Όταν ένας επί οκταετία πρώην πρωθυπουργός αρθρογραφεί για εθνικά θέματα (Καθημερινή 9-6-2019), είμαστε υποχρεωμένοι να τον ακούσουμε. Όχι να αποδεχθούμε όσα λέει, αλλά να μην τα προσπεράσουμε. Ο Σημίτης, άλλωστε, έγραψε για ένα ζήτημα, το οποίο αιωρείται σαν ανησυχητικό ερώτημα στη δημόσια σφαίρα, παρότι τα κόμματα που διεκδικούν την ψήφο των Ελλήνων ελάχιστα ασχολούνται με τα ελληνοτουρκικά και ειδικότερα με το ενδεχόμενο να προκύψει θερμό επεισόδιο.
του ΣΤΑΥΡΟΥ ΛΥΓΕΡΟΥ από το slpress.gr
Ας εξετάσουμε, όμως, σημείο προς σημείο τα όσα μας λέει ο τέως πρωθυπουργός:
Το 1967, μετά το πραξικόπημα, προκάλεσαν κρίση και με τη συνάντηση στον Έβρο επέτυχαν την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας που είχε θωρακίσει την Κύπρο. Το δε 1974, εκμεταλλεύθηκαν την απομόνωση του καθεστώτος Ιωαννίδη και το πραξικόπημα των χουντικών εναντίον του Μακαρίου για να εισβάλουν. Το 1987, που η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου αντιμετώπιζε εσωτερική αμφισβήτηση, προσπάθησαν να δημιουργήσουν τετελεσμένο, αλλά όταν προσέκρουσαν στην αποφασιστική στάση της Αθήνας έκαναν πίσω. Επανήλθαν στις αρχές του 1996 με την κρίση στα Ίμια.
Η ειδοποιός διαφορά
Δεύτερον: Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν ο Ερντογάν θα επιχειρήσει να εκμεταλλευθεί την επικείμενη αλλαγή κυβέρνησης για να δημιουργήσει τετελεσμένο. Ο Σημίτης θεωρεί αρκετά πιθανό, η Άγκυρα να στείλει πλοίο «σε τμήμα της υφαλοκρηπίδας, που η Ελλάδα θεωρεί ελληνική, αλλά η Τουρκία τουρκική». Κανείς θεωρητικά δεν μπορεί να το αποκλείσει και γι’ αυτό απαιτείται προετοιμασία για κάθε ενδεχόμενο.
Ο Σημίτης θεωρεί ειδοποιό διαφορά σε σύγκριση με το παρελθόν το γεγονός ότι βρέθηκε αέριο στην κυπριακή ΑΟΖ και ότι πιθανολογείται η ύπαρξη κοιτασμάτων και στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Προφανώς αυτό έχει τη σημασία του, αλλά η πραγματική ειδοποιός διαφορά, αυτή που αλλάζει τα γεωπολιτικά δεδομένα και δεν αναφέρεται από τον τέως πρωθυπουργό, είναι το αμερικανοτουρκικό ρήγμα.
Παρωχημένη θεώρηση
Τρίτον: Ο Σημίτης υποστηρίζει ότι ενδεχόμενη επιθετική κίνηση της Τουρκίας, «αντί να προκαλέσει την αρνητική στάση και τη διαμαρτυρία των συμμάχων της Ελλάδας, πιθανόν να τους οδηγήσει σε μια επιφυλακτική στάση. Να θεωρήσουν ότι έχουν την ευκαιρία να τελειώνουν με τις ελληνοτουρκικές διαφορές και έτσι να ισχυροποιήσουν την παρουσία τους στην Ανατολική Μεσόγειο». Για να ενισχύσει το επιχείρημά του, μάλιστα, επικαλείται δήλωση του πρέσβη των ΗΠΑ, που «μίλησε για συμφωνίες εξίσου επωφελείς για τα εμπλεκόμενα μέρη, μία απάντηση που υποδηλώνει πρωτοβουλίες που ίσως δεν θα είναι συμφέρουσες για τη χώρα μας».
Η αναφορά αυτή του Σημίτη δείχνει ότι έχει παραμείνει σε μία θεώρηση που ίσχυε στο παρελθόν και λόγω του αμερικανοτουρκικού ρήγματος βρίσκεται σήμερα σε διαδικασία αναθεώρησης. Το ότι δεν έχει ολοκληρωθεί δεν σημαίνει ότι στην Ουάσιγκτον σκέπτονται όπως σκέπτονταν τις προηγούμενες δεκαετίες για τα ελληνοτουρκικά.
Όποιος παρακολουθεί στοιχειωδώς τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις το καταλαβαίνει, έστω κι αν ο γραφειοκρατικός μηχανισμός του Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει αδράνειες, λόγω και του γεγονότος ότι επισήμως η πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας δεν έχει ανατραπεί. Σίγουρα, όμως, η Ουάσιγκτον δεν θα ήθελε να δει τον Ερντογάν να μετατρέπεται εσωτερικά σε εθνικό ήρωα για τις τουρκικές μάζες, επειδή ταπείνωσε σε ένα θερμό επεισόδιο την Ελλάδα. Ναι μεν, λοιπόν, οι Αμερικανοί δεν αγάπησαν την Ελλάδα, αλλά δεν είναι ανόητοι να πυροβολήσουν τα πόδια τους για «να τελειώνουν με τις ελληνοτουρκικές διαφορές και έτσι να ισχυροποιήσουν την παρουσία τους στην Ανατολική Μεσόγειο», όπως γενικόλογα μας λέει ο Σημίτης.
Κατάθεση συντεταγμένων
Τέταρτον: Στη συνέχεια, ο τέως πρωθυπουργός επικαλείται την κατευναστική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων (και της δικής του) για να αποδυναμώσει την ελληνική θέση και να δικαιολογήσει κυοφορούμενες παραχωρήσεις εκ μέρους της Αθήνας: «ακολουθήσαμε και ακολουθούμε μέχρι τώρα συνειδητά μια πολιτική στην οποία κυριαρχεί η επίκληση των δικαιωμάτων μας, αλλά αποφεύγουμε να τα κατοχυρώσουμε για να μην προκαλέσουμε αμφισβητήσεις. Αναγνωρίζουμε τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, αλλά εν γνώσει μας δεν επιδιώξαμε την εφαρμογή τους γιατί θεωρούμε πιθανό να προκύψουν αρνητικές επιπτώσεις για τη χώρα». Αναφέρει, μάλιστα, ως παραδείγματα το ζήτημα των χωρικών υδάτων και τη μη κατάθεση στον ΟΗΕ συντεταγμένων για τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Ο Σημίτης λανθασμένα ισχυρίζεται ότι η κατάθεση συντεταγμένων «εξισούται με μονομερή οριοθέτηση, πράγμα το οποίο αποκλείεται από τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας». Η κατάθεση σημαίνει ότι ένα κράτος δηλώνει στη διεθνή κοινότητα ποια θεωρεί πως είναι τα όρια της δικής υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ. Δεν οριοθετεί μονομερώς. Εάν ένα γειτονικό κράτος διαφωνεί υπάρχει ο δρόμος των διμερών διαπραγματεύσεων ή του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Στη συνέχεια ο Σημίτης αντιφάσκει με τον εαυτό του. Γράφει ότι η εάν η Ελλάδα καταθέσει συντεταγμένες, αυτό «θα είχε ως άμεση συνέπεια κατάθεση συντεταγμένων εκ μέρους της Τουρκίας». Η αλήθεια είναι, όμως, ότι η Τουρκία έχει ήδη καταθέσει συντεταγμένες ανατολικά του τόξου Ρόδος-Κάρπαθος-Κάσος-Κρήτη. Το ομολογεί σε άλλο σημείο ο ίδιος: «Η Τουρκία διεκδικεί όμως ένα τμήμα του χώρου αυτού (Ανατολική Μεσόγειο) και έχει ενημερώσει τον ΟΗΕ για τις απόψεις της».
Παρακάτω γράφει ότι το Διεθνές Δικαστήριο θα μπορούσε «να επιδιώξει μια συμβιβαστική λύση που δεν θα ικανοποιούσε καμία από τις δύο πλευρές». Παραβιάζει ανοικτές θύρες. Η Ελλάδα έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου και ως εκ τούτου θα αναγνωρίσει και την όποια απόφασή του. Είναι η Τουρκία που δεν έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου και δεν δέχεται για δεκαετίες αυτό να οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ. Περιττές, λοιπόν, τέτοιες αναφορές, εκτός κι αν στοχεύουν αλλού. Γι’ αυτό, όμως, στο αυριανό άρθρο μου.
Ο λόγος για το Καστελλόριζο
Πέμπτον: Ο Σημίτης υπογραμμίζει το γεγονός ότι η Τουρκία ισχυρίζεται ότι τα νησιά (όχι οι βραχονησίδες) δεν έχουν επήρεια σε θαλάσσιες ζώνες, δεν δικαιούνται υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ. Αναφέρει, μάλιστα, ότι «το Διεθνές Δικαστήριο έχει αποφανθεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, ότι ένα μικρό νησί δεν έχει δική του υφαλοκρηπίδα εφόσον βρίσκεται κοντά σε έναν “κύριο όγκο ξηράς”. Η υφαλοκρηπίδα ανήκει σε αυτήν την περίπτωση στο κράτος που έχει τον κύριο όγκο ξηράς».
Πράγματι, το Διεθνές Δικαστήριο για 2-3 περιπτώσεις απολύτως απομακρυσμένων και απομονωμένων νησίδων έχει αποφασίσει πως δεν δικαιούνται υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της “νησίδας των όφεων” στη Μαύρη Θάλασσα. Για δεκάδες άλλες περιπτώσεις νησίδων, όμως, έχει αποφασίσει ότι δικαιούνται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα δύο γαλλικές νησίδες κοντά στις ακτές του Καναδά, στις οποίες αναγνώρισε μερική, αλλά σημαντική επήρεια.
Χωρίς να το αναφέρει ρητά, είναι ξεκάθαρο πως όλη η κουβέντα γίνεται για το Καστελλόριζο. Ο τρόπος που προσεγγίζει το ζήτημα είναι εμμέσως επικριτικός το γεγονός ότι η Ελλάδα υποστηρίζει πως το Καστελλόριζο έχει πλήρη επήρεια όσον αφορά την υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ. Εάν η Τουρκία ήταν ένας καλός γείτονας, θα μπορούσε να βρεθεί διμερώς μία λύση, ώστε το Καστελλόριζο να έχει μερική επήρεια. Από τη στιγμή, όμως, που αρνείται το δικαίωμα όλων των νησιών να έχουν υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ, δικαιολογημένα η Ελλάδα υποστηρίζει τα νησιά έχουν πλήρη επήρεια.
Εάν ποτέ η διαφορά φθάσει στο Διεθνές Δικαστήριο, πιθανώς αυτό να συνδυάσει την αρχή της μέσης γραμμής με την αρχή της αναλογικότητας και να μη δώσει στο Καστελλόριζο πλήρη επήρεια. Όπως προανέφερα, η Ελλάδα θα αναγνωρίσει την απόφαση. Στην πραγματικότητα, εδώ παίζεται ένα πολιτικό παιχνίδι με σκοπό την αφετηριακή παραχώρηση της Ελλάδας στην Τουρκία, με μοναδικό σκοπό την εξαγορά της ύφεσης στις διμερείς σχέσεις. Με αυτό το ανομολόγητο παιχνίδι, όμως, θα ασχοληθώ στο αυριανό άρθρο μου.
Η απόφαση-παγίδα του Ελσίνκι
Έκτον: Στη συνέχεια, ο Σημίτης προσπαθεί να δικαιώσει την πολιτική της κυβέρνησής του το 1999 στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι. Τότε, είχε συμπεριληφθεί στην απόφαση ρήτρα που υποχρέωνε κάθε υποψήφιο κράτος, όπως ήταν η Τουρκία, «να καταβάλλει κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς. Αλλιώς θα πρέπει να φέρει τη διαφορά ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου».
Ο τέως πρωθυπουργός κατηγορεί την κυβέρνηση της ΝΔ του 2004, επειδή δεν χρησιμοποίησε αυτή τη ρήτρα. Αυτό που δεν λέει είναι ότι η απόφαση του Ελσίνκι, όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά, προσέφερε στην Άγκυρα πολύτιμο δώρο. Με την υπογραφή της Αθήνας η ΕΕ αναγνώρισε ότι υπάρχει εκκρεμής συνοριακή διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Πάγια ελληνική θέση ήταν πως η μόνη διαφορά με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Το 1997 η κυβέρνηση Σημίτη έκανε ένα βήμα πίσω με το κοινό ανακοινωθέν της Μαδρίτης, αλλά η μεγάλη ζημιά έγινε στο Ελσίνκι.
Υπενθυμίζω πως από το 1996, η Άγκυρα έχει προσθέσει στο καλάθι των ελληνοτουρκικών προβλημάτων και την επεκτατική θεωρία περί “γκρίζων ζωνών”, με την οποία για πρώτη φορά αμφισβήτησε όχι κάποια δικαιώματα, αλλά την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας. Όπως είναι γνωστό, μάλιστα, σύντομα δεκάδες ελληνικές νησίδες έγιναν από “γκρίζες ζώνες”, τουρκικό έδαφος!
Όταν, λοιπόν, το 1999 αναγνωρίζεις την ύπαρξη συνοριακής διαφοράς, ουσιαστικά αναγνωρίζεις εμμέσως πλην σαφώς ότι υφίστανται “γκρίζες ζώνες”. Με τον τρόπο αυτό υπονομεύθηκε και το χαρτί της παραπομπής στο Διεθνές Δικαστήριο. Εάν ποτέ η Άγκυρα αποδεχόταν την παραπομπή στη Χάγη, το Δικαστήριο θα ζητούσε από τα δύο μέρη να πουν ποια είναι η επικράτεια του καθενός, ώστε με βάση αυτές να οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα.
Ελληνικά νησιά προς μοίρασμα!
Στο σημείο εκείνο θα ανέκυπτε πρόβλημα, επειδή η Τουρκία θα ισχυριζόταν πως και κατοικημένα νησιά, όπως π.χ. το Αγαθονήσι, ανήκουν σ’ αυτήν και όχι στην Ελλάδα. Δεδομένου ότι στο Ελσίνκι η Αθήνα έχει αναγνωρίσει την ύπαρξη συνοριακής διαφοράς, η Άγκυρα θα το επικαλείτο, ζητώντας από το Δικαστήριο να αποφασίσει ποιο από τα δεκάδες “γκρίζα” νησιά ανήκει στην Ελλάδα και ποιο στην Τουρκία.
Με άλλα λόγια στο τραπέζι θα έμπαιναν για μοίρασμα μόνο ελληνικά εδάφη. Δηλαδή, η Ελλάδα θα είχε μόνο να χάσει και η Τουρκία μόνο να κερδίσει. Στην ιδανική για την Ελλάδα περίπτωση το Δικαστήριο θα της παραχωρούσε αυτά που ήδη κατέχει. Μόνο που στη διεθνή πολιτική, αλλά και στα διεθνή δικαστήρια οι ιδανικές αποφάσεις είναι εξαίρεση της εξαίρεσης. Ποιο κράτος, άλλωστε, θα έθετε στην κρίση κάποιων δικαστών μέρος της επικράτειάς του, επειδή ένας γείτονας το αμφισβητεί.
Ο Σημίτης δεν κάνει, βεβαίως, καμία αναφορά σ’ αυτή την παγίδα. Αντιθέτως, μιλάει για χαμένη ευκαιρία και κινδυνολογεί. Αποδίδοντας τις τωρινές απειλές της Τουρκίας σ’ εκείνη τη “χαμένη ευκαιρία”. Κλείνοντας, επαναλαμβάνω ότι σε αυριανό άρθρο μου θα ασχοληθώ με το τι κρύβεται πίσω από την παρέμβαση του τέως πρωθυπουργού και παρεμπιπτόντως να θυμίσουμε στον Σημίτη ότι έχει μείνει πίσω και σ’ ένα άλλο ζήτημα: ο Ερντογάν έχει πάψει εδώ και πολλά χρόνια να είναι πρωθυπουργός, όπως γράφει. Το πολίτευμα έχει γίνει προεδρικό κι αυτός πανίσχυρος Πρόεδρος Δημοκρατίας.