Την απώλεια 195 εκατ. θέσεων προβλέπει η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, την ώρα που η Ελλάδα κατατάσσεται στην κατηγορία των χώρων που θα επηρεαστούν εντονότερα δεδομένου ότι τουλάχιστον το 1/3 των θέσεων εργασίας σχετίζεται με κλάδους που πλήττονται άμεσα και δραστικά όπως ο τουρισμός, η εστίαση και το λιανικό εμπόριο. Η πιο πάνω εκτίμηση ανήκει στον Πάνο Κορφιάτη, ο οποίος διετέλεσε Ειδικός Γραμματέας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας από τον Μάρτιο του 2018 ως το καλοκαίρι του 2019, ενώ ήταν και μέλος του τμήματος του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας.
Αυτή και άλλες διαπιστώσεις όπως και προτάσεις περιέχονται στην ανάλυσή του, υπό τον τίτλο: «Ο κόσμος της εργασίας απέναντι σε μια διπλή πρόκληση: Κορονοϊός και εργασιακή πραγματικότητα», που δημοσιεύει το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς.
Με βάση τα επίσημα στοιχεία, «ενδεικτικό είναι ότι πέρυσι στο διάστημα Μαρτίου – Ιουνίου δημιουργήθηκαν συνολικά 290.959 νέες θέσεις εργασίας, το 50,8% από αυτές στον ξενοδοχειακό κλάδο, το 31,3% στην εστίαση και το 8,6% στο λιανικό εμπόριο. Φέτος μόνο για το μήνα Μάρτιο χάθηκαν 41.903 θέσεις εργασίας», σημειώνει ο Π. Κορφιάτης. Και, όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι «σήμερα καλούνται να ανταπεξέλθουν με ελάχιστες ή και μηδενικές αποταμιεύσεις και με μεγάλη αβεβαιότητα για την εργασιακή προοπτική τους. Σε πολύ σύντομο διάστημα σημαντικά μεγάλο κομμάτι του εργατικού δυναμικού βρίσκεται υπό την απειλή της περιθωριοποίησης».
Στην κριτική του για τις πολιτικές που έχουν υιοθετηθεί ως τώρα, ο πρώην Ειδικός Γραμματέας του ΣΕΠΕ διατυπώνει την άποψη ότι «η βασική θεσμική πρωτοβουλία, το σχήμα της αναστολής συμβάσεων εργασίας, αντί να στηρίξει την εργασία επιδοτεί στην ουσία την ανεργία», με αποτέλεσμα «να εντείνεται το πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας ή να έχουμε το φαινόμενο της εικονικής αναστολής συμβάσεων, όπου ο εργαζόμενος στερείται του δικαιώματός του στο μισθό».
Επιπλέον, η αναπλήρωση του εισοδήματος είναι μικρότερη από τον κατώτατο μισθό και υπολείπεται σημαντικά του μισού του μέσου μισθού». (σ.σ. σύμφωνα με το μελετητή, στα 533 ευρώ ανέρχεται η έκτακτη οικονομική βοήθεια, όταν στα 545 είναι ο καθαρός κατώτατος μισθός και στα 1.161 ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης). Ενώ «αποκλείει πολλούς από τους πιο ευάλωτους εργαζόμενους: τους εργολαβικούς, όσους εργάζονται χωρίς σύμβαση, με μπλοκάκι, εργόσημο ή ημερήσιες συμβάσεις».
Επικαλούμενος τη διεθνή εμπειρία, η κυβερνητική απάντηση -υποστηρίζει- «υπολείπεται ριζικά, αν δεν κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αυτό αποκαλύπτει και η σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες όχι μόνο υιοθέτησαν πολιτικές αναπλήρωσης του μισθού σε ποσοστά από 70 έως 100% αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις πήραν επιπλέον μέτρα, όπως λόγου χάρη στην Γερμανία, όπου προχώρησαν σε συμφωνία για την αύξηση του κατωτάτου μισθού στα 12,5 ευρώ/ώρα, ή στο Ηνωμένο Βασίλειο που ήδη αύξησε τον κατώτατο μισθό κατά 6,2% τον Απρίλιο».
Όμως, όπως υπογραμμίζει ο Π. Κορφιάτης, «το πιο επικίνδυνο όμως είναι ότι η μέχρι στιγμής απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης δρα αποσταθεροποιητικά για τις εργασιακές σχέσεις. Ειδικότερα, «η θέσπιση ενός νέου καθεστώτος εκ περιτροπής εργασίας απαλλαγμένου από τους όρους και τις προϋποθέσεις που ήδη ίσχυαν και η κατάργηση της εκ των προτέρων δήλωσης του ωραρίου δείχνουν ότι προτεραιότητα είναι να δοθούν όλες οι δυνατότητες στη μεριά της εργοδοσίας.
Και, εν τέλει, «το μήνυμα έχει ήδη φτάσει στην αγορά εργασίας και η έκρηξη της παραβατικότητας στο πεδίο του εργατικού δικαίου συμβαίνει εδώ και τώρα. Με αυτές τις προϋποθέσεις η ‘επανεκκίνηση’ θα μοιάζει περισσότερο με επιστροφή στο 2012», προειδοποιεί ο πρώην Ειδικός Γραμματέας του ΣΕΠΕ.
Εν κατακλείδι, προτείνονται τα εξής: «Προστασία από την απόλυση και την μεταβολή των όρων εργασίας καθολικά και για τουλάχιστον έξι μήνες, ειδική μέριμνα για όσους ανήκουν στις πλέον επισφαλείς κατηγορίες εργαζομένων και τους άνεργους, επιδότηση του μισθού όσο διαρκούν τα περιοριστικά μέτρα, σύνδεση της ενίσχυσης των επιχειρήσεων με την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων και ενεργοποίηση των ελεγκτικών μηχανισμών», σημειώνει, μεταξύ άλλων, ο Π. Κορφιάτης.