Η αμερικανική παρέμβαση επιδεινώνει την κρίση στη Βενεζουέλα, οδηγεί στα άκρα την πολιτική πόλωση και απειλεί να οδηγήσει τη χώρα σε μια εμφύλια σύγκρουση που θα έχει επιπτώσεις στην ευρύτερη περιοχή, προειδοποιούν ο Νόαμ Τσόμσκι και άλλοι 70 πανεπιστημιακοί. Στην ανοιχτή επιστολή τους που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο www.opendemocracy.net οι διανοούμενοι -οι περισσότεροι από τις ΗΠΑ και τη Λατινική Αμερική- απευθύνουν έκκληση για διάλογο και επίλυση της κρίσης με ειρηνικά μέσα, ενώ υπενθυμίζουν τα δεινά που προκάλεσαν στους λαούς προηγούμενες αμερικανικές επεμβάσεις στο όνομα της δημοκρατίας.
Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών πρέπει να σταματήσει την ανάμιξή της στις εσωτερικές πολιτικές υποθέσεις της Βενεζουέλας, ειδικά τις δράσεις που σκοπό έχουν την ανατροπή της κυβέρνησης της χώρας. Είναι σχεδόν βέβαιο πως οι ενέργειες της κυβέρνησης Τραμπ και των συμμάχων της στο δυτικό ημισφαίριο θα χειροτερεύσουν την κατάσταση στη Βενεζουέλα, οδηγώντας σε μη αναγκαία ανθρώπινα δεινά, βία και αστάθεια.
Η πολιτική πόλωση δεν είναι κάτι καινούργιο στη Βενεζουέλα, η χώρα είναι διαιρεμένη εδώ και πολύ καιρό πάνω σε φυλετικές, κοινωνικές και οικονομικές γραμμές. Αλλά η πόλωση έχει βαθύνει τα τελευταία χρόνια. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην υποστήριξη των ΗΠΑ σε μια αντιπολιτευτική στρατηγική η οποία έχει ως στόχο την απομάκρυνση της κυβέρνησης του Νικολάς Μαδούρο με μη εκλογικά μέσα. Ενώ η αντιπολίτευση είναι διχασμένη για αυτή τη στρατηγική, οι ΗΠΑ υποστηρίζουν σκληροπυρηνικά τμήματα της αντιπολίτευσης που στοχεύουν στην ανατροπή της κυβέρνησης Μαδούρο, συχνά με βίαιες διαδηλώσεις, με ένα στρατιωτικό πραξικόπημα ή με άλλους δρόμους εκτός της κάλπης.
Επί διακυβέρνησης Τραμπ, η επιθετική ρητορική εναντίον της κυβέρνησης της Βενεζουέλας εκτοξεύθηκε σε ακόμα πιο ακραίο και απειλητικό επίπεδο, καθώς κυβερνητικοί αξιωματούχοι κάνουν λόγο για «στρατιωτική δράση» και καταγγέλλουν ότι η Βενεζουέλα αποτελεί, μαζί με την Κούβα και τη Νικαράγουα, την «τρόικα της τυραννίας». Προβλήματα τα οποία απορρέουν από την πολιτική της κυβέρνησης της Βενεζουέλας έχουν χειροτερεύσει από τις αμερικανικές οικονομικές κυρώσεις, που είναι παράνομες στο πλαίσιο του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών (OAS) και των Ηνωμένων Εθνών καθώς και στο πλαίσιο της αμερικανικής νομοθεσίας και άλλων διεθνών συνθηκών και συμφωνιών.
Αυτές οι κυρώσεις έχουν περιορίσει τα μέσα με τα οποία η κυβέρνηση της Βενεζουέλας θα μπορούσε να αποδράσει από την οικονομική ύφεσή της, ενώ προκαλούν δραματική πτώση της παραγωγής πετρελαίου επιδεινώνουν την οικονομική κρίση και τον οδηγούν στον θάνατο πολλούς ανθρώπους που δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε φάρμακα τα οποία θα τους έσωζαν τη ζωή. Εν τω μεταξύ, οι ΗΠΑ και άλλες κυβερνήσεις συνεχίζουν να κατηγορούν αποκλειστικά την κυβέρνηση της Βενεζουέλας για την οικονομική ζημιά, ακόμα και εκείνη που προκαλείται από τις αμερικανικές κυρώσεις.
Τώρα, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους, ανάμεσά τους ο γενικός γραμματέας του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών Λουίς Αλμάρο και ο ακροδεξιός Πρόεδρος της Βραζιλίας Ζαΐρ Μπολσονάρο, σπρώχνουν τη Βενεζουέλα στον γκρεμό.
Αναγνωρίζοντας τον πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης Χουάν Γκουαϊδό ως τον νέο Πρόεδρο της Βενεζουέλας -κάτι που είναι παράνομο, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών- η κυβέρνηση Τραμπ επιτάχυνε ραγδαία την πολιτική κρίση στη χώρα ελπίζοντας πως θα διχάσει τον στρατό της Βενεζουέλας και θα πολώσει περαιτέρω τον πληθυσμό, αναγκάζοντάς τον να διαλέξει ανάμεσα στη μία ή στην άλλη πλευρά.
Ο προφανής και μερικές φορές ανοιχτά διακηρυγμένος στόχος είναι να ανατραπεί ο Μαδούρο με πραξικόπημα.
Η αλήθεια είναι πως, παρά τον υπερπληθωρισμό, τις ελλείψεις και τη βαθιά ύφεση, η Βενεζουέλα παραμένει μια πολιτικά πολωμένη χώρα. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους πρέπει να σταματήσουν να ενθαρρύνουν τη βία πιέζοντας για μια βίαιη, εκτός νομιμότητας αλλαγή καθεστώτος.
Εάν η κυβέρνηση Τραμπ και οι σύμμαχοί της εξακολουθήσουν αυτή την ριψοκίνδυνη πορεία τους στη Βενεζουέλα, το πιθανότερο αποτέλεσμα θα είναι η αιματοχυσία, το χάος και η αστάθεια. Οι ΗΠΑ θα έπρεπε να είχαν μάθει κάτι από τα εγχειρήματά τους για αλλαγές καθεστώτων στο Ιράκ, στη Συρία και στη Λιβύη καθώς και από τη μακρά και βίαιη ιστορία τους στην υποστήριξη της αλλαγής καθεστώτων στη Λατινική Αμερική.
Στη Βενεζουέλα, καμιά από τις δυο πλευρές δεν μπορεί απλώς να εξαφανίσει την άλλη. Ο στρατός, για παράδειγμα, έχει τουλάχιστον 235.000 μέλη της πρώτης γραμμής, ενώ οι πολιτοφυλακές αριθμούν συνολικά 1,6 εκατομμύρια μέλη. Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους θα πολεμήσουν, όχι μόνο στη βάση της πίστης τους στην εθνική κυριαρχία, η οποία επικρατεί ευρέως στη Λατινική Αμερική -απέναντι σε αυτό που ολοένα περισσότερο φαίνεται ότι αποτελεί μια επέμβαση υπό αμερικανική ηγεσία-, αλλά επίσης για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους από πιθανή καταπίεση εφόσον η αντιπολίτευση ανατρέψει με τη βία την κυβέρνηση.
Σε αυτές τις καταστάσεις, η μοναδική λύση είναι ένας διακανονισμός με διαπραγμάτευση, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, όταν πολιτικά πολωμένες κοινωνίες δεν μπορούσαν να λύσουν τις διαφορές τους με τις εκλογές.
Υπήρξαν προσπάθειες, όπως εκείνες υπό την ηγεσία του Βατικανού το φθινόπωρο του 2016, οι οποίες είχαν προοπτικές αλλά δεν βρήκαν υποστήριξη από την Ουάσιγκτον και τους συμμάχους της, που προτιμούσαν την αλλαγή καθεστώτος. Αυτή η στρατηγική πρέπει να αλλάξει προκειμένου να υπάρξει βιώσιμη λύση στη συνεχιζόμενη κρίση στη Βενεζουέλα.
Για το καλό του λαού της Βενεζουέλας, της ευρύτερης περιοχής και στη βάση της εθνικής κυριαρχίας, αυτοί οι διεθνείς παράγοντες θα πρέπει να υποστηρίξουν τις συνομιλίες μεταξύ της κυβέρνησης της Βενεζουέλας και των αντιπάλων της, οι οποίες θα επιτρέψουν στη χώρα να βγει επιτέλους από το πολιτικό και οικονομικό χάος.
ΠΗΓΗ: avgi.gr