Τον Οκτώβριο του 2017, ο πρώθυπουργός (τότε) Αλέξης Τσίπρας πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στις ΗΠΑ και συναντήθηκε με τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, αφού είχε προηγηθεί μια μακρά προεργασία από τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά, τον διπλωματικό σύμβουλο Βαγγέλη Καλπαδάκη και, βεβαίως, τον πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα Τζέφρι Πάϊατ.
Ως γνωστόν η συνάντηση εξελίχθηκε με εντυπωσιακό τρόπο, τα μηνύματα που εκπέμφθηκαν από την αμερικανική διοίκηση ήταν “καθαρά” και σε γενικές γραμμές θα έλεγε κανείς πως “mission accomblished” ( η αποστολή ολοκληρώθηκε επιτυχώς).
Επιστέγασμα αυτού του κλίματος ήταν οι κοινές δηλώσεις Τραμπ-Τσίπρα στο “γνωστό σημείο” του κήπου του Λευκού Οίκου και ο Έλληνας πρωθυπουργός, παρά τους λεκτικούς ελιγμούς στους οποίους αναγκάστηκε να καταφύγει σε αποστροφές των δηλώσεων του, εξασφάλισε τις εντυπώσεις που επιδιώκει κάθε Έλληνας πρωθυπουργός που επισκέπτεται τις ΗΠΑ.
Οι κοινές δηλώσεις των ηγετών που επισκέπτονται τον Λευκό Οίκο με τον εκάστοτε Αμερικανό πρόεδρο είναι μία επικοινωνιακή επισφράγηση της σημασίας που αποδίδουν οι ΗΠΑ κάθε φορά αλλά εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη συγκυρία.
Ο Αλέξης Τσίπρας υπήρξε “θύμα της επιτυχίας του”, εκείνη την περίοδο. Η συμφωνία 3+1 (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ με τη συμμετοχή των ΗΠΑ) ήταν ήδη αποφασισμένη, τα ενεργειακά “deals” είχαν ήδη μελετηθεί και σχεδιαστεί, η διαπραγμάτευση με την (τότε) ΠΓΔΜ προχωρούσε ικανοποιητικά και φαινόταν ότι θα εξασφαλιστεί η ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ, όπως ήθελε διακαώς η Ουάσιγκτον, οι αμυντικές συμφωνίες προχωρούσαν καλά, και το γενικότερο γεωπολιτικό κλίμα ευνοούσε την αναβαθμιση του ελληνικού ρόλου.
Ο Ερντογάν ήταν τότε “μαύρο πρόβατο” για τις ΗΠΑ, οπότε η αξία της παρουσίας του Αλέξη Τσίπρα στην αμερικανική πρωτεύουσα αποκτούσε ακόμα μεγαλύτερο νόημα για τα αμερικανικά συμφέροντα.
Τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά πλέον. Η τουρκική προκλητικότητα έχει αναβαθμιστεί και η απειλή ακόμα και για “θερμό επεισόδιο” είναι όχι μόνο προφανής αλλά η αμερικανική πλευρά -σύμφωνα με πληροφορίες και αναλύσεις- θεωρεί κάτι τέτοιο αρκετά πιθανό ακόμα και μέσα στο 2020.
Έχουν, όμως, αλλάξει και αρκετά σε ότι έχει να κάνει με την ελληνική τοποθέτηση στο γεωπολιτικό περιβάλλον. Η χώρα μας εμφανίζεται αμυνόμενη έναντι των τουρκικών διεκδικήσεων, επιχειρεί -και σωστά- να διευρύνει τις συμμαχίες της ως αντίβαρο, η επανεκκίνηση του Κυπριακού είναι προ των θυρών, η Τουρκία έχει προχωρήσει στην προκλητική συμφωνία με τη Λιβύη και εμφανίζεται έτοιμη για έρευνες και γεωτρήσεις νοτίως της Κρήτης.
Οι σχέσεις των ΗΠΑ με τον Ερντογάν μπορεί να βρίσκονται ενίοτε σε εξαιρετικά ψυχρό σημείο (EastMed Act, απόσυρση από την συμπαραγωγή των F35 κ.ά), οι εξελίξεις στη Συρία και, πλέον, το νέο μέτωπο με το Ιράν έχουν τροποποιήσει σημαντικά τον σχεδιασμό των ΗΠΑ στην περιοχή. Επιπροσθέτως, η Ουάσιγκτον είναι διχασμένη ανάμεσα στις αντιλήψεις του Κογκρέσου, ακόμα και του Στεϊτ Ντιπάρμτεν από τη μία και του ιδίου του Τραμπ από την άλλη.
Οι προσωπικές σχέσεις -πολλοί μιλούν και για επιχειρηματικό…υπόβαθρο- τυ Αμερικανού με τον Τούρκο πρόεδρο είναι στενές και είναι βέβαιο πως προσωπικά δεν επιθυμεί να τον φέρει σε δύσκολη θέση.
Υπό το πρίσμα αυτό, υπήρξε έντονο παρασκήνιο σχετικά με το εάν έπρεπε ή όχι να γίνουν κοινές δηλώσεις των Μητσοτάκη και Τραμπ μετά το πέρας της συνάντησης στον Λ. Οίκο. Η ελληνική πλευρά τις ήθελε, αν και δεν έλλειψαν οι ενστάσεις ( συμβούλων του Μαξίμου που βρίσκονται σε “απόσταση” εδώ και καιρό από τις εισηγήσεις της σιπλωματικής συμβούλου Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου που σύντομα μετακινείται ως πρέσβης μας στις ΗΠΑ) σχετικά με το αντίθετο.
Η δικαιολογία που προβλήθηκε είναι πως σε μια κοινή συνέντευξη Τύπου (συνήθως δίδονται δύο ερωτήσεις σε μέσα ενημέρωσης της κάθε πλευράς) το ενδιαφέρον θα μονοπωλούσαν το Ιράν (δολοφονία ΣουλεΪμανί) και η παραπομπή του Τραμπ. Δεν είναι ακριβές. Τα ελληνικά ΜΜΕ θα διατύπωναν ερωτήσεις ελληνικού ενδιαφέροντος, ίσως τα αμερικανικά να ρωτούσαν σχετικά με τα παραπάνω, ωστόσο αυτό δεν μειώνει το ενδιαφέρον να ακούγαμε τον Τραμπ να τοποθετείται επί της τουρκικής προκλητικότητας.
Αυτός είναι ο βασικός λόγος που οι Αμερικανοί δεν ήθελαν να προσφέρουν μια τέτοια ευκαιρία στην ελληνική πλευρά. Διότι ο ανεξέλεγκτος Ντόναλντ Τραμπ δεν επρόκειτο ποτέ να είναι επιθετικός προς τον φίλο του Ερντογάν ( η άτυπη ενημέρωση αξιωματούχου του Λ. Οίκου σχετικά με τη συνάντηση είναι άλλωστε ενδεικτική των προεδρικών προθέσεων ) και, ακόμα χειρότερα, θα μπορούσε να “τινάξει” την κοινή εμφάνιση στον αέρα. Αυτό θέλησε να αποφύγει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και υπό αυτές τις συνθήκες υποχώρησε από το αρχικό αίτημα για κοινή συνέντευξη Τύπου.
Μέχρι την τελευταία στιγμή (απόψε στις 9 ώρα Ελλάδος) η κατάσταση μπορεί να αλλάξει, ωστόσο το παρασκήνιο οδηγεί μάλλον στην ασφαλή προσέγγιση να μην γίνουν κοινές δηλώσεις.
Η κοινή συνέντευξη Τύπου Τσίπρα- Τραμπ στον Λ. Οίκο