Παρακολουθώντας κανείς τον δημόσιο διάλογο όπως εξελίσσεται το τελευταίο χρονικό διάστημα γύρω από τα Ελληνο-τουρκικά και τους πιθανούς τρόπους που θα μας βγάλουν από το αδιέξοδο μιας έντασης που πληρώνει η πατρίδα μας εδώ και δεκαετίες βγάζει εύκολα το συμπέρασμα ότι η πιθανή επίλυση των Ελληνο-Τουρκικών διαφορών περνάει μέσα από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και την πιθανή “συνδιαχείριση” των πλουτοπαραγωγικών πηγών του Αιγαίου. Κάτι που αρχίζει και παίρνει πρωταγωνιστικό ρόλο στον δημόσιο διάλογο.
Του Χρήστου Λουτράδη
Είναι σαφές ότι οι Ελληνο-Τουρκικές διαφορές δεν έχουν ποτέ τεθεί επί τάπητος με σοβαρό και δομημένο τρόπο στον δημόσιο διάλογο, μακριά από λαϊκισμούς και εθνικιστικές κορώνες. Οι ευθύνες των πολιτικών κομμάτων και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης είναι μέγιστες και διαχρονικές αφού ευθύνονται για την καλλιέργεια ενός ψευδεπίγραφου πατριωτισμού που τέμνεται ανάμεσα σε ένα αρχαϊκό ένδοξο παρελθόν ενός περιούσιου λαού και μιας ρητορικής που θυμίζει την Μάρθα Βούτση της διεθνούς πολιτικής σκηνής.
Σε αυτό το πλαίσιο η συζήτηση που ακροθιγώς έχει αρχίσει να λαμβάνει χώρα περί επίλυσης των ελληνο-τουρκικών διαφορών μέσω της Χάγης πρέπει να θεωρείται σχεδόν δεδομένο ότι θα λάβει χαρακτηριστικά σύγκρουσης ανάμεσα σε αυτούς που επιθυμούν μια εθνικά δίκαιη επίλυση των διαφορών και σε αυτούς που βρίσκουν ευκαιρία σε ένα ακόμη ζήτημα εθνικής σημασίας ευκαιρία για να πλειοδοτήσουν σε εθνικισμό, λαϊκισμό και πατριδοκαπηλία.
Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα για την Κυβέρνηση Μητσοτάκη , η οποία θα πρέπει πολύ σύντομα να επιλέξει ανάμεσα σε μια μονίμως υποβόσκουσα ένταση με την γειτονική μας χώρα που θα μας καθηλώνει σε ένα καθεστώς ανασφάλειας για πολίτες αλλά και επίδοξους επενδυτές ή σε μια επίπονη, για τις ψευδαισθήσεις κυρίως της δεξιάς παράταξης, διαδικασίας που ενδέχεται να οδηγήσει στην επίλυση ή την μείωση των διαφορών που υπάρχουν ανάμεσα στις δύο χώρες.
Αν επιλέξει τον δεύτερο δρόμο τότε ένα μεγάλο μέρος του αφηγήματος που οδήγησε στην εξουσία το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και εκτυλίχθηκε κατά την διάρκεια του δημοσίου διαλόγου για την συνθήκη των Πρεσπών θα καταρρεύσει. Οι Μακεδονομάχοι του παρελθόντος θα πρέπει είτε να βγάλουν τις πανοπλίες τους είτε να ενδυθούν την πανοπλία του αντι-νεοοθωμανού μονομάχου με ότι αυτό συνεπάγεται για τον αυτό-σεβασμό τους.
Η κατάρρευση του αφηγήματος θα ανοίξει τον δρόμο για να δημιουργηθούν οι πρώτες φυγόκεντρες δυνάμεις προς τα δεξιά που θα αποσυντονίσουν την ηγεμονία του Μητσοτάκη στην Νέα Δημοκρατία και ίσως δημιουργήσουν και ευκαιριακούς κομματικούς σχηματισμούς στα δεξιά της παράταξης, μια παράταξη που μας έχει συνηθίσει στην δημιουργία πρόσκαιρών κομματικών σχηματισμών με πατριδοκάπηλη ρητορεία. Ενδιαφέρον σε αυτή την περίπτωση θα έχει και η αντίδραση του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμάρα, που προσπαθεί κατά διαστήματα να μας υπενθυμίσει αφενός μεν ποιος είναι ο έκφραστης της γνήσιας «πατριωτικής δεξιάς» αφετέρου το ποιος συνετέλεσε στην άνοδο του Κυριακου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας.
Η απάντηση στο δίλημμα , ποιον από τους δύο δρόμους θα επιλέξει ο Μητσοτάκης θα κρίνει πέρα από τον πολιτικό χρόνο που θα έχει μπροστά της η Κυβέρνηση και το πως θα τον γράψει η ιστορία τον ίδιο τον Πρωθυπουργό. Και ίσως εδώ να κρύβεται και το πραγματικό κλειδί των εξελίξεων όχι μόνο για την κυβέρνηση αλλά και για την πιθανή μετεξέλιξη του πολιτικού μας συστήματος προς τα δεξιά , με ότι αυτό συνεπάγεται για την άνοδο του δεξιού λαϊκισμού.
Μια μετατόπιση που θα έχει αυτή την φορά θύμα την παράταξη της Νέας Δημοκρατίας , που θα βρεθεί στην θέση της αιμορραγούσας πολιτικά παράταξης , θέση που στο παρελθόν κατείχε το ΠΑΣΟΚ.