«Οι βασικές διαδικασίες ένταξης είναι τρεις: το ένα είναι να μάθουν ελληνικά. Τα παιδιά στο σχολείο μαθαίνουν ελληνικά και αγγλικά. Έχουμε 12.500 παιδιά στα σχολεία σήμερα. Το δεύτερο είναι να εκπαιδευτούν ή να αναγνωρίσουμε τις εργασιακές ικανότητες που ήδη έχουν. Το τρίτο είναι να βρούμε δρόμους προς την αγορά εργασίας».
Ο Υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, Δημήτρης Βίτσας, παραχώρησε συνέντευξη στην δεξαμενή σκέψης «Vocal Europe» που εδρεύει στις Βρυξέλλες.
Το σύνολο της συνέντευξης βρίσκεται στον παρακάτω σύνδεσμο: https://www.vocaleurope.eu/monday-talk-with-dimitris-vitsas-greek-minister-for-migration-policy/
Παραθέτουμε εκτεταμένα αποσπάσματα από την συνέντευξη:
Σε ερώτηση σχετικά με την κατάσταση στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης στην Ελλάδα, ο ΥΜΕΠΟ ανέφερε:
«Το πιο σημαντικό είναι ότι θα πρέπει να υπάρξει ένα πρόγραμμα μετεγκατάστασης στη βάση της συνευθύνης και της αλληλεγγύης των ευρωπαϊκών κρατών. Κάτι που δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή. Έτσι, η Ελλάδα καταγράφεται πρώτη σε σχέση με τον πληθυσμό της ως προς τις αιτήσεις ασύλου και μόλις τρίτη σε απόλυτους αριθμούς, δηλαδή μετά από τη Γερμανία και τη Γαλλία, πολύ μεγαλύτερες χώρες.
Το δεύτερο που πρέπει να γίνει είναι να σταματήσουν οι ροές, γιατί έχουμε καθημερινά ροές. Όχι υψηλές, αλλά όσοι έρχονται, προστίθενται στους υπάρχοντες.
Το τρίτο είναι να ευοδωθεί η προσπάθεια που κάνουμε, η οποία πέτυχε στα τέσσερα από τα πέντε νησιά, δηλαδή στη Λέσβο, στη Χίο, στην Κω και στη Λέρο, αλλά δεν έχει πετύχει ακόμη στη Σάμο. Στη Σάμο, η κατάσταση είναι οριακή και προσπαθούμε ενισχύοντας το ιατρικό προσωπικό και τις υπηρεσίες ασύλου, ώστε να πάρουμε από τα νησιά και ειδικότερα από τη Σάμο, μέσα στο Μάρτιο, 3.000 ανθρώπους που είτε έχουν χαρακτηριστεί ως ευάλωτοι, είτε λαμβάνουν άσυλο.»
Σχετικά με την εφαρμογή της Δήλωσης ΕΕ – Τουρκίας, αλλά και για την πιθανότητα αναθεώρησης του κανονισμού «Δουβλίνο» πριν τις ευρωεκλογές του Μαΐου, ο Δ. Βίτσας σημείωσε:
«Χρειάζεται η Τουρκία να δώσει τις εγγυήσεις που έδωσε για τους Σύριους πολίτες και σε πολίτες που προέρχονται από άλλες χώρες.
Το δεύτερο ζήτημα είναι ότι με βάση τη Συνθήκη της Γενεύης υπάρχει μια διαδικασία που επιβάλλει να εξετάζεται ατομικά το κάθε αίτημα ασύλου. Από αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω.
Το τρίτο ζήτημα είναι η αναθεώρηση του «Δουβλίνου». Αυτή τη στιγμή κάποιες λίγες χώρες εμποδίζουν από το υπάρξει το «Δουβλίνο IV». Η Ελλάδα έχει συμβάλει πολύ στο να βρεθεί μια κοινή λύση. Ενώ οι θέσεις της Ελλάδας είναι ίδιες με τις θέσεις του Ευρωκοινοβουλίου, εμείς συμβιβαστήκαμε στο να θεωρηθεί η πρόταση της βουλγαρικής Προεδρίας ως μια βάση έναρξης των τριλόγων ανάμεσα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ώστε να βρεθεί λύση. Μια λύση στο «Δουβλίνο IV» θα μπορούσε να δημιουργήσει κατάσταση συνευθύνης και αλληλεγγύης ανάμεσα σε όλη την Ευρώπη. Η δική μας η πρόταση πάει λίγο παραπέρα, γιατί δεν νομίζω ότι μέχρι τις Ευρωεκλογές θα έχουμε ένα «Δουβλίνο IV», παρά τις προσπάθειές μας. Εμείς προτείνουμε έναν μεταβατικό μηχανισμό ανάμεσα στις χώρες που θα ήθελαν να συμμετάσχουν σε έναν τέτοιο διαμοιρασμό της ευθύνης. Νομίζουμε ότι μπορεί να είναι μια πολύ καλή αρχή, αν μαζί με αυτό, σε μια επόμενη περίοδο, προβλέψουμε και ποινές (penalties) για εκείνες τις χώρες που δεν θα συμμετάσχουν. Οι ροές προς την Ευρώπη έχουν πέσει κατά 97%, κι όμως το μεταναστευτικό γίνεται κεντρικό θέμα. Είναι άλλο αυτό που συνέβη το 2015, όταν πάνω από 1,5 εκατ. άνθρωποι ήρθαν προς την Ευρώπη και άλλο το 2018 που ήρθαν περίπου 100.000, εκ των οποίων οι 46.000 στην Ελλάδα. Το μεταναστευτικό – προσφυγικό είναι ένα ζήτημα που με ανθρωπιά πρέπει να το διαχειριστούμε.»
Σχετικά με τις διαδικασίες εξέτασης ασύλου και τους χρόνους που απαιτούνται, ο Υπουργός δήλωσε:
«Σε όλες τις προσομοιώσεις που έχουμε κάνει η Ελλάδα πρέπει να εξετάζει περίπου 20.000 αιτήματα ασύλου το χρόνο. Πέρυσι εξετάσαμε 69.000. Άρα, κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν έχουμε κάνει τη μεγαλύτερη προσπάθεια που μπορεί να γίνει. Η απάντησή μου στην σχετική κριτική είναι: ελάτε να συγκρίνουμε τα συστήματα υποδοχής, περίθαλψης των προσφύγων και των μεταναστών στην Ελλάδα με οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης. Εμείς λέμε καθαρά όλη την αλήθεια.
Η οικονομική βοήθεια που έχουμε από την Ε.Ε. είναι επαρκής. Το πρόβλημα είναι ότι συνεχώς προστίθενται και νέοι πληθυσμοί. Συνεχώς εντείνουμε και αυξάνουμε τις προσπάθειές μας. Πριν το 2015, στην Ελλάδα υπήρχε μια πολύ μικρή υπηρεσία, η οποία ασχολούνταν με το μεταναστευτικό. Τώρα, υπάρχει Υπουργείο, έχουν φτιαχτεί 20 επιτροπές για τις προσφυγές, δηλαδή αναπτύσσουμε συνέχεια αυτό το σύστημα.
Για την αύξηση των ροών στον Έβρο, ειδικά από τούρκους πολίτες, ο ΥΜΕΠΟ απάντησε:
«Κανένας μετανάστης που φθάνει στην Ελλάδα δεν έρχεται για να μείνει στην Ελλάδα. Θέλει κυρίως να πάει σε άλλες χώρες της Βόρειας Ευρώπης. Περίπου 75.000 από το 2015 βρίσκονται σήμερα στη χώρα μας. Το 2018 είχαμε αύξηση αφίξεων 284% στα χερσαία μας σύνορα. Αυτή η αύξηση δεν οφείλεται όμως μόνο σε τούρκους υπηκόους. Οφείλεται κατά κύριο λόγο σε Αφγανούς. Βεβαίως, υπάρχουν και κάποιοι Τούρκοι. Διογκώνουμε ένα θέμα, το οποίο δεν είναι τόσο μεγάλο. Εμείς, πριν περάσει κάποιος στην χώρα, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν είναι Τούρκος, αν είναι Πακιστανός ή Αφγανός ή από άλλη χώρα. Αφού καταθέσει το αίτημα ασύλου, οφείλουμε να το εξετάσουμε. Για αυτό λέω ότι αν υπήρχε ένας διαμοιρασμός, θα λυνόταν το ζήτημα. Έτσι, θα έπεφτε και η ένταση με την Τουρκία. Εγώ προσπαθώ, όπως και άλλοι στην Κυβέρνηση, να διατηρούμε καλές σχέσεις, γιατί υποστηρίζουμε την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, με τις αλλαγές βέβαια που πρέπει να κάνει και η ίδια η Τουρκία.»
Σχετικά με την ένταξη προσφύγων και μεταναστών στο κοινωνικό σύνολο, ο Δ. Βίτσας ανέφερε:
«Η Εθνική Στρατηγική είναι το γενικό πλαίσιο για το πως θα προχωρήσουμε στην ένταξη αυτών των ανθρώπων στην ελληνική κοινωνία και οικονομία. Κάτι που δεν είναι εύκολο σε μια χώρα που έχει 18% ανεργία. Σχεδιάζουμε στα επόμενα δύο χρόνια 20.000 άνθρωποι να έχουν ενταχθεί στην κοινωνία. Οι βασικές διαδικασίες ένταξης είναι τρεις: το ένα είναι να μάθουν ελληνικά. Τα παιδιά στο σχολείο μαθαίνουν ελληνικά και αγγλικά. Έχουμε 12.500 παιδιά στα σχολεία σήμερα. Το δεύτερο είναι να εκπαιδευτούν ή να αναγνωρίσουμε τις εργασιακές ικανότητες που ήδη έχουν. Το τρίτο είναι να βρούμε δρόμους προς την αγορά εργασίας. Ήδη ξεκινάμε δύο προγράμματα. Το ένα πρόγραμμα, με το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, αφορά την αγροτική οικονομία και αφορά 2.000 ανθρώπους που θα εκπαιδευτούν και θα μπορούν να δουλέψουν στην αγροτική οικονομία. Το άλλο πρόγραμμα, σε συνεργασία με το Υπουργείο Εργασίας, αφορά σε 3.000 ανθρώπους που θα ασχοληθούν με τον τομέα του τουρισμού. Τα πιλοτικά προγράμματα ένταξης που κάναμε στη Θήβα και τη Λιβαδειά πήγαν περίφημα.
ΠΗΓΗ: left.gr