Οι σχεδιαζόμενες αλλαγές στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) της χώρας μας, μετά τις πρόσφατες (4/10/2019) αποφάσεις του ΣτΕ, επιφέροντας, σύμφωνα με τους δανειστές, ένα ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, αποτελούν, αντικειμενικά, ένα σύνθετο και πολύπλοκο ζήτημα.
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη
Ομ.Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
Βασίλειου Γ. Μπέτση
Υποψ. Διδάκτορα Παντείου Πανεπιστημίου
Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση σχεδιάζει να επαναφέρει τις ασφαλιστικές κλάσεις στους ελεύθερους επαγγελματίες και μάλιστα με ελεύθερη μετακίνηση από κλάση σε κλάση χωρίς να είναι υποχρεωτική, ανάλογα με τα έτη ασφάλισης, η μετακίνηση από κλάση σε κλάση, όπως ίσχυε πριν τον Ν. 4387/2016. Βέβαια, η δυνατότητα της ελεύθερης μετακίνησης μεταξύ των κλάσεων δημιουργεί πρόβλημα για τον υπολογισμό του ορθού συντελεστή αναπλήρωσης ο οποίος θα εξασφαλίζει την αναλογικότητα των εισφορών και παροχών σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΣτΕ.
Όμως, όπως προκύπτει από τους αναλογιστικούς υπολογισμούς, οι ελεύθεροι επαγγελματίες μετά την μείωση των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών στο 13,33% και την κατάργηση του πλαφόν των 2.000 ευρώ που είχαν επιβάλλει οι δανειστές μέχρι 1/1/2019, οι εισφορές και oι παροχές, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, επιφέρουν πλήρη αναλογικότητα εισφορών- παροχών.
Για παράδειγμα εάν θεωρήσουμε έναν ελεύθερο επαγγελματία ο οποίος εργάστηκε ασφαλισμένος για 40 έτη και είχε μέσο ετήσιο εισόδημα σε όλο τον εργασιακό του βίο όσο το ανώτερο ασφαλιστέο εισόδημα που είναι 78.000 ευρώ, τότε σύμφωνα με τον Ν. 4387/2016 (σημερινοί συντελεστές αναπλήρωσης) θα λάβει σύνταξη ίση με 3.700 ευρώ μηνιαίως, ενώ οι εισφορές που θα έχει καταβάλλει θα αναλογούν σε σύνταξη 3.500 ευρώ (το επιτόκιο προεξόφλησης θεωρήθηκε ίσο με τον μέσο μακροχρόνιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή).
Αντίθετα, εάν λάβουμε ένα παρόμοιο παράδειγμα ενός μισθωτού ο οποίος θα έχει 40 χρόνια ασφάλισης με μέσο όρο αποδοχών του εργασιακού βίου και αυτός 78.000 ευρώ ετησίως, τότε αυτός ο εργαζόμενος-ασφαλισμένος θα έχει καταβάλλει στον εργασιακό του βίο εισφορές που αναλογούν σε μηνιαία σύνταξη 4.700 ευρώ (μεικτά), ενώ με τους συντελεστές αναπλήρωσης του Ν. 4387/2016 θα λάβει μηνιαία σύνταξη ύψους 3.700 ευρώ μεικτά.
Δηλαδή, ενώ ο ελεύθερος επαγγελματίας θα λάβει με τον Ν. 4387/2016 πλήρη αναλογικότητα εισφορών και συνταξιοδοτικών παροχών, ένας μισθωτός με το ίδιο εισόδημα θα λάβει ως σύνταξη το 79% των εισφορών που κατέβαλλε και αυτό συμβαίνει γιατί ο μισθωτός καταβάλλει 20% εισφορά και όχι 13,33% που καταβάλλει ο ελεύθερος επαγγελματίας.
Άρα, το πρόβλημα είναι οι μισθωτοί που καταβάλλουν ως ασφαλιστικές εισφορές το 20% του μισθού τους. Και μάλιστα η αναλογικότητα για τα υψηλά εισοδήματα φτάνει στα 0,79 ευρώ για κάθε ένα ευρώ που καταβάλλεται.
Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της αρχής της επιχορήγησης και μιας αναδιανομής εισοδήματος εντός του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, για να αυξηθεί η αναλογικότητα των εισφορών και παροχών των υψηλότερων μισθολογικών στρωμάτων του πληθυσμού, θα πρέπει να αυξηθούν οι συντελεστές αναπλήρωσης.
Όμως, στη προοπτική αυτή, το πρόβλημα που υπάρχει είναι το βέτο που θέτουν οι δανειστές για ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Πρακτικά, η μείωση των εισφορών έχει άμεσο βραχυπρόθεσμο οικονομικό αντίκτυπο στα έσοδα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Για παράδειγμα μια μείωση των εισφορών κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες (12,5%) σε χρηματικές μονάδες αποτελούν περίπου 1,8 δις ευρώ, ενώ οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της αύξησης των συντελεστών αναπλήρωσης είναι μακροπρόθεσμες και θα αρχίσουν να φαίνονται στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης μετά το 2030. Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι οι δανειστές υποτάσσοντας μεθοδολογικά τα οικονομικά του ΣΚΑ στην δημοσιονομική διαχείριση των δημόσιων οικονομικών της χώρας μας, τα συνυπολογίζουν λανθασμένα με τις δανειακές υποχρεώσεις της Ελλάδας μέχρι το 2060.
Κατά συνέπεια, το ζήτημα της «δίδυμης αποκατάστασης» της αναλογικότητας εισφορών-παροχών και της ισορροπίας των αποφάσεων του ΣτΕ με τις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας μας κατά τα επόμενα σαράντα χρόνια δεν εμφανίζεται, σύμφωνα με την μελέτη μας, στους ελεύθερους επαγγελματίες. Αντίθετα, εμφανίζεται στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (στους δημόσιους υπαλλήλους δεν είναι τόσο έντονο το πρόβλημα δεδομένου ότι καταβάλλουν εισφορές 12 φορές το χρόνο), οι οποίοι καταβάλλουν εισφορές 14 φορές το χρόνο. Έτσι, προκειμένου να επιτευχθεί η «δίδυμη αποκατάσταση» της αναλογικότητας εισφορών-παροχών των ελεύθερων επαγγελματιών και των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα καθώς και η ισορροπία με τις μακροχρόνιες δανειακές υποχρεώσεις της χώρας μας μέχρι το 2060, απαιτείται τόσο η διαφοροποίηση του επιπέδου των ασφαλιστικών εισφορών, όσο και του επιπέδου των συντελεστών αναπλήρωσης μεταξύ των δύο αυτών επαγγελματικών κατηγοριών.