«Ρε μπαγάσα! Περνάς καλά εκεί πάνω; Μιαν ανάσα γυρεύω για να γιάνω. Δεν το πιστεύω να με χλευάζεις σαν σε χαζεύω δε χαμπαριάζεις. Πρότεινέ μου κάποια λύση δε θα σου παρα κοστίσει».
Μία μέρα σαν και αυτή ένας από τους τρεις «Άγιους των Εξαρχείων» ο Νικόλας Άσιμος – “Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το “Άσιμος” με γιώτα…”- νικήθηκε από τους «δαίμονες του» καθώς βρέθηκε κρεμασμένος από σωλήνα ύδρευσης στο «Χώρο Προετοιμασίας» όπως αποκαλούσε το τελευταίο μαγαζόσπιτό του στην οδό Καλλιδρομίου 55 στα Εξάρχεια.
Ο Νικόλας Άσιμος σε όλη του τη ζωή υπήρξε αντισυμβατικός στον τρόπο ζωής του. Πολλές φορές τόσο τα λεγόμενά του, όσο και τα τραγούδια του θεωρήθηκαν από πολλούς ως προκλητικά. Αρχικά οι πολιτικές του πεποιθήσεις ήταν αριστερές, ωστόσο στην πορεία έκανε στροφή προς τον αναρχισμό. Όμως έφυγε και από εκεί καθώς δεν ήθελε να του «κολλούν ταμπέλες».
Γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου 1949 και τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Κοζάνη. Το κανονικό του όνομα ήταν Νικόλαος Ασημόπουλος και ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης καταστήματος γενικού εμπορίου, ενώ η μητέρα του είχε προσφυγική καταγωγή. Υπήρξε μέτριος μαθητής, ωστόσο στην εφηβεία του αγάπησε τα ποιήματα του Γιώργου Σουρή. Ακόμη διασκέδαζε τους συμμαθητές του σκαρώνοντας στιχάκια κατά κύριο λόγο πάνω σε ξένες επιτυχίες της εποχής. Ένα από τα τραγούδια που μετέτρεψε ήταν το γαλλικό τραγούδι Monsieur Cannibale του 1966 που τραγούδησε ο Sacha Distel. Μάλιστα έστειλε το συγκεκριμένο στιχούργημά του σε στήλη για τη νεολαία που διατηρούσε ο δημοσιογράφος Νίκος Μαστοράκης στην εφημερίδα Ελεύθερος Κόσμος. Τότε χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο «’Άσιμος».
Το 1967 Το 1967 εισήχθη στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., όπου ασχολήθηκε με το φοιτητικό θέατρο, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα στην ιδιωτική Δραματική Σχολή του Κυριαζή Χαρατσάρη, χωρίς ωστόσο να αποφοιτήσει. Στη Θεσσαλονίκη αγόρασε την πρώτη του κιθάρα και ξεκίνησε να παίζει ως αυτοδίδακτος και να συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια.
Η πρώτη του εμφάνιση στο κοινό ως τραγουδοποιός και ως ηθοποιός έγινε τον Δεκέμβριο του 1972. Εκείνη την περίοδο ερμήνευε το μονόπρακτο «Το Πανηγύρι» του Ζαν Κοκτώ) στο δώμα του Λευκού Πύργου, το οποίο είχε μετατραπεί σε μπουάτ. Εκεί προέκυψαν για πρώτη φορά διαφωνίες και ρήξεις με συνεργάτες του, ένα φαινόμενο που τον ακολούθησε σε όλη την καλλιτεχνική διαδρομή του. Τον Μάιο του 1973 εγκατέλειψε τις σπουδές του, έφυγε από τη Θεσσαλονίκη και κατέβηκε στην Αθήνα. Τότε ξεκίνησε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τη μουσική, περιλαμβάνοντας όμως πάντα θεατρικά στοιχεία στις εμφανίσεις του. Στις μπουάτ της Πλάκας συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με καλλιτέχνες όπως ο Πάνος Τζαβέλας, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Σάκης Μπουλάς, ο Θάνος Αδριανός, ο Περικλής Χαρβάς, η Μαριάννα Τόλη και το ντουέτο Λήδα-Σπύρος. Το 1974 δε, σκηνοθέτησε μία βραχύβια μουσικοθεατρική παράσταση στη μπουάτ «Εντεκάτη Εντολή», χωρίς όμως την αναμενόμενη ανταπόκριση από το κοινό.
Το 1975 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη δισκογραφία με ένα δίσκο 45 στροφών που περιείχε τα τραγούδια «Ο Μηχανισμός» (Α’ πλευρά) και «Ο Ρωμιός» (Β’ πλευρά) σε ενορχήστρωση του Γιώργου Στεφανάκη. Ωστόσο έπεσε θύμα λογοκρισίας καθώς δεν μπορούσε να μεταδοθεί από την δημόσια ραδιοτηλεόραση. Ωστόσο μπορούσε κάποιος να τον αγοράσει από τα δισκοπωλεία. Την ίδια χρονιά συμμετείχε στο πρόγραμμα του Μουσικού Καφενείου «Σούσουρο» (υπόγειο στην οδό Αδριανού 134 στην Πλάκα), ενός, κατά κάποιον τρόπο, πολιτικού καμπαρέ της Μεταπολίτευσης. Το 1976 απέκτησε μία κόρη από την εκτός γάμου σχέση του με την αναρχοφεμινίστρια Λίλιαν Χαριτάκη.
Λίγο πριν τις εκλογές του 1977 προσήχθη και προφυλακίστηκε στις φυλακές της Αίγινας μαζί με πέντε εκδότες πολιτικών εντύπων (τέσσερις αναρχικούς και έναν αριστεριστή), γιατί παρουσιάστηκαν από την Αστυνομία σαν «ηθικοί αυτουργοί» ταραχών που ξέσπασαν στην Αθήνα κατά τη διάρκεια αντιγερμανικών διαδηλώσεων, με αφορμή τους θανάτους μελών της ένοπλης οργάνωσης «Φράξια Κόκκινος Στρατός» («RAF») στα «λευκά κελιά» των φυλακών Σταμχάιμ στη Δυτική Γερμανία. Ωστόσο μετά από λίγες εβδομάδες αφέθηκε ελεύθερος. Το 1978 ξεκινά η περιπέτειά του για να αποφύγει την στράτευση. Πήρε απαλλαγή καθώς προσποιήθηκε ότι ήταν ψυχοπαθής και κατάφερε να του αναγνωριστεί ότι πάσχει από σχιζοειδή ψύχωση. Όπως περιγράφει στο βιβλίο του «Αναζητώντας Κροκάνθρωπους», ιδιωτική έκδοση με πλήθος αυτοβιογραφικών στοιχείων, την οποία τύπωσε το 1980 και διακινούσε ο ίδιος, υιοθέτησε αυτή την συμπεριφορά γιατί ήταν αντίθετος προς τη στράτευση.
Από τον Σεπτέμβριο του 1978 μέχρι και το 1987 κυκλοφόρησε οκτώ παράνομες κασέτες με, λιγότερο ή περισσότερο, πρόχειρες ηχογραφήσεις τραγουδιών του. Τις διακινούσε κυρίως ο ίδιος, στα κάγκελα του Πολυτεχνείου στην οδό Πατησίων, τριγυρνώντας σε μαγαζιά, νυχτερινά κέντρα και μπαρ, ή στα «μαγαζόσπιτα» όπου ζούσε κατά καιρούς, με πιο χαρακτηριστικό το ημιυπόγειο επί της οδού Αραχώβης 41 στα Εξάρχεια. (Ήταν η περίφημη «υπόγα» του ‘Ασιμου, εκεί όπου διέμεινε από το φθινόπωρο του 1978 έως την άνοιξη του 1983).
Από το 1981 ξεκινά η σχέση με τα ψυχιατρεία όπου και νοσηλεύθηκε πολλές φορές. Το Νοέμβριο του 1982 κυκλοφόρησε από την εταιρεία δίσκων «Μίνως» ο μοναδικός δίσκος 33 στροφών (LP) που έβγαλε όσο ζούσε, με τίτλο «Ο Ξαναπές», σε ενορχήστρωση του Θανάση Μπίκου και παραγωγή του Ηλία Μπενέτου. Σε αυτόν συμμετείχαν η Χάρις Αλεξίου σε δύο τραγούδια («Αμα σε λέγαν Βάσω» και «Παπάκι»), ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου σε άλλα δύο («Πιάστηκα Σχοινί Κορδόνι» και «Της Επανάστασης») και η Αθηναΐκή Κομπανία σε ένα τραγούδι («Σεισμός»), το όνομα της οποίας δεν γράφτηκε στο εξώφυλλο, διότι θεωρήθηκε πολύ «εμπορική» για τον «αντάρτη» Άσιμο.
Παράλληλα στο κέντρο της Αθήνας έστηνε αυτοσχέδιες παραστάσεις στο δρόμο (happenings) στο κέντρο της Αθήνας, για τις οποίες είχε επινοήσει τους όρους «Κροκ» (στη δεκαετία του ’70) και «Βόλτα» (στη δεκαετία του ’80 στο Λόφο του Στρέφη). Μάλιστα τον ακολουθούσαν περιστασιακοί συνοδοιπόροι του στο πλαίσιο μιας αρχηγικής καλλιτεχνικής και πολιτικής παρέμβασης. Την ίδια περίοδο έκανε σύντομα περάσματα σε κινηματογραφικές ταινίες. Επίσης έφτιαξε δύο βραχύβια μουσικά συγκροτήματα, την «Exarchia Square Band», με τον Χρήστο Ζυγομαλά, και τους «Νικόλας ΄Ασιμος και οι Εναπομείναντες» με τον Τόλη Βουλτζάτη και τη Λίτσα Περράκη, με τα οποία δεν ηχογράφησε.
Τον Απρίλιο του 1987 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου τραγούδησε στον δίσκο του «Χαιρετίσματα» πέντε τραγούδια του ‘Ασιμου τα οποία ήταν τα εξής: «Ο σάλιαγκας κι ο μάλιαγκας», «Αγαπάω κι αδιαφορώ», «Θα ‘ρθω να σε βρώ», «Θα νικήσουμε (Venceremos)», «Καταρρέω».
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε εκφράζοντας μεταφυσικές ανησυχίες. Τότε ήταν που απέκτησε εμμονή με το έργο του Αμερικανού ανθρωπολόγου και συγγραφέα Κάρλος Καστανιέδα (1925 – 1998) και, σύμφωνα με μαρτυρίες, πίστεψε ότι διέθετε ικανότητες σαμάνου και έκανε «πειράματα αθανασίας» σκοτώνοντας άτυχα κατοικίδια ζώα τα οποία μετά προσπαθούσε να «αναστήσει».
Το 1987 κατηγορήθηκε για το βιασμό μίας κοπέλας. Η επικείμενη δίκη του, του δημιούργησε συνέπειες στην ψυχοσύνθεσή του. Εν τέλει «οι δαίμονες του» τον νίκησαν τα ξημερώματα της 17ης Μαρτίου. Ήταν 38 ετών…