Ελάχιστα, πλην όμως ουσιώδη, ως πρώτο βήμα, δικαιώματα θα έχουν πλέον και βάσει ευρωπαϊκής νομοθεσίας, που ψηφίσθηκε στις 16 Απριλίου από το Ευρωκοινοβούλιο, οι εργαζόμενοι της gig economy με συνθήκες ελαστικής, ή περιστασιακής εργασίας, όπως οι διανομείς στην εστίαση ή οι οδηγοί της Uber, που έως σήμερα θεωρούντο από τους εργοδότες τους και τις οικονομικές αρχές ως «ελεύθεροι επαγγελματίες».
Και συνεπώς δεν χαίρουν κανενός κοινωνικού δικαιώματος, καθώς δεν θεωρούνται μισθωτοί: μία προσέγγιση που σε όρους της αγοράς εργασίας ονομάζεται «ελαστικότητα», αλλά στην πράξη για πολλούς εργαζόμενους στον τομέα αυτό είναι συνώνυμη με την «εκμετάλλευση». Η νέα νομοθεσία καθορίζει ένα πλέγμα ελάχιστων δικαιωμάτων για όσους έχουν συμβόλαιο ή μία εργασιακή σχέση, με βάση τον κανονισμό ή τα καθιερωμένα πρότυπα της προσωπικής σύμβασης εργασίας.
Τα κράτη μέλη θα έχουν μία τριετή περίοδο για να κυρώσουν και να εφαρμόσουν τη νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία. Οι νέοι κανονισμοί ισχύουν για όσους εργάζονται από τουλάχιστον τρεις ώρες την εβδομάδα, ή 12 ώρες σε τέσσερις εβδομάδες, περιλαμβανομένων και των περιστασιακά εργαζόμενων, ή εκείνων που πληρώνονται μέσω επιδοτούμενης εργασίας, ή σε κάποια πλατφόρμα, οι ασκούμενοι (stage), ή οι ανά περίσταση εργαζόμενοι, που περιμένουν εάν θα τους καλέσει κάποιος για μεροκάματο. Φυσικά από την ευρωπαϊκή οδηγία εξαιρούνται οι πραγματικοί ελεύθεροι επαγγελματίες.
Το Ευρωκοινοβούλιο, όπως συμφωνήθηκε με την εκτελεστική εξουσία των Βρυξελλών, πρώτα απ’ όλα καθορίζει κι επιτάσσει μία γενική αρχή διαφάνειας: από την πρώτη ημέρα της εργασίας, ή το αργότερο επτά ημέρες μετά την έναρξη της απασχόλησής του για ορισμένες εξαιρέσεις, ο κάθε εργαζόμενος θα πρέπει να έχει πληροφορηθεί τα βασικά χαρακτηριστικά της εργασίας του. Ακριβή ημερομηνία έναρξης, περιγραφή των καθηκόντων του, ύψος της αμοιβής, διάρκεια της σύμβασής του και της εργασιακής ημέρας, ακόμη και τις ημέρες της διαθεσιμότητας που μπορεί να του ζητήσουν.
Πιο εξειδικευμένα, οι εργαζόμενοι βάσει της γενικής αυτής αρχής θα έχουν δια νόμου τη δυνατότητα να αρνηθούν, χωρίς τιμωρίες και άλλες αρνητικές επιπτώσεις, μία ανάθεση εκτός του συμφωνημένου ωραρίου και μπορεί να ζητήσει μία αποζημίωση εάν αυτή η επιπλέον ανάθεση συνεχίζεται για καιρό.
Επιπλέον, ο εργοδότης δεν θα μπορεί να εμποδίζει τους εργαζόμενους να εργάζονται και σε άλλες επιχειρήσεις, εάν αυτό γίνεται εκτός του συμπεφωνημένου ωραρίου μεταξύ τους, και είναι υποχρεωμένοι να τους εγγυώνται μία περίοδο κατάρτισης, υποχρεωτικής και χωρίς πληρωμή.
Ο χρόνος δοκιμής ενός εργαζομένου δεν θα μπορεί να ξεπερνά το εξάμηνο, ή θα πρέπει να έχει μία κατ’ αναλογία διάρκεια εάν πρόκειται για εργαζόμενο με σύμβαση έργου συγκεκριμένης διάρκειας. Σε περίπτωση ανανέωσης της σύμβασης για την ίδια εργασία, δεν θα προβλέπεται μία περίοδος δοκιμής.
«Όλοι οι εργαζόμενοι, οι οποίοι έως σήμερα βρίσκονταν στο πουθενά, θα χαίρουν πλέον μίας ελάχιστης εγγυημένης βάσης δικαιωμάτων, χάρις στις οδηγίες και στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Τώρα πλέον καμία επιχείρηση δεν θα μπορεί να εκμεταλλευθεί την ελαστικότητα στην αγορά της εργασίας», σχολίασε ο Ενρίκε Καλβέτ Τσαμπόν, Ισπανός ευρωβουλευτής της ομάδας των φιλελευθέρων Alde και εισηγητής της νομοθεσίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΕ, στους άνω των 200 εκατ. εργαζομένων στην Ένωση, τρία εκατ. απασχολούνται με σχέσεις «νέου τύπου ή άτυπης» μορφής εργασία, που αφορά εργαζομένους σε ταχυφαγεία, ή σε κέντρα επιμελητείας με συμβάσεις 0 ωρών, ή απασχολούμενων με προγράμματα επιδοτούμενης εργασίας (voucher), ή εργαζομένους σε πλατφόρμες, όπως οι οδηγοί Uber, ή οι διανομείς φαγητού.
Πολλοί εξ αυτών μάλιστα, πέρα από τις λιγοστές αυτές ώρες της ευέλικτης απασχόλησής τους, δεν έχουν άλλη εργασία. Δηλαδή σε έναν γαλαξία «μη κανονικών» επαγγελμάτων, που όλο και διευρύνονται δεδομένης της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου, εξαιτίας της ψηφιοποίησης και των νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, που επιζητούν νέες και πιο ελαστικές τυπολογίες συμβάσεων εργασίας.
Ωστόσο, και η ελαστικότητα θα πρέπει να συνδυάζεται με ένα ελάχιστο επίπεδο προστασίας των εργαζομένων. Και για πρώτη φορά μετά 20 από την τελευταία επικαιροποίηση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας βάσει της αλλαγής του μοντέλου εργασίας, η ΕΕ σκοπεύει πλέον να ρυθμίσει τούτη την αναγκαιότητα.