Την ολοένα και μεγαλύτερη ισχυροποίηση των επιχειρηματικών σχέσεων της Ελλάδας με την Αίγυπτο αποδεικνύουν τα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία που προέρχονται από την τελευταία έκθεση του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στο Κάιρο. Στην εν λόγω μελέτη αποκαλύπτεται ότι μέσα σε μία δεκαετία, από το 2008 μέχρι το 2018, δεκαπλασιάστηκαν οι ελληνικές εξαγωγές στην Αίγυπτο, καθώς αυξήθηκαν κατά 926,8%. Κατά την ίδια περίοδο, ως αποτέλεσμα των παραπάνω, υπερτετραπλασιάστηκε ο όγκος του διμερούς εμπορίου των δύο χωρών. Παράλληλη αύξηση σημείωσαν και οι αιγυπτιακές εξαγωγές προς την Ελλάδα, κατά 102,5%.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι «η μεγαλύτερη άνοδος του ελληνο-αιγυπτιακού εμπορίου σημειώθηκε από το 2011 και εντεύθεν, όταν η μεν Ελλάδα εισέρχεται σε οικονομική ύφεση, η δε Αίγυπτος σε περίοδο ανακοπής του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης. Το 2018 καταγράφεται, πάντως, ως “έτος-ρεκόρ” για τον διμερή όγκο εμπορίου».
Όπως σημειώνεται στην ίδια αναφορά που επικαλείται στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, «η αξία των ελληνικών εξαγωγών προς Αίγυπτο κατά το έτος 2018 ανήλθε σε 1,161 δισ. ευρώ, αυξημένη κατά 53,7% σε σύγκριση με το 2017, όταν είχε ανέλθει σε 755,51 εκατ. ευρώ. Από την άλλη πλευρά, οι ελληνικές εισαγωγές από την Αίγυπτο έφθασαν το 2018 τα 636,13 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 14,5% έναντι του 2017, όταν είχαν ανέλθει σε 555,45 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα προσωρινά στατιστικά στοιχεία έτους 2018, η Αίγυπτος κατατάσσεται 9η μεταξύ των κυριότερων αποδεκτών εξαγωγών ελληνικών προϊόντων, απορροφώντας ποσοστό 3,5% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών, ενώ από την άλλη πλευρά κατατάσσεται 21η μεταξύ των προμηθευτριών χωρών της Ελλάδας, με μερίδιο 1,2% επί των συνολικών ελληνικών εισαγωγών.
Το διμερές εμπορικό ισοζύγιο κατά το έτος 2018 που έφτασε τα 525,31 εκατ. ευρώ παρουσίασε πλεόνασμα για την Ελλάδα, αυξημένο κατά 162,6% έναντι του 2017 (είχε ανέλθει σε 200,06 εκατ. ευρώ). Κατά την ίδια περίοδο, ο διμερής όγκος συναλλαγών εμφανίστηκε αυξημένος κατά 37,1% (στα 1,798 δισ. ευρώ, έναντι 1,311 δισ. ευρώ το 2017)».