Οι κορυφαίες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη σχεδιάζουν να προχωρήσουν και φέτος σε γενναίες ενέσεις ρευστότητας, θέλοντας να προσφέρουν στηρίγματα στην ασθενική ανάπτυξη. Σύμφωνα με το Reuters θα ρίξουν στο σύστημα πιθανότατα περισσότερα από 1,2 τρισ. δολάρια. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσό από το 2017, αλλά ίσως δεν είναι αρκετό να ικανοποιήσει τις αγορές, που έχοντας εθιστεί στο εύκολο, φθηνό χρήμα ζητούν ολοένα και περισσότερο.
Γεωπολιτικές εντάσεις, εμπορικές αντιπαραθέσεις, επίμονα απογοητευτικά δεδομένα για τις μεγάλες οικονομίες του πλανήτη δεν έχουν σταθεί εμπόδιο στις αγορές. που καταρρίπτουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Το πάρτι για μετοχές και ομόλογα συνεχίζεται με μικρά μόνο διαλείμματα για περισσότερο από μία δεκαετία. Τι κρατάει τους δείκτες σε τροχιά ανόδου; Η υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική και η πεποίθηση ότι η επιστροφή σε πιο περιοριστικές τακτικές θα αργήσει.
Πέρυσι υποτίθεται ότι θα ήταν η πρώτη χρονιά από το 2011 κατά την οποία οι κεντρικές τράπεζες θα απορροφούσαν περισσότερο χρήμα από το σύστημα από ό,τι θα έριχναν. Αυτό δεν έγινε ποτέ. Η Fed των ΗΠΑ εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια ομαλοποίησης της πολιτικής της και προέβη σε τρεις μειώσεις επιτοκίων. Η ΕΚΤ μείωσε το καταθετικό επιτόκιο και επανέφερε το μπαζούκας της ποσοτικής χαλάρωσης και η κεντρική τράπεζα της Κίνας προέβη σε ανάλογες κινήσεις. Οι ενέσεις των τριών τραπεζών συν της Τράπεζας της Αγγλίας και της Τράπεζας της Ιαπωνίας προβλέπεται να φτάσουν τα 1,23 τρισ. δολάρια το 2020, σύμφωνα με υπολογισμούς της Pictet Asset Management, που επικαλείται το Reuters.
Tο ποσό είναι το μεγαλύτερο από το 2017, όταν οι τονωτικές ενέσεις έφτασαν στα 2,6 τρισ. δολάρια και πολύ κοντά στον ετήσιο μέσο όρο από την κρίση της περιόδου 2008-09. Αν και όλα αυτά ακούγονται πολύ καλές ειδήσεις για τις αγορές, η Pictet εκτιμά ότι οι επενδυτές θα απογοητευθούν. Και τούτο γιατί τα σημερινά επίπεδα του παγκόσμιου δείκτη MSCI αποκαλύπτουν ότι ποντάρουν σε ενέσεις ρευστότητας ύψους 2,4 τρισ. δολαρίων από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες. Ουσιαστικά οι αγορές φαίνεται να έχουν προεξοφλήσει κάθε δυνατή θετική είδηση και αυτό τις καθιστά ευάλωτες σε πτώση. Εάν οι προσδοκίες τους για τα στηρίγματα των κεντρικών τραπεζών δεν επιβεβαιωθούν η πτώση ενδεχομένως να είναι 10% ή και μεγαλύτερη προειδοποιεί η Pictet.
Δεν είναι απαραίτητο βεβαίως τα πράγματα να εξελιχθούν έτσι. Και τούτο γιατί υπάρχει και το “χαρτί” της δημοσιονομικής τόνωσης. Η συζήτηση για στροφή σε πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική εντάθηκε τον τελευταίο χρόνο και όλοι πλέον αναγνωρίζουν πως έχει φτάσει η ώρα για τις κυβερνήσεις να σηκώσουν το δικό τους βάρος για τη στήριξη της ανάπτυξης. Παρά τις “πλούσιες” διακηρήξεις πάντως, μέχρι στιγμής οι πράξεις είναι φτωχές.
ΠΗΓΗ: naftemporiki.gr με πληροφορίες από Reuters