Η προεδρική εκλογή, τον Μάρτιο (πιθανώς όμως και νωρίτερα) του 2020 δεν είναι, απλώς, μια προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα να διεμβολίσει, για ακόμα μια φορά, τη Ν.Δ, ή να αποκαλύψει τις παρασκηνιακές συγκλίσεις της ηγεσίας της με την Φώφη Γεννηματά. Είναι το password (κωδικός) που κλειδώνει ή ξεκλειδώνει τις πολιτικές εξελίξεις μετά τις επόμενες εκλογές.
Η Μαρία Σπυράκη αναγκάστηκε, σήμερα, να διαψεύσει πως υπάρχει συνεννόηση μεταξύ Ν.Δ και ΚΙΝ.ΑΛ για μια προεδρική υποψηφιότητα του Ευάγγελου Βενιζέλου. Το διατυπωθέν (δημοσιογραφικό) ερώτημα, βεβαίως, διευκόλυνε την εκπρόσωπο τύπου της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αφού κακώς θεωρήθηκε πως η αναφορά του πρωθυπουργού αφορούσε μόνο τον κ. Βενιζέλο. Είναι γνωστό πως υπάρχουν κι άλλα πρόσωπα που απασχολούν τις σχετικές συζητήσεις, όπως για παράδειγμα και εκείνο του πρώην πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου.
Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα δεδομένα που “αποκωδικοποιούν” τη συζήτηση.
Πρώτον, ότι το ΚΙΝ.ΑΛ έχει σαφώς διαμηνύσει (σχετικές δηλώσεις στελεχών του έγιναν και σήμερα, όπως του Χρήστου Πρωτόπαππα στο news24Radio) ότι δεν πρόκειται να στηρίξει μια νέα υποψηφιότητα του Προκόπη Παυλόπουλου. Το ΠΑΣΟΚ δεν ψήφισε τον νυν Πρόεδρο το 2015 και έχει επανειλημμένα τοποθετηθεί αρνητικά για την πολιτική προσωπικότητα του Προκόπη Παυλόπουλου, καθώς τον συνδέει με την “καταστροφική” περίοδο του Κώστα Καραμανλή, τις προσλήψεις στο δημόσιο και άλλα.
Δεύτερον, εάν η Ν.Δ αναδειχθεί πρώτο κόμμα στις επόμενες εκλογές αλλά χωρίς αυτοδυναμία θα χρειαστεί το ΚΙΝ.ΑΛ (εφόσον, βεβαίως, αυτό συγκεντρώσει ικανό ποσοστό και αριθμό βουλευτών) για να κυβερνήσει. Ένας από τους όρους που έχει ήδη θέσει η Φώφη Γεννηματά είναι η σύγκλιση σε μια προεδρική υποψηφιότητα που δεν θα είναι, φυσικά, ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Η αξιωματική αντιπολίτευση θα μπορούσε να υπερβεί το εμπόδιο αυτό εάν η έννοια της “μη δεσμευτικότητας” (την οποία ισχυρά υποστήριξε στη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση) της επέτρεπε να προσδιορίσει το περιεχόμενο του άρθρου 32 και να οδηγήσει τα πράγματα σε μια εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας με 151 ψήφους. Θα εξέλεγε μη συναινετικά έναν Πρόεδρο της αρεσκείας της με συμφωνία του ΚΙΝ.ΑΛ.
Τώρα, όμως, οφείλει να αναζητήσει μία υποψηφιότητα με 180 ψήφους (μετά τις τρεις ψηφοφορίες). Άρα είναι υποχρεωτική η σύμπραξη του ΚΙΝ.ΑΛ, αν και είναι πιθανώς κάτι τέτοιο να μην επαρκεί.
Τρίτον, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, παρότι υποστηρίζει πως έχει “άριστες σχέσεις” με τον Πρόεδρο -πως θα μπορούσε να πει κάτι διαφορετικό;-, δεν τον έχει ψηφίσει (μόνος από την Κ.Ο της Ν.Δ) και δεν επιθυμεί να τον ψηφίσει και το 2020. Ακόμα κι αν δεν ισχύουν οι λόγοι που είχε επικαλεστεί πριν τέσσερα χρόνια (μη επαρκή ευρωπαϊκή προσήλωση, Δεκέμβριος 2008 και προσλήψεις στο δημόσιο), είναι δύσκολο να ομολογήσει πως έκανε λάθος ή πως άλλαξαν οι συνθήκες. Είναι επίσης γνωστό και δημοσίως διατυπωμένο πως η “ομάδα Σαμαρά” θεωρεί τον Προκόπη Παυλόπουλο “κόκκινο πανί” και συνεργάτη του Αλέξη Τσίπρα. Του χρεώνουν τη στάση του σχετικά με το δημοψήφισμα του 2015 και προσφάτως τη στάση του ως προς τη Συμφωνία των Πρεσπών, αγνοώντας επιδεικτικά τις πραγματικές συνταγματικές του δυνατότητες και τον θεσμικό του ρόλο.
Ο πρόεδρος της Ν.Δ δεν επιθυμεί να στηρίξει μια νέα υποψηφιότητα του κ. Παυλόπουλου. Θα το πράξει μόνο εφόσον, έχοντας κερδίσει τις εκλογές, θέλει να αποφύγει κάποια εμπλοκή και προσφυγή σε πρόωρες εκλογές λόγω αδυναμίας της Βουλής να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Σε μια τέτοια περίπτωση θα αναγκαστεί να επικαλεστεί τη δέσμευση του Αλέξη Τσίπρα.
Μέχρι τότε, όμως, θα σιωπά σχετικά με μια δεύτερη θητεία του νυν Προέδρου. Ακόμα κι αν αυτό του κοστίζει στη σχέση του με τους “καραμανλικούς” που μονοκούκι θα ψήφιζαν υπέρ του κ. Παυλόπουλου.