«Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα».
Η μεγάλη μας ποιήτρια έχασε τη μάχη με τη ζωή σε ιδιωτικό θεραπευτήριο όπου είχε μεταφερθεί με λοίμωξη του αναπνευστικού.
Γεννήθηκε στην Aθήνα. Aπό το 1949 μέχρι του 1973 υπηρέτησε στην Tράπεζα της Eλλάδος. Eπί μία οκταετία, εργάστηκε αποσπασμένη στη σύνταξη του περιοδικού Kύκλος, που εξέδιδε η Tράπεζα, με λογοτεχνικό και οικονομικό περιεχόμενο, στο οποίο δημοσιεύονταν κείμενά της. Στην ποίηση εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1952 με τη συλλογή Ποιήματα. Mέχρι σήμερα έχει εκδώσει δέκα ποιητικές συλλογές: Ποίηματα (1952), – Έρεβος (1956), – Eρήμην (1958), – Eπί τα ίχνη (Eύφημη μνεία από την Oμάδα των Δώδεκα, 1963), – Tο λίγο του Kόσμου (B΄ Kρατικό Bραβείο Ποιήσεως, 1971), – Tο τελευταίο μου σώμα (1981), – Xαίρε Ποτέ (Kρατικό Bραβείο Ποιήσεως, 1988), – H Eφηβεία της Λήθης (Bραβείο του Iδρύματος Oυράνη, 1994), – Ποιήματα (συγκεντρωτική έκδοση, 1998), – Eνός λεπτού μαζί (1998), – oHχος απομακρύνσεων (2001). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Aγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Σουηδικά, Iταλικά και Iσπανικά. Για το σύνολο του έργου της τιμήθηκε με το Aριστείο των Γραμμάτων της Aκαδημίας Aθηνών (2001). Διακρίσεις: Xρυσός Σταυρός του Tάγματος της Tιμής.
Κική Δημουλά και …Βασιλική Ράδου
Το πατρικό της όνομα είναι Βασιλική Ράδου. Γεννήθηκε και κατοικεί στην Αθήνα. Το 1952 παντρεύτηκε τον ποιητή και πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτρη (1956) και την Έλση (1957). Εργάστηκε σαν υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος από το 1949 έως και το 1973. Είναι πρόεδρος του ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη (κοινωφελές Ν.Π.Ι.Δ. υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών).
Τιμήθηκε το 1972 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Το λίγο του κόσμου, το 1989 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Χαίρε ποτέ και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή Η εφηβεία της λήθης. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, στα Γαλλικά, στα Ισπανικά, στα Ιταλικά, στα Πολωνικά, στα Βουλγαρικά, στα Γερμανικά και στα Σουηδικά.
Σε μία ομιλία της για την ποίηση η Δημουλά όρισε ως εξής το ποίημα:
«Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα».
Πράγματι η ποίηση της Δημουλά ανθεί πάνω στο άνυδρο έδαφος της στέρησης, της απώλειας, της συναισθηματικής ματαίωσης και, προκειμένου για τα μετά από τη συλλογή Χαίρε ποτέ ποιήματά της, πάνω στο έδαφος της απουσίας του αγαπημένου προσώπου. Αυτή τη στέρηση κι αυτή την απουσία αναπληρώνει επιτυγχάνοντας μέσα στο χώρο της ποίησης την επικοινωνία με ένα εσύ, με τον άλλον που λείπει, επικοινωνία που η πραγματικότητα αρνείται. Και από αυτή την άποψη η ποίηση της Δημουλά, όσο πικρά συναισθηματικά φορτία κι αν κουβαλά, στην ουσία επιτυγχάνει την κάθαρση και τη λύτρωση.
Μέσα στον ποιητικό της χώρο, κατοικεί η ίδια περιστοιχισμένη από τα άψυχα αντικείμενα και από τις αφηρημένες έννοιες. Στις τελευταίες, δίνει υπόσταση υποκειμένων, επιτρέποντάς τους έτσι να κινούνται, να αισθάνονται, να πάσχουν και γενικώς να συμπεριφέρονται ως δρώντα πρόσωπα. Υπάρχει, δηλαδή, κατά κανόνα μία ακινησία του ποιητικού εγώ, του μόνο έμψυχου εγκάτοικου του ποιητικού της κόσμου, και αντιστοίχως μία αέναη κινητικότητα του αφηρημένου. Πρόκειται για ένα από τα πιο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά της ιδιότυπης ποιητικής φωνής της.
Συνεχή και αδιάλειπτα είναι τα σχόλια που αφορούν την απώλεια του χρόνου και τη φθορά, που αυτή η απώλεια συνεπάγεται, και διάχυτη η υπαρξιακή αγωνία.
Χαρακτηριστική είναι η γλωσσική της τόλμη που συχνά την οδηγεί σε μία ιδιαίτερα ευρηματική λεξιπλασία.
Η ποίηση της Δημουλά προσφέρει φιλόξενη στέγη σε καθημερινές πληγές και κοινά ανθρώπινα βιώματα, τολμά να δώσει διάσταση ποιητική και φιλοσοφική σε ποιήματα που αντλούν υλικό από το περιβάλλον του οικιακού βίου, και κατορθώνει να άρει τη γυναικεία καθημερινότητα στη σφαίρα της αυθεντικής ποίησης.
Σκύβοντας ουρανό ατένιζα.
Που έφτιαξα από πτώσεις.
Μαζεύοντας σπυρί-σπυρί
ό,τι δεν αφομοίωνε το ύψος.
(Το τελευταίο σώμα μου, 1981)
Η Κική Δημουλά το 1954, όταν εργαζόταν ήδη πέντε χρόνια στην Τράπεζα της Ελλάδος
Οι διακρίσεις για το σπουδαίο ποιητικό της έργο
- 2001, Χρυσός Σταυρός του Tάγματος της Tιμής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο.
- 2002, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στην οποία κατέλαβε την έδρα των γραμμάτων που είχε μείνει κενή μετά τον θάνατο του Νικηφόρου Βρεττάκου — η τρίτη γυναίκα στην ιστορία της Ακαδημίας (μετά τις Γαλάτεια Σαράντη και Αγγελική Λαΐου).
- 20 Μαΐου του 2015, αναγορεύτηκε σε επίτιμη διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ
- 1964(;), Eύφημη μνεία από την Ομάδα των Δώδεκα, για την ποιητική συλλογή Eπί τα ίχνη.
- 1972, Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, για την ποιητική συλλογή Το λίγο του κόσμου.
- 1989, Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, για την ποιητική συλλογή Χαίρε ποτέ.
- 1997, Βραβείο Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, για την ποιητική συλλογή Η εφηβεία της λήθης.
- 2001, Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου της.
- 2003, Μακεδονικό Βραβείο, για το σύνολο του έργου της.
- 2009, Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας (Prix Européen de Littérature), για το σύνολο του έργου της.
- 2010, Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, για το σύνολο του έργου της.
Η εργογραφία της Κικής Δημουλά
Ποιητικές συλλογές
- Ποιήματα, 1952 (αποκηρυγμένα)
- Έρεβος, 1956, εκδόσεις «Στιγμή», Αθήνα 1990
- Ερήμην, εκδ. Δίφρος, Αθήνα 1958. Εκδ. «Στιγμή», 1990.
- Επί τα ίχνη, εκδ. «Φέξης» Αθήνα 1963. Εκδ. «Στιγμή», 1989.
- Το λίγο του κόσμου, εκδ. «Νεφέλη», Αθήνα 1971, 1983. Εκδ. «Στιγμή», 1990.
- Το τελευταίο σώμα μου, εκδ, «Κείμενα», Αθήνα 1981. Εκδ. «Στιγμή», 1989.
- Χαίρε ποτέ, «Στιγμή», 1988
- Η εφηβεία της λήθης, «Στιγμή», 1994
- Ποιήματα, εκδόσεις «Ίκαρος», Αθήνα 1998 (Συγκεντρωτκή έκδοση· περιλαμβάνονται όλες οι προηγούμενες συλλογές εκτός από τα Ποιήματα.)
- Ενός λεπτού μαζί, «Ίκαρος», 1998
- Ήχος απομακρύνσεων, «Ίκαρος», 2001
- Χλόη θερμοκηπίου, «Ίκαρος», 2005
- Συνάντηση, Γιάννης Ψυχοπαίδης, Κική Δημουλά, «Ίκαρος», 2007 (ανθολογία με εβδομήντα τρία ζωγραφικά έργα του Γιάννη Ψυχοπαίδη)
- Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως, «Ίκαρος», 2007
- Τα εύρετρα, «Ίκαρος», 2010
- Δημόσιος καιρός, «Ίκαρος», 2014
- Άνω τελεία, «Ίκαρος», 2016
- Ο φιλοπαίγμων μύθος, εκδ. «Ίκαρος», Αθήνα 2004 (Η ομιλία που εκφώνησε η Κική Δημουλά στην Ακαδημία Αθηνών κατά την τελετή υποδοχής της.)
- Εκτός σχεδίου, «Ίκαρος», 2005 (επιλογή πεζών κειμένων)
- Έρανος σκέψεων, «Ίκαρος», 2009 (η ομιλία της Κικής Δημουλά στην Αρχαιολογική Εταιρεία στις 26 Ιανουαρίου 2009
Κική Δημουλά: Στην τράπεζα των ποιητικών καταθέσεων
Για παραπάνω από είκοσι τέσσερα χρόνια συνδύαζε την καθημερινότητα της εργασίας στην Τράπεζα της Ελλάδος με τον μαγικό κόσμο των λέξεων. Και η χθεσινή εκδήλωση προς τιμήν της υπενθύμισε τις λογοτεχνικές συνεισφορές τηςτη δεκαετία του ’60 στο περιοδικό «Κύκλος»
Η(τιµητική) επιστροφή της Κικής Δηµουλά χθες το απόγευµα στο κεντρικό κτίριο της Τραπέζας της Ελλάδος είχε πολλούς συµβολισµούς και µια ιδιαίτερη φόρτιση. Εξάλλου, εδώ εργάστηκε για είκοσι πέντε χρόνια (1949-1974) πολύ πριν γίνει µια ποιήτρια «σταρ».
Τέλος στην αναζήτηση εγγράφων από τους πολίτες : Δημιουργείται πλατφόρμα με όλα τα στοιχεία τους
Κι αυτό αφού μπορεί σήμερα η ίδια να βρίσκεται στις ευπώλητες ποιητικές πένες και πολλοί στίχοι της να ταξιδεύουν με SMS ή σε τοίχους της πόλης, να μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, σουηδικά, ιταλικά και ισπανικά και πρόσφατα από τη Σεσίλ Ιγγλέση – Μαργέλλου στα αγγλικά: «The Brazen Plagiarist», Yale University Press, Οκτώβριος 2012), να έχει αποσπάσει πολλές διακρίσεις, να είναι ακαδημαϊκός, όμως για πολλά χρόνια πέρασε από πολλά τμήματα της Τράπεζας.
Εκείνη την εικοσαετία οριστικοποίησε μέσα της τον ποιητικό της κώδικα, το ύφος, ίσως και πολλές από τις μεταγενέστερες εμπνεύσεις της. Τότε εξάλλου ήταν που για οκτώ χρόνια είχε αποσπαστεί στη σύνταξη του περιοδικού «Kύκλος» που εξέδιδε η Tράπεζα με πρωτοβουλία του Ξενοφώντα Ζολώτα, με λογοτεχνικό και οικονομικό περιεχόμενο, στο οποίο δημοσιεύονταν κείμενά της.
Η χθεσινή λοιπόν βραδιά ήταν ξεχωριστή για τη Δημουλά, αφού εκεί, στον γνώριμό της χώρο (που προσελήφθη την τελευταία χρονιά του Εμφυλίου, όταν και συνταξιοδοτήθηκε ο πατέρας της Χρήστος Ράδος, επίσης τραπεζικός υπάλληλος στην Τράπεζα), και παρόντος του Προέδρου της Δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια τιμήθηκε με πλακέτα από τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Γεώργιο Προβόπουλο.
Επίσης, για τη χθεσινή εκδήλωση, το Κέντρο Πολιτισμού, Ερευνας και Τεκμηρίωσης της Τραπέζης της Ελλάδος εξέδωσε συλλεκτικό τεύχος του περιοδικού της Τραπέζης «Κύκλος» με κείμενα της Κικής Δημουλά από την εποχή που η ίδια αρθρογραφούσε στο περιοδικό (που παρεμπιπτόντως σταμάτησε την κυκλοφορία του η χούντα το 1967). «Ημουν δεκαεννιά ετών τότε. Ο πατέρας μου θα έφευγε για σύνταξη και η Τράπεζα έδινε το δικαίωμα στους υπαλλήλους της να βάλουν τα παιδιά τους εκεί. Εγώ βέβαια ήθελα να γίνω μουσικός, να μάθω πιάνο. Μου άρεσε και να τραγουδάω. Ηθελα να γίνω και δικηγόρος, αλλά με απέτρεψε η οικογένειά μου και ο μεγαλοδικηγόρος αδελφός της μάνας μου», εξομολογούνταν η ίδια στην εκπομπή «Μονόγραμμα» της Ηρώς και του Γιώργου Σγουράκη που αποσπάσματά της προβλήθηκαν στη χθεσινή εκδήλωση.
Και ίσως αυτή η μονοδιάστατη και προβλεπόμενη ζωή του εργάσιμου βίου να συσσώρευσε μέσα της το αδόκητο του λόγου της, την ανατροπή των στίχων και των νοημάτων και τη νέα οριοθέτηση του ποιητικού λόγου που επέβαλε. «Οποια κενά χρόνου έβρισκα τα αξιοποιούσα. Τι σχέση όμως μπορεί να είχα με τον πεζό λόγο; Και όμως καταπιανόμουν και έγραφα κάθε μήνα. Είχα ένα βάρος να δίνω ύλη στο περιοδικό, δεν ήταν και τόσο θαρραλέα τότε τα πράγματα», είπε η Κική Δημουλά στα «ΝΕΑ» και ένα απόσπασμα από πεζό της του 1962 (στο τεύχος 18 του «Κύκλου») με τον τίτλο «Υπό τα Φώτα της Πόλεως» αποκαλύπτει μια πυρετώδη παρατηρήτρια της πόλης, της πόλης που αγαπά και δεν αποχωρίστηκε ποτέ, αφού εδώ βρήκε τη μετέπειτα ποιητική της ύλη: «Θεέ μου, τι πλούσιο φιλμ που είναι ένας κεντρικός δρόμος, μια κεντρική ώρα, ένα κεντρικό ζαχαροπλαστείο, με επίκεντρο τη βροχή. Ασπρες, νερένιες τις ξέραμε τις σταγόνες, επίχρυσες, κίτρινες, διαμαντένιες τις ανακαλύπτουμε, καθώς περιλούονται από τα φώτα των αυτοκινήτων. Τι θαμποί, τι ταξιδιάρικοι, τι νοτισμένοι που φαίνονται οι επιβάτες των τρόλεϊ και των λεωφορείων πίσω από τα χνωτισμένα τζάμια. Σα φωτογραφίες που πήραν φως ή που οι άνθρωποι κουνήθηκαν, κι οι φωτογραφίες χάλασαν, σάστισαν».
Και μπορεί να φαντάζει αντιφατική η εικόνα της τραπεζικού που γράφει ποίηση και πεζό, αλλά εκείνη σημειώνει: «Είχα τον ψόγο των ομοτέχνων μου συχνά ότι πέρα από μητέρα και ως εργαζόμενη δεν αφιερώνομαι στην ποίηση. Πάρα ταύτα δεν ξέχασα ποτέ την ποίηση. Ούτε στον καιρό των μεγάλων απωλειών. Μάλλον τότε τη θυμήθηκα πολύ περισσότερο».
Γεννημένη το 1931 – το πατρικό της όνομα είναι Βασιλική Ράδου – δεν έφυγε ποτέ από την Κυψέλη (για ένα μικρό διάστημα μόνο πήγε στην Αγία Παρασκευή). Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1956 με την συλλογή «Ερεβος», ενώ φαίνεται να χωρίζεται το έργο της σε εκείνο πριν από το 1971 (εκείνη τη χρονιά κυκλοφόρησε τν συλλογή «Το Λίγο του Κόσμου») και στην ύστερη και οριστική εποχή της, όπου η γλώσσα γίνεται ένα μουσικό όργανο στα χέρια της, τα ρήματα γίνονται επίθετα, τα ουσιαστικά επιρρήματα.
Με μεγάλη διείσδυση στις νεότερες γενιές, που αναζητούν ίσως σε θραύσματα του ποιητικού της λόγου το έλλογο αντίδοτο της ερωτικής απελπισίας, του θανάτου, της μοναξιάς (προσφιλών και εκείνης θεμάτων), προσφάτως μπήκε στο στόχαστρο από μερίδα του ψηφιακού όχλου για υποτιθέμενη «ξενοφοβική» δήλωσή της σε εκδήλωση στην Κυψέλη με θέμα την αγαπημένη της γειτονιά. Χαρτογράφος της πόλης, βαθιά υπαινικτική, δεν μπορεί να μη βρεις «σπέρματα» του ποιητικού της σύμπαντος στα τότε πεζά της στο περιοδικό «Κύκλος». Ενα ακόμη δείγμα από εκείνο με τον τίτλο «…Και πραγματικοτήτων» του 1965 (τεύχος 45): «Και τότε παρουσιάζεται εκείνη, έτσι ολοέξαφνα, ούτε το πήρα είδηση από πού ήρθε, από ποια απελπισμένη του βόλτα ξετινάχτηκε, από ποια δική της αταραξία αβίαστα πρόβαλε. Στέκεται εδώ στην πόρτα, παίζει μαζί της το φως, κρατάει ένα μισοφαγωμένο σουβλάκι, δαγκώνει μια νέα μπουκιά, τη μασάει μαζί με μια “καλησπέρα”. Χαριτωμένα κι εύθυμα, με τη χάρη και την ευθυμία των ανθρώπων που αργούνε, έτσι θέλουν κι αργούνε. Αυτός, μόλις την βλέπει, όχι να πλησιάσει, όχι να της μιλήσει. Πισωπατάει μόνο, και εξαντλημένος, ρίχνεται πάνω στον τοίχο του σπιτιού. Και μένει έτσι. “Η κούραση της ευδαιμονίας, σκέφτομαι».
Το συλλεκτικό τεύχος του «Κύκλου», που κυκλοφορεί από χθες και συγκεντρώνει τα τότε πεζά της (πολλά από τα οποία είχαν εκδοθεί και από τον Ικαρο), είναι ένα καθρέφτισμα του έργου της πριν από πενήντα χρόνια. Το οποίο έριχνε γέφυρες προς το – αιώνιο – σήμερα.
Με πληροφορίες από “τα Νέα”, wikipedia