Από την θαλάσσια ζώνη νοτιοανατολικά της Κρήτης, την Μεγίστη και την Στρογγύλη μέχρι την Θράκη, η Τουρκία συνεχίζει να κάνει προβολή ισχύος και προβολή διεκδικήσεων. Ο στόχος είναι προφανής: επιχειρεί να συγκροτήσει μια ατζέντα επιχειρημάτων για το σύνολο της γεωπολιτικής περιοχής της ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου και να την βάλει στο τραπέζι μιας πιθανής μελλοντικής διαπραγμάτευσης στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγη ή σε άλλα fora.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Η διεθνής κοινότητα κινείται μέσα στην γνωστή –έκπαλαι- αμηχανία και αμφισημία της. Η Ε.Ε αποφασίζει κυρώσεις τις οποίες, όμως, δεν επιβάλλει, ο ΟΗΕ οχυρώνεται πίσω από την τυπικά αναγκαστική ανάρτηση των συντεταγμένων που απορρέουν από το κατά τα άλλα “νομικά άκυρο” τουρκολιβυκό μνημόνιο, η Γερμανία δια της Άγκελα Μέρκελ “χαριεντίζεται” με τον Ταγίπ Ερντογάν, και οι ΗΠΑ –παρά τις διακηρυγμένες θέσεις του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ- καθυστερούν την εκδήλωση της πολυδιαφημισμένης ως επιτυχία διαμεσολάβησης (δέσμευση Πομπέο) για την αποκλιμάκωση της έντασης.
Από την άλλη, η δήλωση του πρωθυπουργού περί “διεθνούς απομόνωσης” της Τουρκίας, όχι μόνο έχει καταρρεύσει αλλά υπονομεύεται από την διεθνή ασυλία που απολαμβάνει ο Τούρκος πρόεδρος.
Η κυβέρνηση διακηρρύσσει το “δόγμα της ψυχραιμίας”, ωστόσο καθημερινά επιβεβαιώνεται πως αυτή η “ψυχραιμία” ενισχύει την τουρκική επιθατικότητα και της παθητικότητα των εταίρων και των συμμάχων.
Επισήμως, τα κυβερνητικά στελέχη εστιάζουν –αφελώς– στην προώθηση του διαλόγου για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, λέγοντας πως εφόσον αυτά προχωρήσουν και δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες ύφεσης στην περιοχή τότε μπορεί να ανοίξει ο διάλογος για τα θέματα “υψηλής πολιτικής” που ίσως σε ένα ικανό βάθος χρόνο οδηγήσουν στην Χάγη.
Τα ΜΟΕ, ωστόσο, είναι ήδη υπονομευμένα. Από τη μία οι υπερπτήσεις και παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου πάνω από το Αιγαίο, κι από την άλλη οι τελευταίες άκρως προκλητικές δηλώσεις Τσαβούσογλου και Τσελίκ για την…”τουρκική μειονότητα” της Θράκης, επιβεβαιώνουν τις πλέον ανησυχητικές προβλέψεις.
Πως, όμως, ακριβώς εννοεί η κυβέρνηση την “ψύχραιμη” και “αποφασιστική” στάση έναντι της Τουρκίας, όταν το υπουργείο Εξωτερικών απαντά με μία μάλλον τυπική ανακοίνωση (περί Συνθήκης της Λωζάνης), την ώρα που η Άγκυρα προσβάλλει σε διεθνές ακροατήριο τον Αρχηγό του Ελληνικού Κράτους; Διότι αυτό ακριβώς αποτελούν οι δηλώσεις Τσαβούσογλου και Τσελίκ –ο δεύτερος, μάλιστα, έφτασε στο σημείο να μεμφθεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για “ρατσισμό”…
Πόση “ψυχραιμία” χρειάζεται για να μην υπερασπίζεται η κυβέρνηση τον κορυφαίο παράγοντα του πολιτεύματος και να μην βρίσκει έστω μερικές λέξεις για να καταστήσει σαφές στην άλλη πλευρά πως κάτι τέτοιο εκφεύγει ακόμα και από το σύνηθες πλαίσιο της τουρκικής προκλητικότητας;
Ο Προκόπης Παυλόπουλος ήταν ο μοναδικός που απάντησε στις πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Άμυνας Χουλουσί Ακάρ, είναι αυτός που όλα τα προηγούμενα χρόνια ανελλιπως στέλνει μηνύματα για την ωμή παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου από την γειτονική χώρα. Το ότι αποχωρεί από το προεδρικό μέγαρο, ή, ακόμα χειρότερα, το ότι δεν είναι ίσως αρκετά συμπαθής στην κυβέρνηση, δεν μπορεί και δεν πρέπει να τον καθιστούν μη υπερασπίσιμο από το Μέγαρο Μαξίμου.
Δεν αξίζει στον ίδιο αλλά, κυρίως, δεν αξίζει στη χώρα να μην προστατεύει τους θεσμούς και τα πρόσωπα που την εκπροσωπούν διεθνώς.
Είναι κάτι περισσότερο από αναγκαία, πλέον, η διαμόρφωση μιας νέας εθνικής στρατηγικής έναντι της Τουρκίας. Οι ημερίδες περί Χάγης, οι αστόχαστες δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων ακόμα και για “συνεκμετάλλευση” και ο εφησυχασμός είναι προφανές πως δεν οδηγούν πουθενά. Ακόμα και η συναινετική διάθεση της αντιπολίτευσης λειτουργεί εν τέλει αποπροσανατολιστικά.
Η κυβέρνηση πρέπει να κατανοήσει –και να πιεστεί επ΄ αυτού από την αξιωματική αντιπολίτευση– πως απαιτείται ανατροπή των στερεοτύπων που διέπουν την τακτική της. Είναι απολύτως αναγκαίο οι πολιτικές δυνάμεις να συναποφασίσουν τα επόμενα βήματα, την τεκμηρίωση μιας νέας στρατηγικής και την υπεράσπισή της στα διεθνή fora. Ο πρωθυπουργός πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλία για ένα Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών.
Είναι βαριά η ευθύνη στα χρόνια που έρχονται και δεν χρειάζεται καμία κυβέρνηση να την αναλάβει μόνη της…