Ο «αρχάγγελος της Κρήτης» ο θρυλικός λυράρης σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα, Νίκος Ξυλούρης έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή.
Ο Νίκος Ξυλούρης γεννήθηκε το 1936, στο ορεινό χωριό Ανώγεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνου Κρήτης από οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες.
Στα πέντε του χρόνια, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του, ξεριζώθηκε από τον τόπο του μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου όπου παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης. Αδέλφια του είναι οι επίσης γνωστοί μουσικοί της κρητικής μουσικής, Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) και Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης)
Στα 17 του αποφάσισε να μετακομίσει στο Ηράκλειο και έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο “Κάστρο”. Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως τα περίμενε γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη “μόδα” της Ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο για αυτόν. Τα έσοδα του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες εποχές.
Σε μια αποκριάτικη γιορτή βλέπει την Ουρανία Μελαμπιανάκη, γόνο αριστοκρατικής οικογενείας, και την ερωτεύεται. Για ένα χρόνο της κάνει καντάδα κάθε βράδυ κάτω από το παράθυρό της, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν μιλήσει ποτέ. Η ταξική τους διαφορά θα τους αναγκάσει να κλεφτούν και να παντρευτούν κρυφά, στις 21 Μαΐου του 1958. Σιγά σιγά οι Κρητικοί άρχισαν να τον στηρίζουν και να οργανώνουν γλέντια για να τον ακούν να παίζει. Έτσι άρχισε να γίνεται γνωστός και το Νοέμβριο του 1958 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο “Μια μαυροφόρα που περνά» ,παίρνοντας ως αμοιβή 150 δραχμές. Ο δίσκος αγαπήθηκε από το κοινό κι έτσι ο Νίκος ηχογράφησε κι άλλα τραγούδια σε δίσκους των 45 στροφών. Το 1960 γεννήθηκε ο γιος του Γιώργος και το 1966 η κόρη του Ρηνιώ. Την χρονιά της γέννησης τη κόρης του κέρδισε και το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν-Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Την επόμενη χρονιά άνοιξε στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο “Ερωτόκριτος” και πλέον δεν ανησυχεί για την επιβίωση του.
https://youtu.be/UwDomxyoFgU
Τον Απρίλιο του 1969 ο Νίκος Ξυλούρης κάνει την πρώτη δοκιμαστική εμφάνισή του στην Αθήνα, στο κέντρο «Κονάκι», και ο κόσμος τον αποθεώνει. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου αποφασίζει να εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα. Ένα από εκείνα τα βράδια, επισκέπτεται το μαγαζί ο σκηνοθέτης και ποιητής Ερρίκος Θαλασσινός. Γνωρίζονται και γίνονται αχώριστοι φίλοι. Ο Θαλασσινός μιλάει γι’ αυτόν στον μουσικοσυνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο, με τον οποίο συνεργάζονται για πρώτη φορά στο «Χρονικό», μία ενότητα τραγουδιών που θέτει σε νέα βάση τη σχέση της παράδοσης με το παρόν. Με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA και έγιναν κουμπάροι. Έξι μήνες αργότερα κυκλοφορεί ο δίσκος – αναφορά στα «Ριζίτικα» της Κρήτης, για τον οποίο βραβεύεται από τη Γαλλική Ακαδημία Σαρλ Κρος. Το Μάιο του 1971 ξεκινούν κοινές εμφανίσεις στη μπουάτ «Λήδρα» στην πλάκα. Συνεργάστηκε στενά, εκείνα τα χρόνια, με τον Θρακιώτη τραγουδοποιό Θανάση Γκαϊφύλλια στις μπουάτ της Πλάκας και σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα.
Το 1971 ξεκίνησε κοινές εμφανίσεις με το Γιάννη Μαρκόπουλο στη μπουάτ “Λήδρα” και η φωνή του έγινε σύμβολο της αντίστασης. Εκείνα τα χρόνια συνεργάστηκε στενά με τον Θρακιώτη τραγουδοποιό Θανάση Γκαϊφύλλια στις μπουάτ της Πλάκας και σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα.
Το καλοκαίρι του 1973 τραγούδησε στο θεατρικό έργο «Το μεγάλο μας τσίρκο» με πρωταγωνιστές τον Κώστα Καζάκο και την Τζένη Καρέζη στο θέατρο “Αθήναιον” σε μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου.
Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας, η φωνή του Ξυλούρη, είτε λέει τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, είτε παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, γίνεται σημαία αντίστασης… «Πότε θα κάνει ξαστεριά», «Αγρίμια κι αγριμάκια μου». Ακολουθούν δύο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η «Ιθαγένεια» και ο «Στρατής ο θαλασσινός», αλλά και συνεργασίες με τον Σταύρο Ξαρχάκο («Διόνυσε, καλοκαίρι μας», «Συλλογή»), τον Χριστόδουλο Χάλαρη («Τροπικός της Παρθένου», «Ακολουθία») και τον Χρήστο Λεοντή («Καπνισμένο μου τσουκάλι»).
Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου. Παράλληλα, ηχογραφεί τα «Αντιπολεμικά» τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και κάποια μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Επανέρχεται όμως και στα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, ενώ λέει και κάποια λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη. Με τον «Αργαλειό», το «Φιλεντέμ», τον «Πραματευτή», αλλά και το «Μεσοπέλαγα αρμενίζω», η φωνή του ακούγεται και πάλι έντονα. Τώρα λέει και πάλι «τραγούδια ζωής». Όμως, η ζωή του επιφυλάσσει μία δυσάρεστη έκπληξη…
Ο Νίκος Ξυλούρης είχε όγκο στους πνεύμονες με μετάσταση στον εγκέφαλο. Μετά από μεγάλο αγώνα, πολλαπλές εγχειρήσεις και αρκετή ταλαιπωρία έχασε τη μάχη στο Αντικαρκινικό Πειραιώς σαν σήμερα στις 8 Φεβρουαρίου 1980 σε ηλικία μόλις 43 χρονών. Με τη φωνή και το ήθος του σημάδεψε τα χρόνια της χούντας, την αντίσταση σε αυτήν, αλλά και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Όπως ο ίδιος έλεγε μετά τη μεταπολίτευση, αναφερόμενος στους ανθρώπους της μουσικής βιομηχανίας “εγώ τους ίδιους ανθρώπους έβλεπα να κανονίζουν επί χούντας, τους ίδιους βλέπω και τώρα”. Είναι ενταφιασμένος στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών.
Πηγή: sansimera.gr, Wikipedia.gr, Tvxs.gr, cretalive.gr, rethemnosnews.gr