Oι πρώτες διαδοχικές νίκες του στην Αϊόβα και το Νιου Χαμσάιρ τις δύο προηγούμενες εβδομάδες απέναντι σ’ άλλους εννέα συνυποψηφίους για το χρίσμα ανοίγουν τον δρόμο της νίκης στον…
Μπέρνι Σάντερς ενόψει της κρίσιμης αναμέτρησης της «σούπερ Τρίτης», στις 3 Μαρτίου, που διεξάγεται ταυτόχρονα σε 15 πολιτείες, ανάμεσά τους και στις δύο πολυπληθέστερες των ΗΠΑ, την Καλιφόρνια και το Τέξας.
Καθώς οι προκριματικές της «σούπερ Τρίτης» αφορούν περισσότερο απ’ το ένα τρίτο του αμερικανικού πληθυσμού είναι αυτονόητο ότι η αναμέτρηση αυτή θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την κούρσα των Δημοκρατικών ξεκαθαρίζοντας το τοπίο στο ήδη συνωστισμένο σκηνικό των πολλών και ετερόκλητων υποψηφίων.
Την ίδια ώρα αίσθηση προκάλεσε το χθεσινό άρθρο του Πολ Κρούγκμαν στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» που καλεί ευθέως το Δημοκρατικό Κόμμα να υποστηρίξει ολόψυχα τον προοδευτικό γερουσιαστή του Βερμόντ εφόσον κερδίσει το χρίσμα. «Μάλλον δεν θα μπορούσε (ο Σάντερς) να μετατρέψει την Αμερική σε Δανία, αλλά ο Πρόεδρος Τραμπ προσπαθεί να μας μετατρέψει σε μια λευκή εθνικιστική απολυταρχία όπως η Ουγγαρία. Τι θα προτιμούσατε;» έγραψε χαρακτηριστικά ο βραβευμένος με Νόμπελ Αμερικανός οικονομολόγος.
Ενδεικτική του ισχυρού ρεύματος υποστήριξης προς τον Σάντερς είναι το γεγονός ότι σε μια «δύσκολη» πολιτεία όπως το Τέξας έχει κατορθώσει να διπλασιάσει το ποσοστό του από 12% τον περασμένο Οκτώβριο σε 24% την προηγούμενη εβδομάδα, σύμφωνα με τελευταία δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου του Τέξας για λογαριασμό της εφημερίδας «Τέξας Τρίμπιουν».
Η ίδια δημοσκόπηση έδειξε ότι ο Τραμπ κερδίζει στο Τέξας έχοντας ως αντίπαλό του τον Σάντερς, αλλά με οριακή διαφορά 47% – 45%, που είναι η μικρότερη απ’ όλους τους άλλους υποψηφίους για το χρίσμα των Δημοκρατικών, ακόμη και απ’ τον Μπλούμπεργκ.
«Οι μετρήσεις επιβεβαιώνουν αυτό που έχουμε διαπιστώσει, ότι δηλαδή ο Τραμπ κερδίζει, αλλά είναι σαφώς εξασθενημένος δεδομένου του προφίλ της πολιτείας» σημειώνει ο καθηγητής Ντάρον Σόου, ένας από τους υπεύθυνους της δημοσκόπησης. «Μ’ έναν Δημοκρατικό υποψήφιο με σάρκα και οστά απέναντί του, βλέπουμε τα ποσοστά του Προέδρου να πέφτουν. Είναι ένας Ρεπουμπλικανός κι εδώ είναι μια ρεπουμπλικανική πολιτεία, αλλά δεν πιάνει ούτε το 50%, αυτό είναι σημάδι αδυναμίας» επεσήμανε ο ίδιος.
Την ίδια ώρα όμως που ο Μπέρνι Σάντερς συνεχίζει να διευρύνει το προβάδισμά του στις προκριματικές των Δημοκρατικών, βρίσκεται σε εξέλιξη μια προσπάθεια να παρουσιαστεί σαν κάποιο είδος εξτρεμιστή. Κάποιος που θα μπορούσε να χάσει από τον Τραμπ ακριβώς εξαιτίας αυτού του «ριζοσπαστισμού». Όπως αναφέρει ωστόσο, ο Μαρκ Γουάισμπροτ σε άρθρο του στην Αυγή, μια πιο προσεκτική ματιά στα γεγονότα αρκεί όμως για να διαπιστώσει κανείς ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Ο Μπέρνι Σάντερς διαθέτει πολιτική εμπειρία 40 ετών. Και αυτά που υποστηρίζει σήμερα είναι τα ίδια με εκείνα που έλεγε από την αρχή. Η βασική διαφορά είναι ότι σήμερα κι άλλοι Δημοκρατικοί συμφωνούν μαζί του: στην ανάγκη υιοθέτησης κατώτατου ωρομισθίου 15 δολαρίων, στην απαλλαγή των φοιτητών από τα χρέη, στη δωρεάν πρόσβαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, στην επέκταση της κοινωνικής ασφάλισης, στη μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων, στην καθολική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Οι πράξεις του μιλούν περισσότερο από τα λόγια του. Καταλαβαίνει ότι η πολιτική είναι η τέχνη του συμβιβασμού. Γι’ αυτό και υποστήριξε το Obamacare όταν αποτελούσε την καλύτερη πρόταση στο τραπέζι -καλύπτοντας 20 εκατομμύρια Αμερικανούς χωρίς εξουθενωτικές προϋποθέσεις.
Είναι όμως «σοσιαλιστής», κραυγάζουν οι αντίπαλοί του παραλείποντας το πρώτο σκέλος του τρόπου με τον οποίο ο Σάντερς αυτοπροσδιορίζεται ως «δημοκρατικός σοσιαλιστής». Και ο σοσιαλισμός μπορεί να αναφέρεται από τον κομμουνισμό της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ώς τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που κυβέρνησαν τα τελευταία 70 χρόνια χώρες της Σκανδιναβίας ή τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ισπανία και τη Βρετανία.
Είναι σαφές πως ο Σάντερς ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Το πρόγραμμά του αποσκοπεί στη διόρθωση του ιδιαίτερα επιβλαβούς μετασχηματισμού της αμερικανικής οικονομίας τα τελευταία 40 χρόνια. Σε αντίθεση με τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, όταν το κοινωνικό εισόδημα επιμεριζόταν καθώς η οικονομία αναπτυσσόταν, το μεγαλύτερο μέρος της πίτας άρχισε στη συνέχεια να πηγαίνει στους περισσότερο ευνοημένους. Μετά το 1993, παραδείγματος χάριν, το 1% στην κορυφή της εισοδηματικής πυραμίδας λάμβανε σχεδόν το μισό κοινωνικό εισόδημα.
Δεν προκαλεί επομένως εντύπωση το ότι τόσοι πολλοί Αμερικανοί αισθάνονται σήμερα πως το σύστημα λειτουργεί εις βάρος τους. Αυτός ο δεξιός μετασχηματισμός ήταν έργο της διακυβέρνησης Ρέιγκαν, που στη συνέχεια έγινε αποδεκτός και εμβαθύνθηκε και από ορισμένους φιλελεύθερους ηγέτες. Ίσως αυτή η προσπάθεια εξήγησης των ριζικών μεταβολών που συντελέστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες αποτελεί τον λόγο για τον οποίο ορισμένοι αναλυτές χαρακτηρίζουν σήμερα το πρόγραμμα του Σάντερς «ριζοσπαστικό».
Στο μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα ο Σάντερς επιδιώκει να χρησιμοποιήσει τόσο τις αγορές όσο και την κυβέρνηση για να αντιστρέψει αυτή την άνιση διανομή εισοδήματος και πλούτου. Φυσικά η κυβέρνηση θα πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες για δημόσιες επενδύσεις εκεί που ο ιδιωτικός τομέας αδρανεί -όπως η μεταμόρφωση των ενεργειακών υποδομών με στόχο τη μείωση των εκπομπών άνθρακα.
Άλλα όμως σημεία του προγράμματος Σάντερς απομακρύνουν την οικονομία από κρατικές λύσεις. Για παράδειγμα μειώνοντας τον ρόλο των -ρυθμιζόμενων σήμερα από την κυβέρνηση- μονοπωλίων στον καθορισμό της τιμής των φαρμάκων και της περίθαλψης. Ή διαλύοντας μονοπώλια προς όφελος της ομαλής λειτουργίας της αγοράς σε τομείς όπως η τεχνολογία και η χρηματοοικονομία.
Ο Μπέρνι Σάντερς υπόσχεται επίσης να απαλείψει μια από τις πιο καταστροφικές καταχρήσεις της κυβέρνησής μας: τους τρομερούς, αχρείαστους «παντοτινούς πολέμους» που η πλειονότητα των Αμερικανών σήμερα απορρίπτει.
Εν κατακλείδι ο Σάντερς είναι πολύ περισσότερο πραγματιστής και λιγότερο προσηλωμένος σε ιδεολογίες από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Θα συνεχίσουμε όμως να τους ακούμε να τον αποκαλούν «ριζοσπάστη» από κάθε πλευρά αν συνεχίσει να κερδίζει έδαφος στις προκριματικές των Δημοκρατικών…
Πηγή: tvxs.gr