Δημοσκόποι και επιτελεία στο Μαξίμου και στο Μοσχάτο συγκλίνουν σε μερικές βασικές διαπιστώσεις σχετικά με τις τάσεις που διαμορφώνονται ενόψει του σερί εκλογικών μαχών εντός της χρονιάς. Ο πολιτικός χρόνος που ακολουθεί θα είναι εξαιρετικά πυκνός με ελάχιστες “βεβαιότητες” και πάρα πολλές “αβεβαιότητες”.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Πρώτη διαπίστωση είναι ότι για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια το άθροισμα του νέου δικομματισμού (ΣΥΡΙΖΑ-Ν.Δ) είναι σφόδρα πιθανό να πλησιάσει και να αγγίξει το 70%.
Η δεύτερη διαπίστωση αφορά την εξαιρετικά σοβαρή πιθανότητα (κατά ορισμένους βεβαιότητα) ότι τρίτο κόμμα θα είναι η Χρυσή Αυγή, ίσως ακόμα και με ποσοστό που θα υπερβαίνει το (ψυχολογικό) όριο του 10%, με τάση σύγκλισης προς τα ποσοστά που συγκεντρώνει η ακροδεξιά σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ στη Γερμανία το ακραίο και ξενοφοβικό AfD καταγράφει εθνικό μέσο όρο περίπου 14% ενώ σε ορισμένα ομόσπονδα κρατίδια ξεπερνά το 20%).
Τρίτη διαπίστωση είναι πως η επόμενη Βουλή είναι πολύ πιθανό να είναι πεντακομματική (ΣΥΡΙΖΑ, Ν.Δ, Χ.Α, ΚΙΝ.ΑΛ, ΚΚΕ) και πως αυτή την πρόβλεψη μπορούν να αναιρέσουν δύο μόνο κόμματα. Πολύ λιγότερο πιθανό θεωρείται να κατορθώσει να μείνει εντός κοινοβουλίου η Ένωση Κεντρώων, περισσότερο έως πολύ πιθανό, όμως, είναι να συγκεντρώσει το 3% και να καταλάβει έδρες στη Βουλή η νεοπαγής Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου!
Εάν “διαβάσει” κανείς, χωρίς να κάνει προβολή των επιθυμιών του, τον διαμορφούμενο πολιτικό χάρτη καταλήγει στο συμπέρασμα πως στον χώρο που εκτείνεται από την ακραία δεξιά έως την ακροδεξιά ίσως βρεθούν νεοπαγή, υπό ίδρυση και υφιστάμενα μικρότερα και μεγαλύτερα κόμματα που αθροιστικά θα ξεπεράσουν το 15% (ίσως και περισσότερο), με ότι αυτό συνεπάγεται -προφανώς ζοφερό και ανησυχητικό- για την μετατόπιση της εκλογικής συμπεριφοράς σημαντικού τμήματος του εκλογικού σώματος.
Η διχαστική εθνικολαϊκιστική ρητορική και οι κραυγές περί “μειοδοσίας” από το μέτωπο κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών θα αποκτήσουν, απ΄ ότι φαίνεται, ισχυρό αποτύπωμα. Και μόνο ένα εξίσου ισχυρό ή και ισχυρότερο αποτύπωμα του προοδευτικού “μετώπου λογικής” μπορεί να εξισορροπήσει την κατάσταση.
Η τέταρτη διαπίστωση αφορά το ποσοστό μη συμμετοχής στις εκλογικές αναμετρήσεις (ευρωεκλογές και εθνικές εκλογές). Οι δημοσκόποι συμφωνούν πως η αποχή μπορεί να είναι η μεγαλύτερη στα μεταπολιτευτικά χρονικά και είναι άγνωστο πόσο ψηλά μπορεί να κινηθεί. Ασχέτως του ποιον ευνοεί η υψηλή αποχή μια τέτοια εξέλιξη προοιωνίζεται αρνητικές εξελίξεις για τη συλλογική συμπεριφορά.
Η πέμπτη διαπίστωση αφορά το Κίνημα Αλλαγής. Είναι προφανές πως η ενίσχυση του δικομματισμού και η πόλωση που καλλιεργείται μεταξύ της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης συνθλίβουν το κόμμα της Φώφης Γεννηματά, ιδιαίτερα επειδή αυτό δεν μπορεί να τοποθετηθεί καθαρά έναντι των δύο μεγάλων κομμάτων και έναντι της προοπτικής μετεκλογικών συμμαχιών.
Το ΚΙΝ.ΑΛ χάνει ψηφοφόρους και προς τα αριστερά του, εξαιτίας της πολεμικής ρητορικής του κατά του ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά του Αλέξη Τσίπρα, αλλά και προς τα δεξιά του καθώς η παγίωση της άποψης πως η ηγεσία του είναι φιλική -έως και ότι ταυτίζεται- με τον Κυριάκο Μητσοτάκη οδηγεί πολλούς αντι-ΣΥΡΙΖΑ ψηφοφόρους στην “αυθεντικότερη” εκδοχή της Ν.Δ.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τις τελευταίες ημέρες η κ. Γεννηματά πιέζεται τόσο από τον πρωθυπουργό και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ εξαιτίας της επιχείρησης συγκλίσεων στον χώρο της κεντροαριστεράς, όσο και από τον κ. Μητσοτάκη (η αρκετά επιθετική αναφορά του τελευταίου στην τελευταία συζήτηση στη Βουλή είναι ενδεικτική) ο οποίος λογικά επιδιώκει να καταλάβει πολιτικά “εδάφη” στον χώρο του κέντρου που αφήνει ακάλυπτα η αμηχανία και αμφισημία του πρώην ΠΑΣΟΚ.
Όλα τα παραπάνω θα συναρτηθούν σε μεγάλο βαθμό με τις εξής παραμέτρους:
1η: Ο χρόνος διεξαγωγής των εθνικών εκλογών. Σε αντίθεση με όσα πιστεύουν ορισμένοι, ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει οριστικά αποφασίσει εάν θα επιδιώξει να “μιξάρει” τα εκλογικά μηνύματα με την ταυτόχρονη διεξαγωγή όλων των αναμετρήσεων στις 26 Μαϊου και τις 2 Ιουνίου. Οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν περί τα τέλη Μαρτίου και θα εξαρτηθούν από τις αναλυτικές δημοσκοπήσεις που θα έχουν περιέλθει σε γνώση του. Πρόβλεψη ήττας του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές με διαφορά μεγαλύτερη των 5 μονάδων θα δράσει απαγορευτικά για την παράταση της κυβερνητικής θητείας μέχρι το απώτατο όριο του Οκτωβρίου. Στην αντίθετη περίπτωση η επιλογή -για πολιτικούς, οικονομικούς, συμβολικούς και άλλους λόγους- εξάντλησης της θητείας είναι αρκετά πιθανή, κάτι που είναι αλήθεια “γοητεύει” ως προοπτική τον πρωθυπουργό.
2η: Η προοπτική αυτοδυναμίας ή μη της Ν.Δ. Αυτή η παράμετρος είναι καταλυτική και συνδυάζεται με την προηγούμενη. Συνδυάζεται, ωστόσο, στην περίπτωση που η αξιωματική αντιπολίτευση πλησιάσει αλλά δεν δείχνει ικανή να κατακτήσει αυτό τον στόχο, και με την προοπτική κυβερνητικών συμμαχιών. Ένα εκλογικά απαξιωμένο ΚΙΝ.ΑΛ ως κυβερνητικός εταίρος του Κυριάκου Μητσοτάκη δημιουργεί αναμφίβολα προοπτικές μιας εξαιρετικά ασταθούς διακυβέρνησης και της απόλυτης ηγεμονίας του ΣΥΡΙΖΑ στον χώρο της κεντροαριστεράς. Το “φόβητρο” (για τη Ν.Δ) μιας νέας εκλογικής αναμέτρησης με απλή αναλογική, αλλά και οι εσωτερικές αντιθέσεις σχετικά με την προεδρική εκλογική του Μαρτίου του 2020 (ίσως και νωρίτερα), είναι δύο σημεία που δεν πρέπει να υποτιμηθούν. Ειδικά το δεύτερο μπορεί να προκαλέσει “αιματηρές” συγκρούσεις τόσο στο εσωτερικό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όσο και μεταξύ των δυνητικών κυβερνητικών εταίρων.
3η: Το εγχείρημα συγκρότησης του προοδευτικού μετώπου. Όσο κι αν ορισμένοι το υποβαθμίζουν ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται ότι επιτυγχάνει σε μεγάλο βαθμό την αναδιάταξη του πολιτικού τοπίου ως αποτέλεσμα της Συμφωνίας των Πρεσπών. Η διάλυση μικρότερων κομμάτων, η περιθωριοποίηση του ΚΙΝ.ΑΛ και η σύμπτυξη μικρότερων κομμάτων, κινήσεων και προσωπικοτήτων υπέρ μιας προοδευτικής προοπτικής δημιουργεί μία διόλου ασήμαντη εκλογική δεξαμενή για τον ΣΥΡΙΖΑ και, κυρίως, τον εγκαθιστά ως τον βασικό, ίσως και μοναδικό, “παίκτη” στις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις. Ακόμα και μια εκλογική ήττα του Τσίπρα δεν θα αναιρέσει την ηγεμονία του στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο.
Το κυβερνών κόμμα θα κατέλθει στις επόμενες εκλογικές μάχες ως μια σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτικό Μέτωπο με τη συμμετοχή προσωπικοτήτων από το ευρύτερο φάσμα του κέντρου και της κεντροαριστεράς. Ακόμα κι αν η προσθετική αξία του εγχειρήματος δεν είναι ιδιαίτερα σημαντική, εξαιτίας των γνωστών “εγωϊσμών” από τους οποίους ταλαιπωρείται αυτή η “περιοχή” του πολιτικού φάσματος, η δυναμική θα είναι σαφώς μεγαλύτερη και σε συνδυασμό με την αμηχανία και αμφισημία της ηγετικής ομάδας του ΚΙΝ.ΑΛ είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει τον ΣΥΡΙΖΑ -εάν χάσει τις εκλογές- να συγκρατήσει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό.
Όπως ευστόχως έχουν επισημάνει ορισμένοι “ο Τσίπρας ήρθε για να μείνει” και όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας του, του δίνουν τη δυνατότητα να ιχνηλατεί με άνεση την συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα ανθεκτικό κόμμα εξουσίας με χαρακτήρα παράταξης και με καλύτερα εκπαιδευμένο πολιτικό προσωπικό και, φυσικά, με σαφέστερη πολιτική ταυτότητα. Δίχως, δηλαδή, τις “εμμονές” του “μικρού ΣΥΡΙΖΑ”, και με διαυγή ευρωπαϊκή και αντι-(νεο)φιλελεύθερη αντίληψη.
4η: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει στην θαλάμη του περιστρόφου του μια και μοναδική σφαίρα. Ή θα κερδίσει τις εκλογές με αυτοδυναμία, ή με μεγάλη διαφορά που θα του δίνει προοπτική τετραετούς διακυβέρνησης.
Η Ν.Δ δείχνει να εγκλωβίζεται σε μια επικοινωνιακή τακτική “εκλογικού περιπάτου” που εφόσον δεν επιβεβαιωθεί ίσως προκαλέσει περιπέτειες. Από τον Μάϊο του 2017 και εντεύθεν υιοθετεί και προβάλλει την “λογική” κάποιων δημοσκοπήσεων που την φέρουν να προηγείται από 18 έως 12 μονάδες από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η καταστροφική προσέγγιση της οικονομίας, οι ιαχές περί 4ου μνημονίου και περιθωριοποίησης της χώρας διαψεύσθηκαν παταγωδώς.Συχνά ετεροπροσδιορίζεται και εσχάτως σύρεται αντιφατικά πίσω από τα θετικά μέτρα της κυβέρνησης μετά την έξοδο από τα μνημόνια (αναμφίβολα, βεβαίως, όχι και έξοδο από την κρίση). Μία εκλογική νίκη με μικρή διαφορά δεν θα σημάνει “στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ” και είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει εσωστρέφεια, ίσως και αμφισβήτηση των μέχρι τότε χειρισμών του ίδιου του αρχηγού της.
Η εξουσία, βεβαίως, συσπειρώνει, ωστόσο είναι σαφές πως στο εσωτερικό του κόμματος έχει συγκροτηθεί μια ιδιαίτερα συμπαγής ομάδα προβεβλημένων στελεχών που θα διεκδικήσουν όχι μόνο κυβερνητικά οφίκια αλλά και πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ιδεολογικής ταυτότητας του κόμματος.