Σε ακήρυκτο πόλεμο χαμηλής έντασης με τον στρατό του Σύρου προέδρου Μπασάρ Ασαντ τείνει να εμπλακεί η Τουρκία, ύστερα από τα δύο σοβαρά επεισόδια της τελευταίας εβδομάδας στη βορειοδυτική επαρχία Ιντλίμπ, τη μόνη που εξακολουθούν να ελέγχουν οι αντικαθεστωτικοί (κυρίως τζιχαντιστές) αντάρτες. Τη Δευτέρα, η συριακή αεροπορία βομβάρδισε αυτοκινητοπομπή του τουρκικού στρατού που μετέφερε ενισχύσεις σε σημείο ελέγχου, στην κωμόπολη Μορέκ.
Η Τουρκία έχει εγκαταστήσει 12 σημεία ελέγχου στο Ιντλίμπ, βάσει συμφωνίας που συνομολόγησε με τη Ρωσία τον Σεπτέμβριο του 2018 για κατάπαυση του πυρός. Ωστόσο, από τα τέλη Απριλίου η ανακωχή έχει καταρρεύσει, καθώς ο στρατός του Ασαντ εξαπέλυσε εκστρατεία για την ανακατάληψη του Ιντλίμπ, όπου οι τζιχαντιστές της Ταχρίρ αλ Σαμ (πρώην Αλ Κάιντα) συνεχίζουν ανενόχλητοι τη δράση τους.
Δικαιολογώντας τον βομβαρδισμό της τουρκικής αυτοκινητοπομπής, η Δαμασκός ανέφερε ότι αποστολή της ήταν η μεταφορά ενισχύσεων στους τζιχαντιστές που υπερασπίζονταν τη Χαν Σεϊχούν. Η πόλη είναι στρατηγικής σημασίας, καθώς ελέγχει τον αυτοκινητόδρομο Μ5, που συνδέει τη Δαμασκό με το Χαλέπι, περνώντας από τη Χομς. Τελικά, οι δυνάμεις του Ασαντ κατάφεραν να εκδιώξουν τον κύριο όγκο των αντικαθεστωτικών από τη Χαν Σεϊχούν. Οι σχέσεις Δαμασκού – Αγκυρας επιδεινώθηκαν ακόμη περισσότερο ύστερα από τον βομβαρδισμό και δεύτερου σημείου παρατήρησης της Τουρκίας, κοντά στην πόλη Μααράτ αλ Νουμάν, την Πέμπτη.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι ο Ασαντ θα είχε βομβαρδίσει τουρκικά σημεία ελέγχου (έστω και αν πρόσεξε να μη σκοτωθούν Τούρκοι στρατιώτες) χωρίς την ανοχή της Ρωσίας, η οποία ελέγχει τον εναέριο χώρο της περιοχής μέσω της βάσης της στη Χμεϊμίμ. Το ερώτημα είναι γιατί ο Βλαντιμίρ Πούτιν να διακινδυνεύσει την προσέγγιση με τον Ταγίπ Ερντογάν, που επισφραγίστηκε με τη συμφωνία για τους S-400, προκαλώντας μεγάλη ανησυχία στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Μια πρώτη πιθανή εξήγηση εστιάζει στη σημασία της διαφιλονικούμενης περιοχής όχι μόνο για τη Συρία, αλλά και για τη Ρωσία. Ανενόχλητοι από τις τουρκικές δυνάμεις, αν όχι και υπό την κάλυψή τους, οι τζιχαντιστές εξαπολύουν επιθέσεις εναντίον της ρωσικής βάσης στη Χμεϊμίμ. Επιπλέον, η Ρωσία εννοεί να διαφυλάξει το κύρος της ως αξιόπιστου συμμάχου, στην προκειμένη περίπτωση του Ασαντ, ο οποίος εννοεί να ξεκαθαρίσει και τον τελευταίο μεγάλο θύλακο των αντικαθεστωτικών πριν από την τελική διαπραγμάτευση για πολιτική λύση στο Συριακό.
Δεν αποκλείεται, όμως, η Ρωσία να θέλησε να στείλει μήνυμα προειδοποίησης στον Ερντογάν, θορυβημένη από τη συμφωνία της 7ης Αυγούστου με τους Αμερικανούς για «ασφαλή ζώνη» στη βόρεια Συρία. Μη επανδρωμένα τουρκικά αεροπλάνα ήδη εκτελούν πτήσεις στην περιοχή, ενώ περίπου 60 Αμερικανοί στρατιωτικοί έχουν εγκατασταθεί στην τουρκική πόλη Σανλιούρφα, κοντά στα σύνορα με τη Συρία, για τη δημιουργία κοινού κέντρου επιχειρήσεων.
Ουδείς, ωστόσο, μπορεί να προεξοφλήσει αν η κατ’ αρχήν συμφωνία θα εφαρμοστεί ή αν πρόκειται απλώς για αναστολή της σύγκρουσης μεταξύ των δύο συμμάχων. Καίρια σημεία της συμφωνίας –το βάθος της ζώνης στο συριακό έδαφος, ποιος θα τη διοικεί, τι θα γίνει με τους Κούρδους μαχητές που σήμερα ελέγχουν την περιοχή– παραμένουν σε εκκρεμότητα, με τις θέσεις Τούρκων και Αμερικανών να μην έχουν ακόμη γεφυρωθεί. Αλλωστε, όλοι θυμούνται ότι και τον Ιούνιο του 2018 Τούρκοι και Αμερικανοί είχαν καταλήξει σε συμφωνία για την απομάκρυνση των Κούρδων από τη στρατηγικής σημασίας πόλη Μανμπίτζ, μια συμφωνία που παραμένει ακόμη ανεφάρμοστη.
Η μεγάλη ελπίδα του Ερντογάν είναι, βέβαια, ο Ντόναλντ Τραμπ. Ενάμιση μήνα μετά την έναρξη της παραλαβής εξαρτημάτων των S-400 από την Τουρκία, οι αμερικανικές απειλές για αυστηρές κυρώσεις κατά της Αγκυρας παραμένουν κενό γράμμα, συντηρώντας τις ελπίδες του Ερντογάν ότι ο Τραμπ μπορεί να τον γλιτώσει από την οργή του Κογκρέσου και του Πενταγώνου. Σε κάθε περίπτωση, καθώς το συριακό δράμα φαίνεται να βαδίζει, έστω και βασανιστικά, προς το τέλος του, οι ακροβατικές ισορροπίες ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Μόσχα γίνονται ολοένα και πιο δύσκολες.
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα Καθημερινή, kathimerini.gr