Πριν ακόμη αρχίσουν να φαίνονται σε όλη τους την έκταση οι επιπτώσεις της πανδημίας κορονοϊού στην ελληνική οικονομία, εφιαλτικά είναι τα πρώτα στοιχεία για την εξέλιξη της βιομηχανικής παραγωγής: Ο δείκτης PMI που “μετρά” την πορεία του μεταποιητικού τομέα βάσει παραγωγής και παραγγελιών, υποχώρησε τον Μάρτιο στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας 5ετίας – εκεί όπου είχε πέσει τον Ιούλιο του 2015, όταν η Ελλάδα βρέθηκε στα πρόθυρα πτώχευσης και ήταν εξαιρετικά αμφίβολη η παραμονή της στο ευρώ.
Είναι μιά ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη, που δείχνει ότι κλείνει ένας τριετής κύκλος ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, με σταδιακή αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης στον τομέα της μεταποίησης.
Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η κάμψη των παραγγελιών, που προδιαγράφει περαιτέρω συρρίκνωση της βιομηχανικής παραγωγής και της απασχόλησης τους επόμενους μήνες. Η συρρίκνωση αυτή θα επιταχυνθεί μάλιστα, με τη γενική απορρύθμιση της οικονομίας σε παγκόσμιο επίπεδο λόγω κορονοϊού, την επιδείνωση του επιχειρηματικού κλίματος και την κάμψη των εξαγωγών και της εγχώριας ζήτησης.
Από τις μετρήσεις της IHS Markit που καταρτίζει στην Ελλάδα τον δείκτη ΡΜΙ (Purchasing Managers Index), προκύπτει ένα ακόμη ιδιαίτερα αρνητικό στοιχείο: Οι επιχειρήσεις του μεταποιητικού τομέα αναγκάζονται να χαμηλώσουν τις τιμές πώλησης, αν και έχει αυξηθεί το κόστος πρώτων υλών και άλλων συντελεστών παραγωγής. Κατά το πρώτο φετινό τρίμηνο οι μειώσεις τιμών ήταν οι μεγαλύτερες της τελευταίας τετραετίας.
Κλονίζεται η εμπιστοσύνη
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η ΙΗS Markit, ο δείκτης PMI έπεσε τον Μάρτιο στις 42,5 μονάδες, από 56,2 τον Φεβρουάριο.
Αυτή η μεγάλη “βουτιά” ήταν αποτέλεσμα μεγάλης μείωσης της παραγωγής και των νέων παραγγελιών. Με τη σταδιακή εξάπλωση της επιδημίας και την έντονη μείωση της ζήτησης από το εσωτερικό και το εξωτερικό, πολλές επιχειρήσεις περιόρισαν την παραγωγή, διέκοψαν τη λειτουργία τμημάτων, ή έκλεισαν προσωρινά τα εργοστάσια τους την τελευταία εβδομάδα του Μαρτίου.
Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι μετά την μεγάλη άνοδο του Φεβρουαρίου, η παραγωγή μειώθηκε τον Μάρτιο με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από το απόγειο της κρίσης δημόσιου χρέους, τον Ιούλιο του 2015.
Οπως επισημαίνει η ΙΗS Markit, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη καταγράφηκε αρνητική στο τέλος του πρώτου τριμήνου, λόγω του φόβου για πιθανό κλείσιμο και για τη διάρκεια που θα έχουν οι συνέπειες του ιού στην οικονομία.
Χαμηλότερη ζήτηση
Παράλληλα με το κλείσιμο των εργοστασίων, καταγράφεται μεγάλη κάμψη της ζήτησης από το εσωτερικό και το εξωτερικό. Οι εταιρείες που συμμετέχουν στην έρευνα για την κατάρτιση του δείκτη ΡΜΙ, ανέφεραν ότι οι βασικοί πελάτες τους στο εξωτερικό, οι εξαγωγείς και οι πελάτες από το εσωτερικό μείωσαν δραστικά ή ακύρωσαν τις παραγγελίες τους ενόψει της εξάπλωσης της επιδημίας COVID-19 και των μέτρων έκτακτης ανάγκης.
Οι βιομηχανικές επιχειρήσεις μείωσαν τον αριθμό εργαζομένων τους, καθώς η πτώση της ζήτησης και το αναξιοποίητο παραγωγικό δυναμικό τους έδωσαν τη δυνατότητα διεκπεραιώσουν παλιές παραγγελίες και εκκρεμότητες με λιγότερο προσωπικό.
Μειώθηκε απότομα η απασχόληση
Η μείωση των επιπέδων απασχόλησης ήταν απότομη και η ταχύτερη που έχει καταγραφεί από τον Σεπτέμβριο του 2015. Οι προβλέψεις σχετικά με τα επίπεδα παραγωγής μέσα στο επόμενο έτος ήταν απαισιόδοξες τον Μάρτιο, καθώς οι ανησυχίες σχετικά με τη διάρκεια του κλεισίματος των εταιρειών επηρέασαν αρνητικά το κλίμα που επικρατούσε στον κλάδο.
Η Siân Jones, οικονομολόγος στην IHS Markit, η οποία καταρτίζει την έρευνα του ελληνικού Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών PMI, δήλωσε:
«Η δυναμική ανάπτυξης του μεταποιητικού τομέα στην Ελλάδα σταμάτησε απότομα τον Μάρτιο, καθώς οι επιπτώσεις από την εξάπλωση της επιδημίας COVID-19 και τα μέτρα εκτάκτου ανάγκης της κυβέρνησης για την προστασία του κοινού μείωσαν σημαντικά την παραγωγή και τη ζήτηση των πελατών. Οι λειτουργικές συνθήκες επιδεινώθηκαν για πρώτη φορά σε διάστημα περίπου τριών ετών, καθώς οι εταιρείες ανέφεραν τη χειρότερη απόδοση του μεταποιητικού τομέα που έχει καταγραφεί από την κρίση δημόσιου χρέους το 2015.
Η πρόδηλη μεταβολή των συνθηκών υπογραμμίστηκε από τις αρνητικές προοπτικές σχετικά με την παραγωγή μέσα στο επόμενο έτος».