Οι χώρες που θέλουν να άρουν το καθεστώς καραντίνας και να επιτρέψουν στους πολίτες τους να κυκλοφορούν ελευθέρα θα πρέπει να παρακολουθούν στενά για νέες μολύνσεις και να αυξήσουν τους ελέγχους για κορονοϊό, προειδοποιεί μελέτη που βασίζεται στην κινεζική εμπειρία. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τόσο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, όσο και η Κομισιόν και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, δηλώνουν πως δεν είναι ακόμα ώρα για άρση των περιορισμών στην κυκλοφορία και τις μετακινήσεις. Ο φόβος -κατά πολλούς η βεβαιότητα- για ένα δεύτερο κύμα εξάπλωσης του κοροναϊού σκιάζει όλες τις χώρες και αποτελεί μείζονα απειλή και για την παγκόσμια οικονομία.
Ερευνητές του Χονγκ Κονγκ υποστηρίζουν πως οι αυστηροί έλεγχοι και περιορισμοί στην Κίνα μπορεί να έφεραν το τέλος στο πρώτο κύμα του κορονοϊού, αλλά ο κίνδυνος για ένα δεύτερο κύμα είναι πραγματικότητα.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της έρευνας, που επικαλείται ο Guardian, ενώ τα μέτρα ελέγχου φαίνεται ότι έχουν μειώσει τον αριθμό των λοιμώξεων, αυτές θα μπορούσαν να αναζωπυρωθούν μέσω επιχειρήσεων, εργοστασιακών εγκαταστάσεων, σχολείων και αφίξεων από το εξωτερικό, καθώς ο ιός εξαπλώνεται παγκοσμίως. Η επανεκκίνηση των αερομεταφορών θα μπορούσε, επίσης, να αποτελέσει αφορμή για περαιτέρω εξάπλωση.
Οι ερευνητές προειδοποιούν οτι αν οι πολίτες επιστρέψουν στην κανονική ζωή και υπάρξει εκτεταμένη άρση περιορισμών και ελέγχων, ο αριθμός των κρουσμάτων θα αυξηθεί ξανά. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να παρακολουθούν πολύ προσεκτικά τι συμβαίνει, συμπληρώνουν.
«Αν και οι πολιτικές ελέγχου όπως η φυσική αποστασιοποίηση και η αλλαγή συμπεριφοράς είναι πιθανό να διατηρηθούν για κάποιο χρονικό διάστημα, η επιδίωξη μιας ισορροπίας ανάμεσα στην επανέναρξη των οικονομικών δραστηριοτήτων και στη διατήρηση του δείκτη αναπαραγωγής του ιού κάτω από το ένα, είναι πιθανό ότι αποτελεί την καλύτερη στρατηγική, έως ότου υπάρξουν ευρέως διαθέσιμα εμβόλια”, δήλωσε ο επικεφαλής της έρευνας.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ιατρικό περιοδικό Lancet και βασίζεται στο μοντέλο της επιδημίας στην Κίνα. Δείχνει ότι το ποσοστό θνησιμότητας στην ηπειρωτική Κίνα ήταν πολύ χαμηλότερο, λιγότερο από 1%, από ό, τι στην επαρχία Χουμπέι, όπου ξεκίνησε η επιδημία, η οποία είχε ποσοστό θανάτου σχεδόν 6%. Διαφέρει επίσης ανάλογα με την οικονομική ευημερία κάθε επαρχίας, η οποία σχετίζεται με την διαθέσιμη υγειονομική περίθαλψη.
«Ακόμα και στις πιο εύπορες μεγαλουπόλεις όπως το Πεκίνο και η Σαγκάη, οι πόροι της υγειονομικής περίθαλψης είναι περιορισμένοι και οι υπηρεσίες θα δώσουν αγώνα με μια ξαφνική αύξηση της ζήτησης», ανέφερε ο βασικός συγγραφέας της έκθεσης. Τόνισε επίσης οτι «τα ευρήματά μας υπογραμμίζουν τη σημασία να διασφαλιστεί ότι τα τοπικά συστήματα υγειονομικής περίθαλψης διαθέτουν επαρκές προσωπικό και πόρους για την ελαχιστοποίηση των θανάτων που συνδέονται με τον ιό».
Η ανάλυσή τους χρησιμοποιεί στοιχεία της τοπικής Επιτροπής Υγείας από επιβεβαιωμένα κρούσματα Covid-19 από τα μέσα Ιανουαρίου μέχρι τις 29 Φεβρουαρίου σε τέσσερις πόλεις – Πεκίνο, Σαγκάη, Σενζέν, Γουενζού και τις δέκα επαρχίες, εκτός της Χουμπέι, με τον μεγαλύτερο αριθμό κρουσμάτων. Με βάση τα στοιχεία αυτά οι ερευνητές συστήνουν μόνο την σταδιακή χαλάρωση των ελέγχων.
Πηγή: news247.gr