Είναι αλήθεια ότι οι φετινές ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου είναι οι πιο κρίσιμες για το μέλλον της ΕΕ, και μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι εξαιρετικά σημαντικές και για τη χώρα μας. Το μεγάλο διακύβευμα αυτών των ευρωεκλογών είναι εάν θα συνεχίσουμε στο σκοτεινό μονοπάτι της λιτότητας, της αναιμικής ανάπτυξης, της αποδυνάμωσης της κοινωνικής δικαιοσύνης, των δικαιωμάτων και της περιφερειακής συνοχής, ή αντίθετα θα προχωρήσουμε στη στήριξη εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που έχουν ως κυρίαρχη πολιτική πρόταση τη βιώσιμη ανάπτυξη, ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος, με ασφάλεια και αποτελεσματικές πολιτικές απασχόλησης.
του ΔΗΜΗΤΡΗ ΡΑΠΙΔΗ
Οι συνέπειες της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 είναι ακόμη ορατές για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία στα περισσότερα από τα κράτη-μέλη, διαμορφώνοντας έτσι ένα ενιαίο, ισχυρό αφήγημα για τις προοδευτικές δυνάμεις που επιδιώκουν να ενισχύσουν την παρουσία τους στην επόμενη Ευρωβουλή, και να ανατρέψουν τους ισχύοντες πολιτικούς συσχετισμούς σε Κομισιόν και Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Αξιολογώντας τις βασικές συνέπειες των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, έτσι όπως αποτυπώνονται σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, μπορούμε να πούμε ότι αφορούν σε τρία διαφορετικά επίπεδα: Το πρώτο είναι ο περιορισμός των επενδύσεων και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της καταναλωτικής δύναμης, την εργασιακή ανασφάλεια ή ακόμα και την εργασιακή φτώχεια, έννοια που θα μας απασχολήσει έντονα το επόμενο διάστημα. Το δεύτερο είναι η εντατικοποίηση των ταξικών ανακατατάξεων, η διεύρυνση δηλαδή των κοινωνικών και εισοδηματικών ανισοτήτων, η συμπίεση της μεσαίας τάξης, και η αύξηση του χάσματος μεταξύ φτωχών και πλουσίων. Το τρίτο επίπεδο αφορά στην αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους, στην περιθωριοποίηση των πιο αδύναμων κοινωνικά και εισοδηματικά στρωμάτων και στην προώθηση μηχανισμών, όπως τα μνημόνια και η αυστηρή δημοσιονομική επιτήρηση, που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη μεταφορά του ανεξέλεγκτου ιδιωτικού χρέος στις πλάτες των φορολογούμενων, μετατρέποντάς το σε δημόσιο χρέος.
Οι παραπάνω πολιτικές προωθήθηκαν μεθοδικά τόσο από την ευρωπαϊκή Χριστιανοδημοκρατία, όσο και από την ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Το αποτέλεσμα σήμερα είναι ότι η μεν Χριστιανοδημοκρατία έχει υιοθετήσει μια άκρως λαϊκιστική και σκληρά νεοφιλελεύθερη προσέγγιση, ενσωματώνοντας παράλληλα στοιχεία ή και πολιτικές της ακροδεξιάς, ενώ από την άλλη η Σοσιαλδημοκρατία γνώρισε μια σειρά από βαριές εκλογικές ήττες στα περισσότερα κράτη-μέλη.
Τα τελευταία δύο χρόνια η Σοσιαλδημοκρατία επιχειρεί μια επανεκκίνηση, με στόχο την επιστροφή στις ιδεολογικές της αναφορές. Εγχείρημα δύσκολο, καθώς ένα μεγάλο τμήμα του ευρωπαϊκού εκλογικού σώματος είναι άκρως επιφυλακτικό προς τις προθέσεις των σοσιαλιστικών κομμάτων, με «φωτεινές εξαιρέσεις» το παράδειγμα του Αντόνιο Κόστα στην Πορτογαλία και του Πέδρο Σάντσεθ στην Ισπανία.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος της Αριστεράς δεν ήταν πάντοτε απόλυτα ορατός και ξεκάθαρος. Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση Τσίπρα επιχείρησε να διαμορφώσει ένα ισχυρό μέτωπο απέναντι στη λιτότητα, προχωρώντας με μεγάλες δυσκολίες σε ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, σε χρηστή και – στο μέτρο του εφικτού – φιλοκοινωνική διαχείριση στα οικονομικά, επιλογή τελικά που οδήγησε στην έξοδο από το μνημόνιο, στη σταθεροποίηση της οικονομίας και στη διαμόρφωση μιας αναπτυξιακής προοπτικής για τη χώρα. Ωστόσο σε άλλες περιπτώσεις, όπως στη Γαλλία ή στη Γερμανία, η Αριστερά δεν κατάφερε να αναδείξει μεθοδικά τις προτάσεις της, παραμένοντας παρατηρητής των εξελίξεων. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, η ελληνική περίπτωση με το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί μόνο οδηγό για θετικές εξελίξεις στον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, αλλά θέτει τις βάσεις για αμφίπλευρη διεύρυνση, με ευρύτερες συμμαχίες με τμήματα της κεντροαριστεράς, αλλά και με επανασυσπείρωση των κοινωνικών δυνάμεων που έδωσαν στο ΣΥΡΙΖΑ τις δύο εκλογικές νίκες το 2015.
Κατά συνέπεια, έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί οι σημερινοί πολιτικοί συσχετισμοί, βρισκόμαστε ενώπιον δύο μεγάλων πολιτικών πόλων, με δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προτάσεις.
Η μία πρόταση, των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων, θέτει ως κεντρικό στόχο την προώθηση των απαραίτητων θεσμικών μεταρρυθμίσεων στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, την προώθηση φιλοαναπτυξιακών οικονομικών πολιτικών, και την ενδυνάμωση όλων των πτυχών της κοινωνικής συνοχής και του κοινωνικού κράτους ευρύτερα. Η άλλη πρόταση, των συντηρητικών και ακραία νεοφιλεύθερων δυνάμεων, επαναφέρει με κάποιες διακοσμητικές αλλαγές όλες αυτές τις πολιτικές που οδήγησαν την ΕΕ στη στασιμότητα, στα αδιέξοδα, στην οικονομική και θεσμική κρίση. Οι δυνάμεις αυτές, για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους, έχουν αναπτύξει δίαυλους επικοινωνίας με την ακροδεξιά, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στην Αυστρία για παράδειγμα, συγκυβερνούν ήδη με ακροδεξιά κόμματα.
Το ζητούμενο είναι οι πολίτες να αντιληφθούν ότι δεν υπάρχει «χαλαρή ψήφος» σε αυτές τις εκλογές, και πως από την επιλογή τους θα κριθεί άμεσα το μέλλον όλων μας. Ιστορική ευθύνη της Αριστεράς και των προοδευτικών δυνάμεων είναι να αποτρέψουν την οπισθοδρόμηση και τη στασιμότητα, να εμπνεύσουν τους πολίτες με ένα συγκεκριμένο όραμα που να ακουμπά οριζόντια όλες τις ηλικιακές κατηγορίες και τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.
Σε αυτή την κρίσιμη πολιτικά συγκυρία ενόψει των ευρωεκλογών, απαιτείται η αναζήτηση μιας ισορροπίας μεταξύ ενός οράματος και μιας πραγματιστικής και ρεαλιστικής προσέγγισης, χωρίς μαξιμαλισμούς και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις. Η στρατηγική αυτή μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα, να οδηγήσει σε εκλογική συσπείρωση, και τελικά να ανασυντάξει τους πολιτικούς συσχετισμούς στην Ευρώπη προς όφελος των προοδευτικών δυνάμεων.
*Ο Δημήτρης Ραπίδης είναι πολιτικός επιστήμονας και επικοινωνιολόγος, συντονιστής του Ευρωπαϊκού Προοδευτικού Φόρουμ.