Η Μάγδα Φύσσα δεν είναι μόνο η μητέρα ενός νέου ανθρώπου που δολοφονήθηκε στυγνά και σχεδιασμένα από έναν νεοναζί πυρηνάρχη μιας εγκληματικής οργάνωσης. Δεν είναι μόνο η βουή που αφήνουν πίσω τους το κλάμα και ο πόνος. Είναι η απάντηση στο ερώτημα “μέχρι που φτάνει η ανοχή;“. Είναι το ίδιο το ερώτημα. Και αυτό το ερώτημα απευθύνεται σε ολόκληρη την κοινωνία μας και προσπαθεί να σπάσει τη σιωπή και την συγκατάβαση. Και, ακόμα, την ψευδαίσθηση ορισμένων ότι οι δολοφόνοι μπορεί να βρουν έστω και ένα ψήγμα δικαιολογίας στην “αντισυμβατικότητα” , και να εκπροσωπήσουν την αμφισβήτηση της ατελούς Δημοκρατίας μας.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
«Εγώ τον Παύλο θέλω. Δεν θα ήθελα να είχε γίνει αυτό. Όμως από τη στιγμή που αφαίρεσαν έτσι εύκολα μια ζωή, θα ήθελα να τιμωρηθούν με την εσχάτη των ποινών. Θα ήθελα να μείνει μέσα και να μην ξαναδεί ποτέ το φως του ήλιου», είπε αυτή η γυναίκα στην εκπομπή του Πάνου Χαρίτου στην ΕΡΤ1. Προφανώς αυτό θα το κρίνει το δικαστήριο.
‘Ομως, με αφορμή τον σπαραγμό της Μάγδας Φύσσα, πρέπει κανείς να ιχνηλατήσει όσα δεν θυμόμαστε ή όσα δεν θελήσαμε να μάθουμε.
Στις εκλογές του Μαϊου του 2012 η Χρυσή Αυγή (του δολοφόνου Γιώργου Ρουπακιά) συγκέντρωσε 440.894 ψήφους και ποσοστό 6,97% (21 έδρες). Ένα μήνα αργότερα 425.990 πολίτες ψήφισαν ξανά τους νεοναζί.
‘Εσπευσαν κάποιοι να “ερμηνεύσουν” το φαινόμενο και αναζήτησαν απαντήσεις στις συγκεντρώσεις των αγανακτισμένων. Βολική ερμηνεία με προφανή σκοπό να ταυτίσει το σύνολο της λαϊκής αντίδρασης στα μνημόνια και τις πολιτικές λιτότητας με την Χρυσή Αυγή, και κατ’ επέκταση την τελευταία με την αναδιαμόρφωση των γενικότερων πολιτικών συσχετισμών.
Στις 18 Σεπτεμβρίου του 2013 ο πυρηνάρχης Ρουπακιάς δολοφονεί τον Παύλο Φύσσα στο Κερατσίνι και, υπό την πίεση των συγκλονιστικών γεγονότων και της αντιπολίτευσης, ο Νίκος Δένδιας και η ηγεσία της Δικαιοσύνης ξεκινούν την μεγάλη έρευνα για το έρεβος της εγκληματικής οργάνωσης. Την ίδια περίοδο έρχονται στο φως κι άλλες δολοφονίες (μεταναστών) αλλά και ένας ποταμός ποινικών αδικημάτων από τα τάγματα εφόδου της οργάνωσης. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, πολιτικό σύστημα και ελληνική κοινωνία δεν δικαιούνται να δηλώνουν ότι “δεν γνώριζαν”.
Έκτοτε ουδείς –αφελής, ανόητος ή καταχθόνιος– μπορεί να αναζητά την εκδοχή μιας “σοβαρής Χρυσής Αυγής”, ουδείς μπορεί να συνομιλεί χαλαρά με τους εκπροσώπους του πολιτικού βραχίονα της οργάνωσης στις τηλεοπτικές εκπομπές και να τους αντιμετωπίζει ως “εξωτικό φρούτο” που …πρέπει να ανακαλύψουμε, ουδείς δικαιούται να “ξεχνά” τις σβάστικες, τα οπλοστάσια, τους ύμνους στον Χίτλερ, την δαιδαλώδη και ετοιμοπόλεμη συγκρότηση του κόμματος.
Στις 18 Σεπτεμβρίου του 2013 η ελληνική κοινωνία θα έπρεπε να αφυπνιστεί και να δει το πρόσωπό της στον καθρέφτη της βίας των δολοφόνων και εκείνων που είτε τους υπέθαλψαν, είτε -στην καλύτερη περίπτωση- προσπάθησαν πολύ καιρό μετά, για να γλυτώσουν τα χειρότερα στη δίκη, να αναλάβουν υποκριτικά την πολιτική ευθύνη.
Αντ’ αυτού, τον Ιανουάριο του 2015 388.387 συμπολίτες μας (ξανα)ψήφισαν την Χρυσή Αυγή (17 έδρες) και λίγους μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, 379.581 ψηφοφόροι (18 έδρες) επέμειναν στην επιλογή τους. Συνοπτικά, η Χρυσή Αυγή εμφανίστηκε (όχι, φυσικά, από το πουθενά…) στον κοινοβουλευτισμό, το 2012, με ποσοστό 6,97% και έκτοτε το διατηρεί σχεδόν ακλόνητο, αφού στις προηγούμενες εκλογές συγκέντρωσε 6,99%.
Λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές προσθήκες νέων ψηφοφόρων και τις πιθανές αποχωρήσεις κάποιων, θα έλεγε κανείς ότι μια μερίδα του εκλογικού σώματος παραμένει en block “μαγεμένη” από το νεοναζιστικό μόρφωμα παρά τις τρομακτικές αποκαλύψεις των δολοφονιών, των επιδρομών σε μετανάστες και, ακόμα, της ίδιας της ιδεολογίας του.
Μια αρκετά διαδεδομένη άποψη που διακινείται από εκπροσώπους της εγχώριας “ούλτρα” δεξιάς αναφέρει πως “δεν πρέπει να χαρίζουμε στην Χρυσή Αυγή τους περίπου 400.000 ψηφοφόρους της”. Είναι τα ίδια πρόσωπα που διολισθαίνουν ενίοτε σε ρητορική που προσομοιάζει με το ιδεολογικό εγχειρίδιο της εγκληματικής οργάνωσης για να “αλιεύσουν” ψηφοφόρους της και να διευρύνουν την επιρροή τους. Είναι οι ίδιοι που χειροκροτούν τα αντικομμουνιστικά ή αντιαριστερά κηρύγματα που ακούγονται σε συγκεντρώσεις ψηφοφόρων κομμάτων του δημοκρατικού τόξου.
“Κερδίζεται” αυτός ο κόσμος που ψήφισε και ψηφίζει την Χρυσή Αυγή; Μπορούν όλοι αυτοί οι συμπολίτες μας να θεωρούνται “παραπλανημένοι” από τον δήθεν αντισυμβατικό λόγο και την απαρέσκειά τους για ένα απαξιωμένο και εν μέρει διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα;
Η απάντηση είναι εξαιρετικά δύσκολη. Η τελευταία, ίσως, ευκαιρία ανάκτησης θα ήταν η ολοκλήρωση της δίκης της Χρυσής Αυγής. Όμως, πιστεύει πραγματικά κανείς ότι, μετά όσα έχουν συμβεί και έχουν αποκαλυφθεί, θα μεταπεισθούν πολλοί από αυτούς τους ψηφοφόρους μετά από μία καταδίκη των υπευθύνων;
Μάλλον ήρθε η ώρα να συνειδητοποιήσουμε πως όσοι σε τέσσερις συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις έχουν επιλέξει τους νεοναζί,και θα επιμείνουν σε αυτή την ψήφο και στις επόμενες εκλογές, είναι ένα τμήμα της κοινωνίας μας που έχει παραδοθεί στον φανερό φασισμό. Και πως θα εξακολουθήσει να υπάρχει, όπως συμβαίνει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και όπως θα υπάρχει και ένας επιπλέον αριθμός συμπολιτών μας που δυνητικά θα μπορούσαν να είναι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής αλλά, προσώρας, καλύπτονται από μικρά και μάλλον αδύναμα πολιτικά αναχώματα τα οποία μοιάζουν σε αρκετά σημεία με το μόρφωμα. Ως εκ τούτου, ο αριθμός είναι σημαντικά μεγαλύτερος.
Στο πλαίσιο αυτό οι επόμενες εκλογές είναι εξαιρετικά κρίσιμες και οι δημοσκοπήσεις προεξοφλούν ότι η επιρροή της Χρυσής Αυγής θα διευρυνθεί. Ακόμα περισσότεροι θα την ψηφίσουν και αρκετοί που δεν θα φτάσουν μέχρι το ακραίο σημείο του πολιτικού φάσματος θα έχουν επιλέξει μικρούς “σωσίες”.
Το ζητούμενο είναι πως απαντά το πολιτικό σύστημα σε όλα αυτά. Και επ΄ αυτού πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Εάν οι νεοναζί μας προκαλούν τρόμο, η αβελτηρία των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων να σταθεί απέναντι στο φαινόμενο μας προκαλεί αγανάκτηση.
Η “ευθυγράμμιση των πλανητών” ευνοεί, δυστυχώς, την ακροδεξιά. Το διαπιστώνουμε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Δημοσιονομική ασφυξία, λιτότητα, εργασιακή ανασφάλεια, η νίκη του οικονομικού επί της δημοκρατίας, το προσφυγικό, ο σωβινισμός, η κατάρρευση του κοινωνικού κράτους και η πολιτική διαφθορά είναι οι βασικές αιτίες που εκμεταλλεύονται η Λεπέν, ο Σαλβίνι, ο Όρμπαν, το Vox και πολλοί άλλοι.
Γι αυτό και κάθε ψηφοφόρος στις ευρωεκλογές και τις εθνικές εκλογές πρέπει να έχει κατά νου του όλα αυτά. Εάν υποκινείται από την ανάγκη του να “τιμωρήσει”, ας το πράξει. Αλλά ας υπολογίσει δυο φορές μήπως η “τιμωρία” αποτελεί άμεσα ή έμμεσα και “επιβράβευση” εκείνων που επιχειρούν αργά και υπονομευτικά να καταργήσουν την ίδια την Δημοκρατία. Είτε είναι νεοναζί, είτε ανήκουν σε μια “μουλωχτή” ακροδεξιά που ενδύεται τον μανδύα του εθνικισμού και της αντισυστημικότητας.
Εν κατακλείδι, πρέπει να κρατήσουμε όλοι στο μυαλό και την καρδιά τα λόγια της Μάγδας Φύσσα: «Δεν είναι εύκολο να έχεις απέναντί σου αυτούς που σκότωσαν το παιδί σου. Γιατί δεν είναι ένας, είναι πολλοί. Είναι κι αυτοί που τον ώθησαν.Είναι κτήνη, δεν γίνεται να μην τους χαρακτηρίσω, για μένα αυτά είναι τα αποβράσματα της κοινωνίας, έτσι θα τα λέω κι έτσι θα τα λέω πάντα»