Η Ελλάδα μαζί με την Ιταλία και την Κύπρο, είναι οι μοναδικές χώρες, στις οποίες παρατηρούνται «υπερβολικές ανισορροπίες» στην έκθεση του ευρωπαϊκού εξαμήνου. Παρόλο που είναι η πρώτη φορά που η χώρα συμμετέχει στην αξιολόγηση αυτή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς από το 2010, όταν θεσπίστηκε, η Ελλάδα ήταν σε καθεστώς μνημονίου, η έκθεση είναι κριτική για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
«Τα προβλήματα ευπάθειας συνδέονται με το υψηλό δημόσιο χρέος, την αρνητική εξωτερική εξισορρόπηση, το μεγάλο ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων» και όλα αυτά, όπως λέει η έκθεση, εξελίσσονται σε ένα πλαίσιο υψηλής ανεργίας και χαμηλής ανάπτυξης.
Η έκθεση αναφέρει πως παρότι η Ελλάδα κατάφερε να ολοκληρώσει με επιτυχία το πρόγραμμα υποστήριξης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας τον Αύγουστο του 2018, επιτυγχάνοντας σημαντικές βελτιώσεις τα τελευταία χρόνια, εξακολουθούν να υφίστανται μεγάλες ανισορροπίες, «συμπεριλαμβανομένης μιας βαθιά αρνητικής διεθνούς επενδυτικής θέσης, η οποία συνεχίζει να επιδεινώνεται λόγω της μέτριας αύξησης του ΑΕΠ και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο παραμένει αρνητικό».
Εχουν σημειωθεί σημαντικές βελτιώσεις στην ανταγωνιστικότητα τα προηγούμενα έτη, οι οποίες δεν έχουν πρόσφατα αυξηθεί «λόγω της υποτονικής αύξησης της παραγωγικότητας», όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά. Οσον αφορά το δημόσιο χρέος, όπως τονίζεται, ενώ αυτό παραμένει υψηλό, κατέχεται κυρίως από τους επίσημους πιστωτές και οι ανάγκες χρηματοδότησης θα είναι σχετικά χαμηλές για τουλάχιστον μια δεκαετία.
«Ο ρυθμός μείωσης του χρέους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συνεχιζόμενη επίτευξη των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων και από την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων», υπογραμμίζεται ακόμη στην έκθεση. Στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η κατάσταση είναι πιο ευάλωτη εξαιτίας ενός πολύ μεγάλου αριθμού μη εξυπηρετούμενων δανείων και χαμηλής κερδοφορίας.
Πολλά μέτρα ελήφθησαν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων χρηματοοικονομικής βοήθειας για την αντιμετώπιση πολλών από τις διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας, επισημαίνεται ακόμη. «Οι ελληνικές αρχές δεσμεύτηκαν να εξασφαλίσουν τη συνέχεια και την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες παρακολουθούνται στο πλαίσιο της ενισχυμένης επιτήρησης», προστίθεται.
Στο επίκεντρο της έκθεσης βρίσκονται οι εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα και τα κόκκινα δάνεια, όπου σημειώνεται ότι οι συζητήσεις συνεχίζονται αναφορικά με την πρόταση των ελληνικών αρχών για ένα νέο πλαίσιο προστασίας της α’ κατοικίας που θα αντικαταστήσει το νόμο Κατσέλη. «Υπάρχει μεγάλος αριθμός σχεδιαστικών και τεχνικών λεπτομερειών οι οποίες πρέπει να διευθετηθούν προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το νέο πλαίσιο είναι απολύτως προσωρινό, σωστά στοχευμένο, μπορεί να είναι λειτουργικό στο άμεσο μέλλον και βελτιώνει την κουλτούρα πληρωμών. Επιπρόσθετα το σχέδιο δράσης για τη μείωση των εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων του πλαισίου Κατσέλη έως το 2021 πρέπει να εξειδικευτεί περαιτέρω λαμβάνοντας υπόψη το νέο νομικό πλαίσιο της α’ κατοικίας και αντιμετωπίζοντας προβλήματα τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς.
Αναφορά γίνεται και στο ότι δεν έχει ολοκληρωθεί η αποεπένδυση από τις λιγνιτικές μονάδες και οι συζητήσεις συνεχίζονται προκειμένου να βρεθεί ένας αποδεκτός τρόπος σύμφωνος με τους ευρωπαϊκους κανονισμούς.
Επιπρόσθετα οι ελληνικές αρχές καλούνται να ξεκαθαρίσουν πως σκοπεύουν να διασφαλίσουν την ανταγωνιστικότητα των μισθών σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και να εδραιώσουν ένα περιβάλλον που θα είναι φιλικό προς τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα. «Η μεγάλη αύξηση του κατώτατου μισθού προκαλεί ένα βραχυπρόθεσμο θετικό αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα αλλά εγκυμονεί κινδύνους για χαμηλότερους ρυθμούς αύξησης της απασχόλησης και μια διαρκή απώλεια ανταγωνιστικότητας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Οι αρχές καλούνται να αναπτύξουν στρατηγική μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις και το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης σε τομείς κλειδιά, όπως η ενέργεια και οι αποκρατικοποιήσεις».