Σύμφωνα με τη μελέτη του γερμανικού Κέντρου Ευρωπαϊκής Πολιτικής, Γερμανία και Ολλανδία επωφελήθηκαν πάρα πολύ από το ευρώ τα 20 χρόνια από την καθιέρωση του ενιαίου νομίσματος, ενώ η συνέχιση των κερδών για την Ελλάδα, μετά την ανατροπή του 2009 προϋποθέτει την προώθηση μεταρρυθμίσεων, κατά το παράδειγμα της Ισπανίας.
Συγκεκριμένα για την Ελλάδα σημειώνεται:
«Στην Ελλάδα, η είσοδος στην ευρωζώνη οδήγησε σε μεγάλα κέρδη μεταξύ 2001 και 2010. Αυτό άλλαξε το 2011 καθώς η φούσκα που είχε δημιουργηθεί τα προηγούμενα χρόνια, έσπασε το 2009. Έκτοτε το ευρώ έφερε ως αποτέλεσμα μία πτώση στην ευημερία. Ως αποτέλεσμα των κερδών στην ευημερία των αρχικών χρόνων, μετά την εισαγωγή του ευρώ, το συνολικό αποτέλεσμα μετά την εισαγωγή του ευρώ ήταν θετικό κατά 3 δισεκατομμύρια ευρώ, ή 190 ευρώ κατά κεφαλήν.
Για να διασφαλισθεί ότι αυτό θα συνεχίσει να είναι το αποτέλεσμα μεσοπρόθεσμα, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να προωθήσει μεταρρυθμίσεις ώστε να αυξηθεί το κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Αυτό περιλαμβάνει μέτρα για αύξηση της ανταγωνιστικότητας και βελτίωσης του επιχειρηματικού κλίματος . Το παράδειγμα της Ισπανίας δείχνει ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να ανατρέψουν την αρνητική τάση των ακόμη μεγαλύτερων απωλειών στα επίπεδα ευημερίας».
Το ευρώ, που εισήχθη το 1999, πυροδότησε πιστωτική και επενδυτική άνθηση καθώς επεξέτεινε σε όλη την περιφέρεια της ευρωζώνης τα πλεονεκτήματα από το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων της Γερμανίας, σημειώνει ακόμη η έρευνα.
Ωστόσο, τα χρέη αυτά έγιναν δύσκολα αντιμετωπίσιμα μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, με την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Κύπρο να αναγκάζονται να ζητήσουν οικονομική βοήθεια καθώς η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε και μειώθηκαν οι χρηματοδοτήσεις.
Καθ’ όλη την περίοδο από το 1999, οι Γερμανοί εκτιμάται ότι κατά μέσο έγιναν πλουσιότεροι κατά 23.000 ευρώ απ’ ό,τι θα ήταν σε διαφορετική περίπτωση και οι Ολλανδοί κατά 21.000 πλουσιότεροι. Αντίθετα, οι Ιταλοί και οι Γάλλοι έγιναν φτωχότεροι κατά 74.000 ευρώ και 56.000 ευρώ αντίστοιχα.
Η Ιρλανδία, μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ευρώπης, δεν συμπεριελήφθη στη μελέτη λόγω έλλειψης στοιχείων, σύμφωνα με τους ερευνητές. Οι συντάκτες της μελέτης Αλεσάντρο Γκασπαρότι και Ματίας Κούλας υπολόγισαν πώς θα είχε εξελιχθεί η ανάπτυξη σε οκτώ χώρες της ευρωζώνης εάν αυτές δεν είχαν υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα, συγκρίνοντας τη δική τους αναπτυξιακή πορεία με αυτή οικονομιών εκτός του ευρώ που είχαν προηγουμένως καταγράψει παρόμοιες τάσεις ανάπτυξης.
Η σύγκριση της γερμανικής οικονομίας έγινε με αυτές χωρών όπως του Μπαχρέιν, της Ιαπωνίας και της Βρετανίας, ενώ το καλάθι της Ιταλίας περιελάμβανε και το Ισραήλ. Μεταξύ των χωρών που έγινε η σύγκριση της Πορτογαλίας ήταν τα Μπαρμπέιντος και η Νέα Ζηλανδία.
Καθώς δεν μπορούσαν πλέον να αποκαταστήσουν την ανταγωνιστικότητά τους προχωρώντας σε υποτίμηση του νομίσματός τους, οι χώρες που υπέστησαν απώλειες έπρεπε να εντείνουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, κατέληξαν οι συντάκτες, επικαλούμενοι την Ισπανία ως μία χώρα που βρίσκεται σε πορεία εξάλειψης του αναπτυξιακού της ελλείμματος το οποίο δημιουργήθηκε μετά την υιοθέτηση του ευρώ.
«Από το 2011, η ένταξη στην ευρωζώνη είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί η ευημερία. Οι απώλειες έφθασαν στο αποκορύφωμά τους το 2014. Έκτοτε μειώνονται σταθερά», ανέφεραν οι συντάκτες. «Οι μεταρρυθμίσεις υλοποιήθηκαν, αποδίδουν».