Ανοίγουν σήμερα τα διαγνωστικά κέντρα μετά την απόφαση που πήρε χθες το Συντονιστικό Όργανο των Φορέων Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας να τροποποιήσει τη μορφή των κινητοποιήσεων.
Στο εξής θα εξυπηρετούνται όλοι οι ασφαλισμένοι οι οποίοι θα παίρνουν απόδειξη για τα χρήματα που καταβάλλουν, για την ασφαλιστική τιμή δηλαδή, και στη συνέχεια θα παίρνουν πίσω τα χρήματά τους από τον ΕΟΠΥΥ. Ωστόσο δεν θα πληρώνουν όπως αποφασίστηκε το 15% της συμμετοχής στις εξετάσεις.
Σημειώνεται ότι εξαιρούνται από τη νέα αυτή μορφή κινητοποιήσεων οι ευπαθείς ομάδες, περιστατικά που αφορούν ασθενείς που βρίσκονται σε κίνδυνο ή αντιμετωπίζουν κάποιο οξύ πρόβλημα υγείας.
Στη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε προχθες με τον υπουργό Υγείας υπήρξαν έντονες διαφωνίες από την πλευρά των εκπροσώπων των διαγνωστικών εργαστηρίων καθώς όπως είπαν, υπήρχαν νομικά ζητήματα που θα έπρεπε να εξεταστούν σε βάθος. Από την πλευρά του ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός είχε πει ότι παρουσιάστηκε μια βελτιωμένη δέσμη προτάσεων με βάση την οποία εκτός από τα 9 εκατομμύρια ευρώ που είχαν δοθεί ως προσαύξηση για το 2019 ενισχύεται με επιπλέον 30 εκατ. ευρώ ο κλειστός προϋπολογισμός των εργαστηρίων για το τρέχον έτος. Όπως είχε εξηγηθεί για το 2018 δεν μπορεί να γίνει κάτι ανάλογο καθώς απαιτείται νομοθετική ρύθμιση και η βουλή έχει κλείσει.
Α. Ξανθός: Δεν μπορεί να πληρώνει ο ασθενής από την τσέπη του για εξετάσεις. Είναι παράνομο
Παράνομη χαρακτήρισε ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός, μιλώντας στην ΕΡΤ, τη μορφή της κινητοποίησης που αποφάσισαν οι εκπρόσωποι των διαγνωστικών κέντρων. Ο υπουργός τόνισε «η λύση, ότι μπορούμε να ανοίξουμε τα εργαστήρια, αλλά να πληρώνει ο ασθενής από την τσέπη του, αντιλαμβάνεστε ότι είναι μία λύση, η οποία δεν έχει καμία πρόβλεψη από την άποψη των συμβατικών υποχρεώσεων» των διαγνωστικών κέντρων απέναντι στον ΕΟΠΥΥ όπως είπε.
Όπως εξήγησε, αυτό το οποίο εισηγούνται, το να πληρώνει ο ασθενής και στη συνέχεια να ζητά από τον ΕΟΠΥΥ να του δώσει τα χρήματά του, πέρα από το ότι επιβαρύνεται ο ασθενής, πληρώνει από την τσέπη του, δεν προβλέπεται.
«Η σύμβαση, την οποία έχουν συνυπογράψει τα εργαστήρια με τον ΕΟΠΥΥ δεν προβλέπει, πέραν της θεσμοθετημένης συμμετοχής του 15% καμία άλλη επιβάρυνση του ασθενή. Αυτό, λοιπόν, μοιραία και με μαθηματική ακρίβεια, οδηγεί στην de facto καταγγελία των συμβάσεων. Αυτό πρέπει να είναι απολύτως σαφές. Και νομίζω ότι από αυτήν την εξέλιξη είναι προφανές ότι δεν ευνοούνται ούτε οι ασθενείς, αλλά ούτε και η πλειονότητα των μικρών και μεσαίων εργαστήριων».
Όσον αφορά για το πως σκέφτεται το υπουργείο μα αντιμετωπίσει το πρόβλημα εάν συνεχιστούν οι κινητοποιήσεις, ο Α.Ξανθός είπε ότι ήδη έχει ξεκινήσει μία συνεννόηση με τις υγειονομικές περιφέρειες και με τις διοικήσεις των νοσοκομείων, να διευκολύνουν ώστε να πραγματοποιούνται εκτός ραντεβού εργαστηριακές εξετάσεις είτε στα νοσοκομεία είτε στις δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας, δηλαδή, στα Κέντρα Υγείας αγροτικού και αστικού τύπου.
«Σαφώς όμως απευθύνουμε και μία έκκληση στους εργαστηριακούς γιατρούς, στους συναδέλφους μας που δραστηριοποιούνται στον χώρο της διάγνωσης αυτή την περίοδο στη χώρα μας και τους λέμε ότι αναγνωρίζοντας το πρόβλημα για την επιβάρυνσή τους, αναγνωρίζοντας, όμως, και την πραγματική δυσκολία και τον περιορισμό που προκαλούν οι κλειστοί προϋπολογισμοί, οι οποίοι υπάρχουν στον ΕΟΠΥΥ εδώ και χρόνια , να αναλογιστούν και την κρισιμότητα της συγκυρίας και να προσπαθήσουμε να οδηγηθούμε σε μία διέξοδο η οποία θα διευκολύνει μία μακροπρόθεσμη συζήτηση για μέτρα αντιμετώπισης σε βάθος χρόνου του προβλήματος αυτού, που υπάρχει εδώ και πάνω από 7 χρόνια στον χώρο της υγείας», είπε χαρακτηριστικά ο Ανδρέας Ξανθός.
Ο υπουργός Υγείας είπε ακόμα ότι μετά τη χθεσινή συνάντηση στο υπουργείο Υγείας είχε την αίσθηση ότι οι διαφορές έχουν αμβλυνθεί αλλά πρόσθεσε : «Αυτή ήταν η αίσθησή μας με τη μοναδική εξαίρεση του εκπροσώπου των μεγάλων διαγνωστικών κέντρων, ο οποίος από εχθές άρχισε να ναρκοθετεί αυτή τη λύση και να στέλνει μια τροχιοδεικτική βολή ότι δεν θα υπάρξει υποχώρηση και θα παραμείνουμε σε μια σκληρή γραμμή. Φαίνεται ότι τα μεγάλα διαγνωστικά κέντρα και οι εκπρόσωποί τους κατάφεραν να επιβάλουν αυτή τη γραμμή στη σημερινή σύσκεψη στην οποία εκπροσωπήθηκαν όλες οι ομοσπονδίες και όλοι οι σύλλογοι και κατά την άποψή μου αυτή είναι μια γραμμή η οποία και αδιέξοδη είναι, διότι δεν μπορούν να υπάρξουν λύσεις, όπως πολλοί καταλαβαίνετε, μέσα σε τόσο ασφυκτικό περιθώριο πολιτικό μέσα σε προεκλογική περίοδο και χωρίς τη δυνατότητα αναπροσαρμογών σε παρελθόντα προϋπολογισμό»