Θετικές είναι οι πρώτες αντιδράσεις των ανθρώπων της αγοράς στην αύξηση του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ. Πάντως επισημαίνουν πώς η αύξηση αυτή θα πρέπει να συνοδευτεί από άλλα μέτρα που θα ελαφρύνουν τις επιχειρήσεις.
ΕΣΕΕ
Ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς και πρόεδρος του Περιφερειακού Επιμελητηριακού Συμβουλίου Αττικής, Βασίλης Κορκίδης, τονίζει πως ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να συνδέεται και με την παραγωγικότητα των εργαζομένων.
“Αναμφίβολα, πρόκειται για μία θετική απόφαση, που θα συμβάλει στην τόνωση της ενεργούς ζήτησης, ενώ οι αυξήσεις αυτές θα ενσωματωθούν αυτόματα σε 24 επιδόματα. Επομένως, από την αύξηση του κατώτατου μισθού θα ωφεληθούν σημαντικά, όχι μόνο όσοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, αλλά και άνεργοι, σπουδαστές, εργαζόμενες μητέρες, οι οποίες λαμβάνουν αυτά τα επιδόματα. Επιπλέον, χαιρετίζουμε την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, που λαμβάνουν όσοι είναι κάτω των 25 ετών, καθώς ήταν μία μεγάλη αδικία και ανισότητα για νέους εργαζόμενους δύο ταχυτήτων. Θα ήθελα να επισημάνω πως, ο επιχειρηματικός κόσμος δεν αντιμετώπισε ποτέ φοβικά, μέχρι σήμερα, το ζήτημα της αύξησης του κατώτατου μισθού. Σε αυτό το πλαίσιο, οι υγιείς επιχειρήσεις και οι συνεπείς εργοδότες, έχουμε τονίσει την αναγκαιότητα για σταδιακή και λελογισμένη αύξηση του κατώτατου μισθού, με ορίζοντα τα 751 ευρώ σε βάθος τριετίας, 2019-2022, με παράδειγμα το “πορτογαλικό” μοντέλο ως το πιο ενδεδειγμένο.
Ας μην ξεχνάμε ότι, ο νέος κατώτατος μισθός των 650 ευρώ, αφορά μόνο το 8% των μισθωτών, όμως η γενναιόδωρη αύξηση του 11%, από 1/2/19 θα πρέπει να συνδέεται και με την παραγωγικότητα των εργαζομένων. Αναφορικά, τέλος, με τη σχέση μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους επιμένουμε σε μια μεταβολή υπέρ του καθαρού μισθού, ως ένα σημάδι επιστροφής στην κανονικότητα για την πραγματική οικονομία και σταθεροποίησης της κοινωνικής συνοχής“.
ΓΣΕΒΕΕ
Η ΓΣΕΒΕΕ σε ανακοίνωσή της δηλώνει ότι είχε ταχθεί υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της κοινωνίας, των επιχειρήσεων και της εισόδου της ελληνικής οικονομίας σε ένα νέο κύκλο ανόδου, είχε ωστόσο επισημάνει, όπως προσθέτει, ότι μία αύξηση του κατώτατου μισθού χωρίς την λήψη άλλων ελαφρυντικών μέτρων για μισθωτούς και επιχειρήσεις, δεν θα έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
“Στο πλαίσιο αυτό”, αναφέρει στη συνέχεια η ΓΣΕΒΕΕ, “η εξαγγελία του πρωθυπουργού για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ θα πρέπει να συνοδευτεί με πρωτοβουλίες προς δυο κύριες κατευθύνσεις: τη διεύρυνση του αφορολογήτου ποσού για τους μισθωτούς έτσι ώστε το διαθέσιμο εισόδημα τους να ανταποκρίνεται σε αυτή την αύξηση και τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, όπως για παράδειγμα η άμεση κατάργηση της επιπλέον εισφοράς 1% επί των ασφαλιστικών εισφορών του άρθρου 97 του Ν. 4387/2016.
Για την ΓΣΕΒΕΕ η οποιαδήποτε αύξηση στους μισθούς των εργαζομένων δεν θα πρέπει να εξουδετερώνεται από μια επιπλέον διεύρυνση της «φορολογικής σφήνας» η οποία στην χώρα μας είναι ήδη πολύ υψηλή.
Υπενθυμίζεται ότι πάγια θέση της ΓΣΕΒΕΕ είναι η αποκατάσταση των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων μέσω της επαναφοράς της αποφασιστικής συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων στον καθορισμό του κατώτατου μισθού.
Σημειώνουμε ότι ο μηχανισμός καθορισμού του κατώτατου μισθού (ν.4172/2013) με τον οποίο ουσιαστικά αντικαταστάθηκε ο κοινωνικός διάλογος θα ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμος υπό την προϋπόθεση ότι θα αποτελούσε εργαλείο των κοινωνικών εταίρων και όχι των κυβερνήσεων.
Τέλος, ένα ακόμα ζήτημα που πρέπει να διευθετηθεί, σύμφωνα με τη συνομοσπονδία, αφορά στις ασφαλιστικές εισφορές των μη μισθωτών που υπολογίζονται με βάση τον εκάστοτε κατώτατο μισθό. Αυτό σημαίνει ότι εάν δεν υπάρξει σχετική μέριμνα περίπου 1 εκατ. μη μισθωτοί θα κληθούν να καταβάλουν αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές το επόμενο διάστημα”.
ΓΣΕΕ
Από την πλευρά της η ΓΣΕΕ τονίζει πως «η αύξηση του κατώτατου μισθού που ανακοινώθηκε, χρησιμοποιείται ως φύλλο συκής για τη μη αποδοχή του κυρίαρχου αιτήματος της ΓΣΕΕ, για άμεση επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, χωρίς διακρίσεις και με ταυτόχρονη νομοθέτηση της αποκατάστασης της αρμοδιότητας του εφεξής καθορισμού του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, για όλους τους εργαζόμενους με σχέση εξαρτημένης εργασίας στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ)».
Ακόμη η ΓΣΕΕ αναφέρει ότι θεωρεί «επί της αρχής, ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι επιβεβλημένη και κινείται σε θετική κατεύθυνση», θέτει όμως «για μία ακόμα φορά τα ερωτήματα που αναδεικνύουν την πραγματικότητα».
Τα έξι ερωτήματα που απευθύνει η ΓΣΕΕ είναι τα εξής :
– Είναι πραγματική η αύξηση;
– Λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες βιοπορισμού των εργαζομένων
– Η αύξηση αυτή θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα για το 2018; –
– Διασφαλίζονται θεμελιώδεις συλλογικές κατακτήσεις των εργαζομένων;
– Ποια είναι η πραγματικότητα για την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού σε βάρος των νέων εργαζομένων έως 25 χρονών;
– Η αύξηση αυτή διασφαλίζει συνολικά την έννοια του κατώτατου μισθού και του κατώτατου ημερομισθίου για όλους τους εργαζόμενους;».
Παράλληλα, η Συνομοσπονδία κάνει λόγο για «πλήγμα στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) και στις κατακτήσεις των εργαζομένων που συντελέσθηκε το 2012 παραμένει καίριο παρά την πολυδιαφημιζόμενη έξοδο από τα μνημόνια και την επιστροφή στην κανονικότητα».
«Είναι πλήγμα σε έναν θεσμό διασφάλισης των ορίων ασφαλείας στην αμοιβή και τους όρους εργασίας όλων των εργαζομένων στην ελληνική επικράτεια, που μέσω αυτού κατορθώθηκε στη δίνη της κρίσης να διατηρηθούν αρχικά τα 751,39 ευρώ (βασικός μισθός) και τα 33,57 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) χωρίς ηλικιακό κριτήριο και υποκατώτατο μισθό, με το επίδομα γάμου και με 3 τριετίες για τους υπαλλήλους και 6 για τους εργατοτεχνίτες», καταλήγει η ανακοίνωση.