ευελιξία κινήσεων των επιχειρήσεων σε μια δύσκολη οικονομική κατάσταση. Σε μακροχρόνια βάση, ελλείψει μεταρρυθμίσεων στο επιχειρηματικό περιβάλλον, ο ρυθμός ανάπτυξης δύσκολα θα υπερβεί το 3% σε διατηρήσιμη βάση λόγω διοικητικών εμποδίων και αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς σε όλο το φάσμα της οικονομίας.
Η αδυναμία των ελληνικών τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την οικονομία περιορίζει επίσης την ισχύ της ανάκαμψης. Χωρίς πρόσβαση σε κεφάλαια κίνησης, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις της χώρας – και μεγαλύτερος εργοδότης- θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες.
Οι επόμενες εκλογές είναι προγραμματισμένες για τον Οκτώβριο, αν και δεν μπορούν να αποκλειστούν οι πρόωρες εκλογές μετά και την πρόσφατη αποχώρηση των ΑΝΕΛ. Δεδομένου ότι εντός του έτους διεξάγονται επίσης ευρωεκλογές και δημοτικές εκλογές, είναι πολύ πιθανή η κλιμάκωση της πόλωσης τους επόμενους μήνες. Αυτό, σημειώνει η S&P, αποτελεί ρίσκο για τομείς όπως οι ιδιωτικοποιήσεις και η αύξηση της αποδοτικότητας στην απονομή δικαιοσύνης ενώ θα υπάρξουν καθυστερήσεις και στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Μικρή πρόοδος αναμένεται και στην πιο επιθετική προσέγγιση στη μείωση των κόκκινων δανείων πριν τις εκλογικές αναμετρήσεις. Ωστόσο, ο οίκος αναμένει ότι οι οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές της κυβέρνησης θα ευθυγραμμίζονται με τις δεσμεύσεις της στο πλαίσιο του τερματισμού του προγράμματος.
Η εκτέλεση του προϋπολογισμού 2019 ενδέχεται να επηρεαστεί αρνητικά από εκκρεμείς δικαστικές αποφάσεις για τις αποφάσεις μείωσης των μισθών στο δημόσιο τομέα καθώς και για τη μείωση των συντάξεων το 2012, το 2015 και το 2016. Κάτι τέτοιο θα καταστήσει δυσκολότερη την ευθυγράμμιση με το στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα. Επιπροσθέτως, δεδομένων των επικείμενων εκλογών, οι πολιτικές κινήσεις της κυβέρνησης θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εκτροχιασμό σε σχέση με το “ταβάνι” στις δαπάνες.
Εάν τα εν λόγω ρίσκα δεν πραγματοποιηθούν, ο οίκος προβλέπει ότι η Ελλάδα θα εμφανίσει πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 3,5% που έχει τεθεί στόχος στη στη συμφωνία με τους δανειστές. Μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγήσει σε μείωση του χρέους περίπου στο 150% του ΑΕΠ το 2022 από περίπου 181% το 2018.
ΠΗΓΗ: euro2day.gr