«Βρισκόμαστε σε πόλεμο με έναν τρομερό κοινό εχθρό: τον κοροναϊό. Έναν εχθρό που απειλεί τη δημόσια υγεία, την κοινωνία, την οικονομία και ιδίως το παραγωγικό δυναμικό της οικονομίας», γράφει ο διοικητής της ΤτΕ σε άρθρο του στην online έκδοση της εφημερίδας Handelsblatt. Όπως επισημαίνει «εάν μέρος αυτού του παραγωγικού δυναμικού απαξιωθεί, σε περίπτωση πτωχεύσεων επιχειρήσεων, τότε ένα σοβαρό, αλλά βραχυχρόνιο, οικονομικό πρόβλημα θα εξελιχθεί σε μακροχρόνιο».
Στο άρθρο του τονίζει:
Προς το παρόν παραμένει ιδιαίτερα αβέβαιο πώς θα εξελιχθεί η πανδημία και κατά συνέπεια, πόσο θα διαρκέσουν τα μέτρα για τον περιορισμό της διασποράς της και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στο ΑΕΠ. Ασφαλείς προβλέψεις δεν μπορούν να γίνουν ακόμη, παρά μόνο εκτιμήσεις βάσει σεναρίων που εξαρτώνται από υποθέσεις. Ένα πράγμα όμως είναι ήδη γνωστό: ότι αυτός ο κλυδωνισμός είναι χειρότερος από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και την κρίση δημόσιου χρέους του 2010. Κι αυτό γιατί αποτελεί έναν εξωτερικό, συμμετρικό, κοινό κλυδωνισμό που επηρεάζει ολόκληρο τον πλανήτη, από την πλευρά της ζήτησης, από την πλευρά της προσφοράς (συμπεριλαμβανομένων των διεθνών αλυσίδων εφοδιασμού) και από την πλευρά του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Σε μεγάλο βαθμό, αυτός ο τριπλός κλυδωνισμός οφείλεται στο ότι οι οικονομίες υπόκεινται στα περιοριστικά μέτρα που έχουν επιβάλει οι κυβερνήσεις, με σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας. Χωρίς αυτά τα μέτρα, οι μακροπρόθεσμες συνέπειες στην οικονομία θα ήταν ακόμη μεγαλύτερες και θα κατέστρεφαν τον πληθυσμό και τον κοινωνικό ιστό. Και κάτι τέτοιο δεν πρέπει να επιτρέψουμε να συμβεί.
Πρόκειται για έναν τεράστιο συμμετρικό κλυδωνισμό, αλλά με ασύμμετρες συνέπειες, ανάλογα με τις αρχικές συνθήκες κάθε χώρας ως προς τη δημόσια υγεία, καθώς και ως προς το δημόσιο χρέος και το διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο. Για παράδειγμα, θα έχει πολύ διαφορετικό αντίκτυπο σε ένα κράτος-μέλος με αρχικό ποσοστό δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ 60% από ό,τι σε ένα άλλο με αρχικό ποσοστό χρέους 170%. Εάν, κατά μέσο όρο, το ποσοστό χρέους/ΑΕΠ στην ευρωζώνη αυξηθεί κατά 10 έως 40 ποσοστιαίες μονάδες, ανάλογα με το πόσο βαθιά θα είναι η ύφεση το 2020 (αυτές είναι οι τρέχουσες εκτιμήσεις – βλ. μεταξύ άλλων Zsolt Darvas, The Fiscal Consequences of the Pandemic, Bruegel, 30.3.2020), οι επιπτώσεις θα είναι πολύ διαφορετικές στα επιμέρους κράτη-μέλη, ανάλογα με τις αρχικές συνθήκες δημόσιου χρέους του καθενός. Και όταν περάσει η πανδημία, θα μπορούσαν να επανέλθουν στο προσκήνιο ζητήματα βιωσιμότητας του χρέους, τα οποία θα λειτουργούσαν ανασχετικά για τις προοπτικές ανάπτυξης. Αυτός είναι άλλος ένας λόγος για τον οποίο οι διαφορές αποδόσεων των κρατικών ομολόγων δεν πρέπει να αρχίσουν να αυξάνονται, ιδιαίτερα για τα κράτη-μέλη με ήδη υψηλό λόγο χρέους.
Πέρα από τα ζητήματα βιωσιμότητας του χρέους, υπάρχουν και ηθικά ζητήματα, καθώς επίσης και εξωτερικότητες συντονισμού, που συνδέονται με τις διαφορετικές αρχικές συνθήκες: τα κράτη-μέλη που δεν διαθέτουν επαρκή δημοσιονομικό χώρο ώστε να αντιμετωπίσουν την πανδημία δεν θα πρέπει να αφεθούν στην τύχη τους, για προφανείς ανθρωπιστικούς λόγους, αλλά και λόγω του κινδύνου εξάπλωσης της πανδημίας σε περίπτωση που δεν κατορθώσουν να τη συγκρατήσουν.
Συνεπώς, χρειαζόμαστε μια ισχυρή συμμαχία για να αντιμετωπίσουμε αυτό τον κοινό εχθρό. Συμμαχία τουλάχιστον όλων εκείνων που έχουν κοινό νόμισμά τους το ευρώ. Τώρα είναι η στιγμή για κοινή δράση και αλληλεγγύη. Οι προβληματισμοί για τον ηθικό κίνδυνο, αν και είναι σημαντικοί στην περίπτωση ασύμμετρων κλυδωνισμών που οφείλονται π.χ. σε λάθη οικονομικής πολιτικής, δεν θα πρέπει να καθορίσουν τις ενέργειές μας σήμερα.
Συμμαχία σημαίνει κοινή δράση. Αυτή τη δράση μπορούμε να την ονομάσουμε προσωρινή αμοιβαιοποίηση της έκδοσης ομολόγων ή όπως αλλιώς θέλουμε. Δεν έχει σημασία πώς θα την ονομάσουμε, ούτε πρέπει να παγιδευθούμε σ’ αυτή τη ρητορική. Η από κοινού έκδοση χρεογράφων είναι μια κοινή δράση εναντίον του κοινού εχθρού και προς το σκοπό αυτό μπορεί να αξιοποιηθεί όλη η δύναμη πυρός των τριών ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων: του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ), της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ).
Η από κοινού έκδοση ομολόγων δεν είναι κάτι καινοφανές (στο παρελθόν ο ΕΜΣ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άντλησαν με κοινές εκδόσεις 800 δισεκ. ευρώ) και μπορεί να πραγματοποιηθεί σταδιακά. Ο ΕΜΣ μπορεί να διαδραματίσει πολύ σοβαρό ρόλο, αλλά στη σημερινή συγκυρία της πανδημίας αυτό δεν θα πρέπει να γίνει σύμφωνα με τους κανόνες περί πιστωτικής γραμμής με ενισχυμένους όρους (Enhanced Conditions Credit Line, ECCL). Αυτοί οι κανόνες και οι όροι έχουν θεσπιστεί για άλλους σκοπούς (ασύμμετροι, ιδιοσυγκρασιακοί κυδωνισμοί) και δεν πρέπει να εφαρμοστούν στις σημερινές περιστάσεις. Πρέπει λοιπόν, προσωρινά, να τροποποιηθούν κατάλληλα, ώστε τα κράτη-μέλη να μπορούν να αξιοποιήσουν πλήρως τους πόρους του ΕΜΣ.
Τουλάχιστον 1.000 δισ. ευρώ (περίπου το 10% του ΑΕΠ της ευρωζώνης) πρέπει να διατεθούν από τα προαναφερόμενα τρία ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, επιπλέον των δημοσιονομικών πόρων που διαθέτουν εξ ιδίων τα κράτη-μέλη, αξιοποιώντας την ευελιξία που παρέχεται από τη Συνθήκη εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις.
Χρειαζόμαστε όλη την ευελιξία και τη δύναμη πυρός που μπορούμε να έχουμε. Η κοινή νομισματική πολιτική και η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν ταυτόχρονα για να περιοριστούν οι επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία, δεδομένου του μεγέθους και της φύσης του εξωτερικού, συμμετρικού κλυδωνισμού. Η ΕΚΤ έχει επιδείξει ευελιξία και πνεύμα αλληλεγγύης και ήδη υλοποιεί ένα πρόγραμμα αγοράς τίτλων συνολικού ύψους περίπου 1.000 δισ. ευρώ, ενώ παράλληλα διευρύνει το φάσμα των αποδεκτών εξασφαλίσεων, προκειμένου να ενισχύσει τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής υπό τις παρούσες έκτακτες συνθήκες. Το εποπτικό σκέλος της, ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός, επίσης ενήργησε γρήγορα και παρείχε στις εμπορικές τράπεζες την αναγκαία προσωρινή ευελιξία όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια και τη ρευστότητα. Το ίδιο πνεύμα, ευελιξία και ρεαλισμό πρέπει να επιδείξουν και τα άλλα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.
Η σημερινή κρίση δεν πρέπει να μείνει αναξιοποίητη: έχοντας αντλήσει διδάγματα από την προηγούμενη κρίση, πρέπει να συντονίσουμε τις δράσεις μας και σε άλλους τομείς. Το δημόσιο χρέος δεν είναι ο μόνος τομέας ανησυχίας: η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού αναμένεται και αυτή να επιδεινωθεί λόγω της βαθιάς ύφεσης που θα προκύψει το 2020.
Παρότι οι εμπορικές τράπεζες διαθέτουν, κατά μέσο όρο, επαρκή κεφάλαια που μπορούν να τα αποδεσμεύσουν για να χορηγήσουν νέες πιστώσεις προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά και να εφαρμόσουν προσωρινή αναστολή των δόσεων δανείων σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EΑΤ), τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) είναι πολύ πιθανό να αυξηθούν σημαντικά. Από την προηγούμενη εμπειρία μας, τα ΜΕΔ είναι ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε την επόμενη μέρα. Γι’ αυτό και θα χρειαστούμε πλήρη, αν και προσωρινή, ευελιξία όσον αφορά τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων προς τον τραπεζικό τομέα, καθώς και τη χρήση εταιριών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (Asset Management Companies) σε ευρωπαϊκό ή/και εθνικό επίπεδο για την αποτελεσματική και ταχεία αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ. Διαφορετικά, η ανάκαμψη των οικονομιών των κρατών-μελών θα καθυστερήσει. Στο πλαίσιο αυτό, η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης θα καταστεί ακόμη περισσότερο αναγκαία από ό,τι μέχρι σήμερα.
Πρέπει να δράσουμε με ταχύτητα, ευελιξία και αποφασιστικότητα, ούτως ώστε οι οικονομίες της ζώνης του ευρώ να μπορέσουν να ανακάμψουν γρήγορα από αυτή την πρωτοφανή κρίση.