Γενναία «κουρέματα» οφειλών στους οφειλέτες δανείων σε ελβετικό φράγκο υπόσχονται οι τράπεζες, μετά την πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου που απέρριψε προσφυγή δανειολήπτριας. Η απόφαση 4/2019 του ανωτάτου δικαστηρίου διαψεύδει τις προσδοκίες 70.000 δανειοληπτών για ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους τους, καθώς ορίζει ότι η αποπληρωμή δανείων σε ελβετικό φράγκο με βάση την τρέχουσα ισοτιμία δεν υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας και ως εκ τούτου οι δανειολήπτες δεν έχουν δικαίωμα να ζητήσουν τον επανακαθορισμό των δόσεών τους στην αρχική ισοτιμία ελβετικού φράγκου και ευρώ.
Η απόφαση είναι καθοριστική, κυρίως γιατί αποσαφηνίζει ότι ο όρος που περιλαμβάνεται στις συμβάσεις δανείων σε ελβετικό νόμισμα, για πληρωμή της δόσης με βάση την τρέχουσα ισοτιμία του νομίσματος κατά τον χρόνο αποπληρωμής, επαναλαμβάνει διάταξη του αστικού κώδικα και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ελεγχθεί ως προς τη νομιμότητά του.
Νομικοί κύκλοι πάντως τηρούν στάση αναμονής ενόψει της συλλογικής αγωγής, που έχει προσδιοριστεί για τις 20 Μαΐου, θεωρώντας ότι το αποτέλεσμα που παράγει η συγκεκριμένη απόφαση εξαρτάται από το ακριβές περιεχόμενό της, το οποίο δεν έχει ακόμα γίνει γνωστό. Βάσει της συγκεκριμένης απόφασης πάντως, που ανακοινώθηκε την εβδομάδα που μας πέρασε, οι δανειολήπτες θα πρέπει να αποπληρώσουν τα δάνειά τους με βάση την τρέχουσα ισοτιμία και όχι με εκείνη που ίσχυε κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης με την τράπεζα.
Οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί σε χιλιάδες δανειολήπτες ότι θα δικαιώνονταν στα δικαστήρια δεν σημαίνει ότι οι οφειλέτες αυτοί χάνουν κάθε ελπίδα. Οπως εξηγούν αρμόδια τραπεζικά στελέχη, η απόφαση του Αρείου Πάγου δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη βιώσιμη ρύθμιση αυτών των οφειλών.
Η λύση που προτείνουν οι τράπεζες είναι η ρύθμιση της οφειλής με βάση τον γενικό κανόνα βάσει του οποίου αποφασίζουν για όλα τα «κουρέματα» στεγαστικών δανείων, δηλαδή το υπόλοιπο της οφειλής σε σχέση με την αξία του δανείου. Ετσι, για τις περιπτώσεις που το υπόλοιπο της οφειλής υπερβαίνει το 120% της εμπορικής αξίας του ακινήτου, θα προτείνουν το «κούρεμα» αυτής της διαφοράς και θα ρυθμίζουν το υπόλοιπο του δανείου. Με τον τρόπο αυτό θα επιτυγχάνεται σημαντική μείωση της οφειλής και εκτιμάται ότι ένας σημαντικός αριθμός δανειοληπτών θα επιδιώξει να έρθει σε συμφωνία με την τράπεζα, κάτι που απέφευγε μέχρι σήμερα προσδοκώντας σε μια ευνοϊκότερη ρύθμιση από τα δικαστήρια.
Η υπόθεση αφορά περίπου 65.000-70.000 δανειολήπτες, που έχουν λάβει δάνεια ονομαστικής αξίας περί τα 7 δισ. ευρώ κατά κύριο λόγο την περίοδο 2006-2009, όταν η ισοτιμία ευρώ/ελβετικού φράγκου ήταν ανοδική και συγκεκριμένα μεταξύ 1,55 – 1,65. Την περίοδο εκείνη οι δανειολήπτες ευνοούνταν κυρίως από το περιορισμένο επιτόκιο που είχαν τα συγκεκριμένα δάνεια, λόγω χαμηλού libor, και το οποίο διαμορφωνόταν κοντά στο 2%-2,5% έναντι 5%-6% που ήταν το μέσο επιτόκιο των δανείων σε ευρώ. Σήμερα η ισοτιμία ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου διαμορφώνεται στο 1,13, γεγονός που σημαίνει ότι οι δανειολήπτες χρειάζονται περισσότερα ευρώ για να αποπληρώσουν το δάνειο στο ελβετικό νόμισμα. Οι οφειλέτες αυτοί επωφελήθηκαν της περιόδου χαμηλού επιτοκίου (libor) του ελβετικού φράγκου, όταν το euribor είναι έως και τέσσερις φορές πάνω, αλλά πλέον το libor, που διαμορφώνεται στο -0,71%, και το euribor, που διαμορφώνεται στο -0,30%, συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό, με συνέπεια εκτός από την επιβάρυνση που υφίστανται λόγω της διολίσθησης του ευρώ, να έχουν περιορισμένο όφελος από το κόστος χρήματος.
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα Καθημερινή