Ο χρόνος για τη λήξη του lockdown και του αυστηρού περιορισμού κυκλοφορίας στην Ελλάδα μετρά αντίστροφα. Η ημέρα που θα ξημερώσει όμως τη Δευτέρα, 4 Μαΐου, δεν θα θυμίζει σε τίποτα το απόγευμα της Κυριακής 22 Μαρτίου, όταν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωνε ότι είχε έρθει η ώρα της Ελλάδας να υιοθετήσει πρωτοφανή, στην πρόσφατη ιστορία, μέτρα για την μη εξάπλωση του νέου κορωνοϊού.
Συνολικά ο κόσμος που ανατέλλει από τις στάχτες του πρώτου κύκλου της πανδημίας του covid19 δεν θυμίζει σε τίποτα αυτόν που πριν λίγους μήνες υποδεχόταν το 2020 – και δεν πρόκειται μόνο για τους δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους παγκοσμίως που δεν βρίσκονται πια ανάμεσά μας. Η αναζωπύρωση της οικονομικής κρίσης, που σιγόκαιγε τα τελευταία χρόνια της αναιμικής ανάπτυξης, είναι ήδη εδώ. Κίνα και ΗΠΑ συγκρούονται σφοδρά ήδη από τις πρώτες ημέρες της πανδημίας, ενώ οι διακρατικοί ανταγωνισμοί σείουν συθέμελα την Ευρωπαϊκή Ένωση. Την ίδια στιγμή, ένα αποκρουστικό αστυνομικό κράτος, ενδεδυμένο με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, αναδύεται παγκοσμίως από τα συντρίμμια που αφήνει πίσω του ο covid19, προμηνύοντας ότι ο «καινούργιος κόσμος» που ξημερώνει είναι μάλλον θαυμαστός παρά θαυμάσιος.
Μέσα σε αυτό το δυστοπικό τοπίο, σε μια θάλασσα αβεβαιοτήτων υπάρχει μόνο μία βεβαιότητα: Οι κοινωνίες δεν είπαν την τελευταία τους λέξη. Τα κοινωνικά κινήματα δεν έπαψαν ποτέ να είναι παρόντα. Δεν σίγησαν, παρά την σύγχυση, ούτε στην κορύφωση της πανδημίας. Για τη Συγκρουσιακή Πολιτική, τον τομέα των κοινωνικών επιστημών που μελετά ακριβώς τα κοινωνικά κινήματα και τις συλλογικές διεκδικήσεις, η περίοδος αυτή κυοφορεί τη δυνατότητα μεγάλων κοινωνικών αγώνων και εξεγερσιακών γεγονότων, από αυτά που ορίζουν την εξέλιξη των κοινωνιών σε παγκόσμιο επίπεδο και δημιουργούν την ιστορία.
Υπό το πρίσμα όλων αυτών, το Ποντίκι ζήτησε από τον αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, life member στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ (CLH), Σεραφείμ Σεφεριάδη, να μας απαντήσει σε δέκα ερωτήσεις για την «επόμενη ημέρα» της πανδημίας: Για την οικονομία, τα συστήματα Υγείας, την επιτήρηση και καταστολή, την ακροδεξιά και τα κοινωνικά κινήματα.
1. Με τις ευρωπαϊκές χώρες να εξέρχονται σταδιακά από την καραντίνα, μπορούμε να κωδικοποιήσουμε κάποια βασικά χαρακτηριστικά του πολιτικού και κοινωνικού τοπίου όπως διαμορφώνεται μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας;
«Έχει ήδη αρχίσει να γίνεται αντιληπτό πως η “επόμενη μέρα” θα είναι ‒πριν και πάνω απ’ όλα‒ μια μέρα βαθιάς, ενδεχομένως ιστορικά πρωτοφανούς κρίσης, που θα τείνει να αγκαλιάσει όλους τους τομείς της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Οι όψεις αυτής της πραγματικότητας είναι πάρα πολλές, όμως πρέπει κανείς να ξεκινήσει από την οικονομία που τις πλαισιώνει και τις σηματοδοτεί.
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά, ιδιαίτερα αν συγκριθούν με εκείνα της τελευταίας κρίσης. Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις του ΔΝΤ, το 2020 η παγκόσμια οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 3% (όταν η αντίστοιχη μείωση για το 2009 ήταν 0.1%) και το παγκόσμιο εμπόριο κατά 11%. Η εξέλιξη είναι ιδιαίτερα δραματική για την Ευρωζώνη που θα δει την οικονομία της να συρρικνώνεται κατά 13% (ενώ η μεγαλύτερη μείωση της τελευταίας κρίσης ήταν 4,5%), και κυριολεκτικά εφιαλτική για τις χώρες που επλήγησαν περισσότερο όπως, πιο χαρακτηριστικά, η Ιταλία. Θεωρείται ότι για να αποτραπεί μια καταστρεπτική κρίση του εκεί τραπεζικού συστήματος (που, νοουμένου ότι η Ιταλία είναι η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ, θα έχει τεράστιες αλυσιδωτές επιπτώσεις) θα απαιτούνταν €500-700 δις. Αντ’ αυτού είδαμε το Eurogroup να αποφασίζει ένα ισχνό πακέτο €540 δις για ολόκληρη την Ευρωζώνη, σχεδόν τα μισά απ’ τα οποία (τα €200) είναι δανεικά!
Διαμορφώνεται έτσι μια εξόχως ανορθολογική κατάσταση, όπου οι χώρες με το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος (που χτυπήθηκαν σκληρά από την πανδημία και, ως εκ τούτου, θα αντιμετωπίσουν και την πιο βαθιά ύφεση) θα δουν αυτό το χρέος να εκτινάσσεται. Αν στην εικόνα προσθέσουμε και τις (μετα-)μνημονιακές υποχρεώσεις χωρών όπως η Ελλάδα για πλεονάσματα (όσο και αν αυτά «προσαρμοστούν»), καταλαβαίνουμε πως πάμε σε μιαν ακόμη πιο απεχθή εκδοχή της συστημικής κρίσης που εκκολαπτόταν ήδη και πριν το ξέσπασμα της πανδημίας.
Αυτό το τελευταίο, το γεγονός δηλαδή ότι η πανδημία επέτεινε και δεν δημιούργησε την κρίση, δεν πρέπει να το ξεχνούμε. Αρκεί, λ.χ., να υπενθυμιστεί ότι πριν ενσκήψει ο Covid-19, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν στην Ευρωζώνη κατά 20% μεγαλύτερο απ’ ό,τι ήταν το 2008 και οι ρυθμοί ανάπτυξης χαρακτηριστικά αναιμικοί. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι πως το βάθος και τα χαρακτηριστικά της νέας κρίσης θέτουν εκ των πραγμάτων ιστορικά διλήμματα για την πορεία των κοινωνιών. Ο ανορθολογισμός του συστήματος είναι τόσο εκκωφαντικός που μόνη διέξοδός του θα είναι η περαιτέρω επίθεση στα λαϊκά στρώματα, με ή χωρίς μανδύα.
Θεωρώ πως μείζον καθήκον της συγκυρίας είναι η κατάδειξη αυτού του ανορθολογισμού με τρόπο πλήρη και συνεκτικό, η ανάδειξη των εναλλακτικών (που, όπως είναι φανερό, βρίσκονται εκτός της καπιταλιστικής λογικής), και η προετοιμασία για αγώνες που δεν θα είναι μόνο αμυντικοί αλλά και επιθετικά συμπεριληπτικοί, δηλαδή πολιτικοί. Ίσως σήμερα που κάνουμε τη συζήτηση το συμπέρασμα αυτό να φαίνεται πρόωρο ή υπερβολικό, όμως πιστεύω πως σύντομα θα συνειδητοποιήσουμε ότι η νέα πραγματικότητα δεν καλεί για τίποτα λιγότερο.»
2. Στις χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία θεωρείτε ότι την επόμενη ημέρα της καραντίνας θα υπάρξουν ανακατατάξεις σε κοινωνικό – πολιτικό, ακόμα και γεωπολιτικό επίπεδο;
«Στην προέκταση και προς επίρρωση όσων και προηγουμένως λέγαμε, νομίζω πως η απάντηση είναι απερίφραστα θετική. Τίθεται, για παράδειγμα, ντε φάκτο το ενδεχόμενο διάλυσης της ΕΕ όπως την ξέρουμε (οι «εταίροι» δεν είναι διατεθειμένοι ούτε ένα ευρωομόλογο να συνάψουν) με τη δημιουργία ενός συνασπισμού βόρειων κρατών περί το γερμανικό άξονα· βλέπουμε την καταρράκωση της ηγετικής αίγλης των ΗΠΑ εν μέσω της καταστρεπτικής υγειονομικής διαχείρισης της πανδημίας (που δεν αντανακλά μόνο τον τυχοδιωκτισμό του Τραμπ, αλλά και τις δομικές παθογένειες του συστήματος)· βλέπουμε την ιδιωτική κερδοφορία που τόσες δεκαετίες προβαλλόταν ως κίνητρο-πανάκεια για την κοινωνική οργάνωση να αδυνατεί να ανταποκριθεί σε στοιχειώδεις ανάγκες.
Το συστημικό αφήγημα επικαλείται διαρκώς την επιθετική φύση του νέου ιού, όμως σε όλο και ευρύτερα στρώματα γίνεται κατανοητό πως, μιλώντας γενικά, ούτε προετοιμασία υπήρχε (παρότι υπήρχαν προειδοποιήσεις μετά τον SARS του 2003-2004), ούτε έγινε ό,τι θα μπορούσε να είχε γίνει. Σε πολλές χώρες, και πάντως στην Ιταλία, μεγάλες βιομηχανίες εξακολούθησαν τις εργασίες τους εν μέσω της καραντίνας και οι ελλείψεις σε μέσα ατομικής προστασίας υπήρξαν οφθαλμοφανείς ‒για να μην αναφερθεί κανείς στα ναρκοθετημένα δημόσια συστήματα υγείας, στο πρόβλημα των άθλιων στρατοπέδων συγκέντρωσης των προσφύγων ή στα εκατομμύρια των αστέγων.
Ούτε όμως η Κίνα έδειξε ένα πρόσωπο σαν κι αυτό που η εκεί εξουσία επιχείρησε να προβάλλει: υπήρξε εγκληματική ολιγωρία, παραπληροφόρηση και θύματα πολύ περισσότερα από όσα μάθαμε ή θα μάθουμε. Και όλα αυτά χωρίς να έχουν ακόμη υπολογιστεί οι επιπτώσεις ενός δεύτερου κύματος της πανδημίας. Στο πλαίσιο αυτό νομίζω πως έχει περισσότερο νόημα να μιλάμε για συστημική ενδόρρηξη, μια συνολική απώλεια ισχύος του παγκόσμιου συστήματος, παρά για ανακατανομή κέντρων ισχύος (χωρίς βέβαια κάτι τέτοιο να αποκλείεται). Όπως έλεγα και πριν, αυτό θα τείνει μεσο-μακροπρόθεσμα να κάνει το σύστημα περισσότερο επιθετικό και περισσότερο απρόβλεπτο. Πρόκειται για δι-ιστορική αλλά και συμπεριφορική κανονικότητα: πάντα όταν ένα σύστημα χάνει ισχύ ως σύστημα (και αδυνατεί να επιτελέσει βασικές λειτουργίες του) τείνει να γίνεται καταστρεπτικό.
Σπεύδω και πάλι βέβαια να πω πως αυτό δεν έχει αρχίσει ακόμη να φαίνεται, ούτε και είναι κάτι το οποίο επιθυμούν οι κυρίαρχοι. Ίσα-ίσα, αν είναι κάτι που επίμονα διαρρέεται διεθνώς είναι η άποψη περί μιας γενικευμένης επανάκαμψης του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας και άλλα αισιόδοξα.
Μπορεί όμως το σύστημα να πραγματοποιήσει κάτι τέτοιο; Μπορούν, αίφνης, να «κουρευτούν» τα χρέη των χωρών του Νότου στα οποία μόλις αναφερθήκαμε όταν το χρέος ανέρχεται στο αστρονομικό 320% του παγκόσμιου ΑΕΠ (την ώρα μάλιστα που 80 και πλέον χώρες εκτός ΕΕ έχουν απευθυνθεί στο ΔΝΤ για νέα δάνεια ώστε να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της πανδημίας); Η απάντηση είναι φανερά αρνητική. Ακόμη κι αν δούμε λοιπόν κάποιες προσπάθειες βραχυπρόθεσμης προσαρμογής (λ.χ., σαν την άρση του εξωπραγματικού ελληνικού πλεονάσματος ή κάποια επιμέρους «κουρέματα»), το σύστημα είναι εκ των πραγμάτων καταδικασμένο να επιτεθεί φορτώνοντας το κόστος της κρίσης στα λαϊκά στρώματα.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που κατά τη γνώμη μου έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία από την πρόβλεψη του χρονισμού των επιμέρους εξελίξεων (κάτι ούτως ή άλλως παρακινδυνευμένο) είναι να συνειδητοποιηθούν τα συστημικά αδιέξοδα, και να συγκεκριμενοποιηθεί το σοσιαλιστικό εναλλακτικό όραμα: τα πράγματα που θα μπορούσαν να γίνουν αν ο έλεγχος της οικονομίας βρισκόταν στα χέρια της κοινωνίας, αν υπήρχε η δυνατότητα του έλλογου, δημοκρατικού σχεδιασμού του κοινωνικού βίου με κριτήριο όχι την ατομική κερδοφορία αλλά τις ανθρώπινες ανάγκες. Εφοδιασμένες με αυτήν την κατανόηση, οι νέες διεκδικήσεις που νομίζω είναι βέβαιο πως θα ξεσπάσουν, θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τη λαίλαπα που έρχεται. Όπως πολλές φορές έχουμε επισημάνει όμως, η συνειδητοποίηση αυτή δεν έρχεται αυτόματα ‒πρόκειται για σύνθετη, κατ’ εξοχήν πολιτική διαδικασία.»
3. Η κατάρρευση των συστημάτων υγείας σε χώρες της ανεπτυγμένης Δύσης ανοίγει ξανά τη συζήτηση για την ανάγκη ενός ισχυρού δημόσιου συστήματος Υγείας. Θεωρείτε ότι η συζήτηση αυτή μπορεί να θίξει τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης λογικής της εμπορευματοποίησης των δημόσιων υπηρεσιών και των κοινωνικών αγαθών που επικράτησε τις τελευταίες δεκαετίες;
«Δράττομαι της ευκαιρίας να επισημάνω πως αυτή η κατάρρευση για την οποία μιλάτε έφερε στην επιφάνεια κάτι πολύ ευρύτερο: την εγγενή αδυναμία του ιδιωτικού τομέα να ανταποκριθεί στις κοινωνικές ανάγκες. Οι προκείμενες αυτού του συμπεράσματος ήδη αναγνωρίζονται ευρέως στην αρθρογραφία μεγάλων εντύπων του κεφαλαίου με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό των Financial Times, που στο κύριο άρθρο της 3ης Απριλίου καλούν για «ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα αντιστρέψουν την κατεύθυνση των δημόσιων πολιτικών των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών» με μέτρα για τον τερματισμό της εργασιακής επισφάλειας, ανακατανομή του εισοδήματος και φορολογία του πλούτου, καθώς και έναν νέο δημόσιο τομέα που δεν θα θεωρείται «παθητικό» αλλά επένδυση. Στο ίδιο πλαίσιο είχαμε επίσης εξελίξεις όπως την εθνικοποίηση της Alitalia και των βρετανικών σιδηροδρόμων, καθώς και την ουσιαστική επίταξη Ford και General Motors που με επίκληση πολεμικής νομοθεσίας υποχρεώθηκαν να παραγάγουν αναπνευστικά μηχανήματα (ασχέτως αν οι ίδιες διατείνονται ότι θα το έκαναν ούτως ή άλλως).
Οι προκείμενες του συμπεράσματος λοιπόν υπάρχουν, δεν υπάρχει όμως το ίδιο το συμπέρασμα. Ας το σκεφτούμε λίγο. Βιώνουμε μια περίσταση όπου οι ανθρώπινες κοινωνίες καλούνται να αξιοποιήσουν ό,τι καλύτερο διαθέτουν ‒μέσο, εργαλείο ή θεσμό‒ προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη θανάσιμη απειλή της πανδημίας. Αν ίσχυαν όλα αυτά που λέγονταν για την περίφημη «υπεροχή» της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, αυτό το «καλύτερο» θα το αναζητούσαν εκεί, στον ιδιωτικό τομέα. Όμως όχι. Ακόμα και με τις τεράστιες ελλείψεις που παρουσιάζει ο σημερινός δημόσιος τομέας (λόγω του αδιαφανούς τρόπου με τον οποίο είναι δομημένος και λόγω της μακροχρόνιας αποψίλωσής του) αυτός είναι ο χώρος στον οποίο εστιάζονται οι προσπάθειες, και εκεί αναζητούνται λύσεις, ακόμα και από τους πιο ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους.
Δεν αποτελεί αυτό έμπρακτη απόδειξη της υπεροχής που έχει μια οπτική διευρυμένου δημόσιου χώρου; Δε μας δείχνει πέρα από κάθε αμφιβολία πως αν θέλουμε ως κοινωνίες να αντιμετωπίσουμε προβλήματα όπως η φτώχεια, η γενικευμένη ανασφάλεια, η κλιματική καταστροφή (προβλήματα που υπήρχαν και πριν, και βέβαια θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν και μετά την πανδημία) θα πρέπει να κινηθούμε προς μια τέτοια κατεύθυνση; Και δεν μπαίνω σε λεπτομέρειες αναφορικά με άλλες χτυπητές αποδείξεις του ανορθολογικού χαρακτήρα του σύγχρονου καπιταλισμού ‒στο γεγονός, λχ., ότι σε συνθήκες αρνητικών τιμών πετρελαίου, η Αμερικανική κυβέρνηση επιδοτεί με δισεκατομμύρια τις εγχώριες πετρελαϊκές εταιρείες ώστε, παρά την πρωτοφανή υπερπαραγωγή, να συνεχίσουν την παραγωγή τους.
Αξίζει όμως να σταθούμε σε αυτήν την τελευταία επισήμανση, διότι μας αποκαλύπτει και τον τρόπο με τον οποίο οι όψιμοι θιασώτες του δημόσιου τομέα σκέφτονται τον διευρυμένο ρόλο του κράτους: όχι ως μέσο για την εξυπηρέτηση των αναγκών της κοινωνίας, αλλά ως εργαλείο για τη στήριξη του ιδιωτικού κεφαλαίου. Στην Ελλάδα αυτό το είδαμε συμπυκνωμένο στη φαιδρή ιστορία με τις πλατφόρμες τηλε-εκπαίδευσης, όμως αν ψάξει κανείς προσεκτικά θα διακρίνει το ίδιο σκεπτικό και στις πρόσφατες «κρατικοποιήσεις» που ανέφερα. Στην περίπτωση της Alitalia, για παράδειγμα, μεθοδεύεται το στήσιμο μιας «κακής εταιρείας» (BadCo) με δραματικά μειωμένο προσωπικό και πρόγραμμα πτήσεων, ενώ η εναπομείνασα «καλή» πρόκειται να αποδοθεί και πάλι σε ιδιώτες. Στη Βρετανία, η κυβέρνηση ανέλαβε το κόστος της λειτουργίας των σιδηροδρόμων, όμως αντί να καταγγείλει για εγκληματική ανεπάρκεια όλους αυτούς που, με καθεστώς franchise, καρπώνονταν ως τώρα τα οφέλη, τους καταβάλλει ένα ποσοστό από τα έσοδα ως αποζημίωση.
Έχει λοιπόν τεράστια σημασία να αποκαλυφθούν όλες αυτές οι σκοτεινές πλευρές του αναδυόμενου αφηγήματος συνδυαστικά με την προώθηση του στόχου ενός δημοκρατικά ελεγχόμενου δημόσιου τομέα. Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις των υγειονομικών ανέδειξαν τις προϋποθέσεις, όμως ‒για να απαντήσω και στο ερώτημά σας‒ εκτιμώ πως τα σχετικά αιτήματα πρέπει να διευρυνθούν και να εμπλουτιστούν (στην κατεύθυνση της εθνικοποίησης όλων των ιδιωτικών νοσοκομείων, των φαρμακοβιομηχανιών και όλου του κλάδου της υγείας χωρίς αποζημίωση του ιδιωτικού κεφαλαίου). Το θεωρώ προϋπόθεση ώστε να επέλθει αυτό που αναφέρετε, να πληγεί το νεοφιλελεύθερο σκεπτικό στον πυρήνα του.»
4. Σε όλες τις χώρες τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης που ελήφθησαν, αν και με διαφοροποιήσεις, συνοδεύτηκαν από δραματική ισχυροποίηση της εκτελεστικής εξουσίας και ταχύρρυθμη οικοδόμηση ενός κράτους παρακολούθησης με αυξημένη χρήση ψηφιακών μέσων. Θεωρείτε ότι τα μέτρα θα παραμείνουν, έστω εν υπνώσει, και μετά την πανδημία; Αν ναι, μπορούμε να εικάσουμε αν και πώς θα επηρεάσουν την ανάπτυξη κοινωνικών κινημάτων;
«Συμφωνώ απόλυτα με τη λέξη “ισχυροποίηση”, που έρχεται να μας επισημάνει πως η πανδημία απλώς επέτεινε κάτι που ίσχυε και πριν. Με δεδομένο ότι επέρχεται νέα βαθιά λιτότητα (ανάλογη ή και μεγαλύτερη από εκείνη της τελευταίας δεκαετίας), η κυριαρχία είναι υποχρεωμένη να εντείνει τα μέσα καταστολής ‒πρόκειται για μια από τις σταθερές της πολιτικής μας πραγματικότητας.
Όπως έχει σωστά υποστηριχθεί, οι περιστάσεις προσομοιάζουν σε ό,τι προϋποτίθεται για καταπληξιακά χτυπήματα ‒το γνωστό δόγμα του σοκ. Το γεγονός ότι τα ανακλαστικά της κοινωνίας είναι περιορισμένα δίνει την ευκαιρία για δραματικές μεταβολές στις συντεταγμένες του κοινωνικού, εργασιακού και πολιτικού βίου, συμπεριλαμβανομένων ασφαλώς και νέων μορφών επιτήρησης.
Όμως ο τρόπος με τον οποίο αυτό θα επηρεάσει τις κινηματικές συλλογικές δράσεις αποτελεί συνάρτηση αφενός του πώς θα αναγνωσθεί η νέα πραγματικότητα (αν, λ.χ., η νέα λιτότητα θα εκληφθεί ως μια εκ νέου μετακύλιση του κόστους και των αδιεξόδων ενός αντιδραστικού συστήματος στα λαϊκά στρώματα ή ως φυσιολογική θυσία που πρέπει να καταβληθεί από «όλους» ‒όπως μονότονα επαναλαμβάνουν τα συστημικά ΜΜΕ)· και αφετέρου αυτού που στη θεωρία των συλλογικών δράσεων αποκαλούμε «κινηματικές προσδοκίες» και εξαρτάται από τις εναλλακτικές που έχουν κατατεθεί.
Το δεύτερο είναι ιδιαίτερα σημαντικό και πρέπει να υπογραμμιστεί: είναι απαραίτητο να γίνει αντιληπτό πως πράγματι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός (όπως έλεγε και το παλιό σύνθημα). Αν αυτό δε γίνει, βέβαιο είναι πως ελλοχεύει ο κίνδυνος της βραχυπρόθεσμης παθητικότητας ή και της παραίτησης. Πρόκειται βέβαια για ζήτημα κατ’ εξοχήν πολιτικό: όλη αυτή η διαδικασία κατάδειξης των απειλών που τα λαϊκά στρώματα αντιμετωπίζουν αλλά ‒κυρίως‒ η ικανοποιητική σκιαγράφηση της προσδοκίας ενός εναλλακτικού μέλλοντος (ο «κόσμος που έχουν να κερδίσουν») είναι πολιτική δουλειά που πρέπει άμεσα αν γίνει. Οποτεδήποτε συνέβαινε αυτό, οποτεδήποτε η προσμονή ενός καλύτερου μέλλοντος αποκτούσε σοβαρή υπόσταση στη συνείδηση των υποτελών, η αυξημένη καταστολή έφερνε αποτελέσματα αντίθετα από εκείνα που προσδοκούσαν οι εμπνευστές της.»
6. Θεωρείτε ότι υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στην ύπαρξη ή την ανυπαρξία κοινωνικών κινημάτων και τον τρόπο που επέλεξαν να διαχειριστούν οι κατά τόπους κυβερνήσεις την πανδημία; Εάν δηλαδή πορεύτηκαν προς μία λογική «ανοσίας της αγέλης» ή προτίμησαν να θυσιάσουν την (αναιμική) οικονομική ανάπτυξη για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού;
«Νομίζω πως είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς με βεβαιότητα αναφορικά με την ύπαρξη ή μη μιας άμεσης συσχέτισης ‒διότι έμμεση πάντα υπάρχει: το λογισμικό της κυριαρχίας περιλαμβάνει «δυναμικές μεταβλητές» που φιλοδοξούν να εκτιμήσουν την πιο πιθανή αντίδραση των κοινωνιών.
Διαδραματίζουν όμως σημαντικό ρόλο και παράγοντες όπως το ιδιαίτερο στίγμα του κάθε εκτελεστικού βραχίονα, οι ειδικές σχέσεις που έχει με συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα, ακόμα και λόγοι τυχαίοι ή συγκυριακοί. Η αλαζονεία του Τραμπ και η ιδιομορφία του Τζόνσον, για να αναφερθώ σε δυο χτυπητά παραδείγματα, προφανώς επηρέασαν τις επιλογές που έκαναν.
Αυτό που στις περιστάσεις είναι πάντως κρίσιμο να επισημανθεί για άλλη μια φορά είναι η έλλειψη συντονισμού, οι απάνθρωποι ανταγωνισμοί για ιατρικό εξοπλισμό, η έλλειψη αλληλεγγύης. Το σύστημα προσπαθεί βέβαια με κάθε τρόπο να κρύψει τον ανορθολογισμό του, όμως το τεράστιο κοινωνικό έλλειμμα που χαρακτηρίζει τη λειτουργία του έγινε νομίζω ιδιαίτερα φανερό. Την επόμενη περίοδο θα έχουμε βέβαια μια μάχη σημασιοδοτήσεων. Διάβασα κάπου πως το δράμα της Ισπανίας οφείλεται ‒λέει‒ στο «λαϊκισμό» των Podemos, ενώ ο λόγος που εμείς δεν είχαμε το εκεί δράμα οφείλεται στο ότι έχουμε κυβέρνηση σταθερή και σοβαρή. Παρόμοιας έμπνευσης επιχειρηματολογίες θα επιχειρηθούν και στη συνέχεια ‒με μείζονα στόχο να περιγραφεί η κρίση ως αποκλειστικό αποτέλεσμα της πανδημίας. Για να ανασκευαστούν τέτοια αφηγήματα χρειάζεται, όπως έλεγα και πριν, κατάδειξη του εν γένει συστημικού ανορθολογισμού (το γεγονός ότι η κρίση επωαζόταν και ήταν αναπόφευκτη ήδη πριν τον ιό) καθώς και υπομονετική παρουσίαση της εναλλακτικής.»
7. Θεωρείτε ότι το σενάριο της «ανοσίας της αγέλης» μπορεί, μπροστά στην κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας, να αποτελέσει το κυρίαρχο μοντέλο αντιμετώπισης σε έναν επόμενο κύκλο της πανδημίας;
«Δεν το θεωρώ διόλου απίθανο και οι τρομακτικοί κίνδυνοι από κάτι τέτοιο πρέπει άμεσα να επισημανθούν (δείτε, λ.χ., τι γίνεται στην μέχρι πρότινος «ικανοποιητική» εικόνα της Γερμανίας). Μια πρόωρη περαίωση των περιοριστικών μέτρων χωρίς σχεδιασμό, μαζικά τεστ, και ενίσχυση του συστήματος υγείας (γενικά, αλλά και στο πρωτοβάθμιο επίπεδο) μπορεί να αποβεί κυριολεκτικά μοιραία ‒ ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς, η πανδημία κάθε άλλο παρά έχει τελειώσει.
Για να είναι πλήρεις οι απαντήσεις που θα κληθούμε να δώσουμε απαιτείται συνθετική μελέτη και αξιοποίηση των υγειονομικών δεδομένων και σύνδεσή τους με τα βασικά αιτήματα της περιόδου που έχουν ήδη αναδειχθεί. Όμως τα αιτήματα αυτά δεν μπορούν να ικανοποιηθούν παρά μόνο μερικά και ατελώς εντός του συστημικού σκεπτικού και της λογικής της ιδιωτικής κερδοφορίας. Δεν είναι δυνατόν πάντως να θεωρούμε την «επανεκκίνηση της οικονομίας» ως κάτι αντίθετο προς την προστασία και προάσπιση της ανθρώπινης ζωής. Και μόνο η διατύπωση αυτού του διλήμματος αποτελεί τεκμήριο ανορθολογισμού.»
8. Πανευρωπαϊκώς βλέπουμε την ακροδεξιά να αντιμετωπίζει μάλλον αμήχανα τις εξελίξεις γύρω από τον κορωνοϊό. Στις ΗΠΑ όμως αναπτύσσεται ως κίνημα που συνδυάζει την άρνηση στα μέτρα παρακολούθησης και την καραντίνα με μία συνωμοσιολογία ως προς την προέλευση του ιού. Τελικά, μπορεί η ακροδεξιά να υιοθετήσει ένα ενιαίο αφήγημα το οποίο να γίνει θελκτικό και επικίνδυνο εν μέσω της γενικευμένης σύγχυσης που επικρατεί;
«Έχουμε και άλλες φορές πει πως η άνοδος της ακροδεξιάς έρχεται να καλύψει πολιτικά κενά που ανακύπτουν στη δημόσια σφαίρα. Και ενώ είναι αλήθεια πως σε γενικές γραμμές σήμερα δεν υπάρχει από πλευράς της κάποιο ενιαίο αφήγημα, τίποτα δεν αποκλείει να δημιουργηθεί ένα στο μέλλον που μπορεί να είναι συνωμοσιολογικό, μπορεί όμως και όχι ‒να εδράζεται λ.χ., στη στάση που επέδειξε η ΕΕ καταγγέλλοντάς την με όρους εθνικισμού, ή να στρέφεται κατά των μεταναστών και άλλων πληθυσμιακών ομάδων όπως οι Ρομά.
Πριν λίγο καιρό είχε υποστηριχθεί ότι η Τουρκία στέλνει πρόσφυγες-φορείς ως μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου αποσταθεροποίησης. Μια πιθανή αναζωπύρωση του ιού στα στρατόπεδα των προσφύγων (ενδεχόμενο που μόνο να αποκλειστεί δεν μπορεί) θα δώσει βάση για νέες παραλλαγές του ρατσιστικού σκεπτικού. Θα πρέπει τις μετεξελίξεις αυτές να τις παρακολουθεί κανείς στενά, όμως το πιο σημαντικό είναι να επεξεργάζεται τις απαντήσεις που θα πρέπει να δοθούν. Δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να αφεθεί στην ακροδεξιά η δυνατότητα εκ νέου διατύπωσης δήθεν αντισυστημικών κραυγών. Για να μη γίνει αυτό, πρέπει το κατ’ εξοχήν έλλογο αντισυστημικό αίτημα να διατυπωθεί ευκρινώς και σε βάθος. Φτάνουμε και πάλι στα πολιτικά καθήκοντα της περιόδου για τα οποία και προηγουμένως μιλούσαμε.»
9. Ως προς το κοινωνικό τοπίο, η οικονομική κρίση που πυροδότησε ο κορωνοϊός μπορεί να σημάνει το άνοιγμα ενός νέου συγκρουσιακού κύκλου; Αν ναι, υπάρχουν ενδείξεις που να μας επιτρέπουν να σκιαγραφήσουμε κάποια από τα χαρακτηριστικά του;
«Το ότι οι κοινωνίες θα αντιδράσουν είναι το μόνο βέβαιο. Δεν πρέπει να ξεχνούμε πως το 2019 ήταν μια χρονιά εξεγέρσεων, ένας τεράστιος συγκρουσιακός κύκλος που όμοιό του δεν είχαμε δει από τη δεκαετία του ’60. Η νέα κρίση θα τείνει να επανασυνδέσει το νήμα από εκεί που ανακόπηκε και, με τις κατάλληλες πολιτικές προϋποθέσεις, αυτό μπορεί να φέρει την κοινωνική διεκδίκηση σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα.
Το αν αυτό θα συμβεί και η έκταση που θα πάρει είναι όμως, συνάρτηση της έκβασης που θα έχουν αυτές οι μάχες σημασιοδότησης της πραγματικότητας στις οποίες και πριν αναφέρθηκα και που έχουν ήδη αρχίσει να διεξάγονται. Οι κυρίαρχες δυνάμεις θα τείνουν να προβάλλουν τον έκτακτο και ανεπανάληπτο χαρακτήρα της συγκυρίας, να φορτώσουν όλη την ευθύνη για την κρίση στην πανδημία και, στο πλαίσιο αυτό, να ζητήσουν συγκράτηση και «εθνική ομοψυχία». Το πόσο γρήγορα θα καταφέρουν οι κοινωνίες να ξεπεράσουν το σοκ του εγκλεισμού (αλλά και τη θλίψη από την απώλεια τόσων ζωών) θα εξαρτηθεί από το βαθμό που θα γίνουν κατανοητές οι ευθύνες και οι ανεπάρκειες του συστήματος και θα προσδιοριστεί πειστικά η εναλλακτική πρόταση.
Με δεδομένο το πολιτικό τοπίο έτσι όπως έτεινε να διαμορφωθεί κατά το διάστημα πριν το ξέσπασμα της πανδημίας δεν μπορεί βέβαια να είναι κανείς υπερβολικά αισιόδοξος (τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα), όμως δεν αποκλείεται να έχουμε και εκπλήξεις ‒ιδιαίτερα στις χώρες που είχαν μεγάλο αριθμό θυμάτων. Τέτοια μαχητικά σκιρτήματα είχαμε τόσο σε Ιταλία, Ισπανία και ΗΠΑ, αλλά και σε χώρες μικρότερες όπως η Ιρλανδία και το Βέλγιο. Δεν είναι μάλιστα λίγοι εκείνοι που εκτιμούν ότι σύντομα θα δούμε μια νέα, ποιοτικά βαθύτερη ριζοσπαστικοποίηση. Τις ιδιαίτερες συντεταγμένες της νέας πραγματικότητας θα πρέπει να τις αποτιμήσουμε σε πραγματικό χρόνο, αλλά είναι σαφές πως η Αριστερά που παραμένει Αριστερά θα πρέπει να προσαρμόσει την εκφορά, την παρέμβαση και τη στρατηγική της έτσι ώστε να καταστούν αντίστοιχες προς το μέγεθος των περιστάσεων.
Η «επόμενη μέρα» θα είναι μια μέρα διαφορετική ‒με πάρα πολλούς κινδύνους αλλά και με μεγάλες ευκαιρίες για την προώθηση και διάδοση του σοσιαλιστικού οράματος. Θεωρώ πως πρόκειται για μιαν ιστορική συγκυρία που θα απαιτηθεί πολιτική επάρκεια σε ολόκληρο το εύρος της «κλίμακας των αιτημάτων» για να χρησιμοποιήσω μιαν έκφραση: επάρκεια, δηλαδή, από το πιο μικρό και άμεσο έως το πιο μεγάλο και απώτερο. Για την ακρίβεια ‒κι νομίζω πως αυτό πρέπει να υπογραμμιστεί‒ θεωρώ πως το ένα είναι προϋπόθεση του άλλου: ούτε άμεσα αιτήματα (λ.χ., μαζικά τεστ και προστασία των ανέργων) θα είναι δυνατόν να διατυπώνονται χωρίς εύρωστο αντισυστημικό λόγο, ούτε μεγάλα πολιτικά αιτήματα (λ.χ. περί εθνικοποίησης των συστημάτων υγείας) χωρίς σύνδεσή τους με τις άμεσες καθημερινές αγωνίες.»
10. Ποιες είναι οι βασικές αλλαγές που θεωρείτε ότι επέφερε ή θα επιφέρει ο κορωνοϊός σε επίπεδο κοσμοαντίληψης για τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα; Ίσως μια μεγαλύτερη αίσθηση συλλογικότητας και αυτοπειθαρχίας σε δύσκολες καταστάσεις, μία άρνηση επιστροφής σε μία ανιαρή καθημερινότητα, ή μια ενσωμάτωση της υποταγής και αποδοχή ως δεδομένου του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης;
«Δεν υπεκφεύγω καθόλου από το ερώτημα παραπέμποντας σε ό,τι και προηγουμένως έλεγα αναφορικά με την τεράστια σημασία που θα έχει η έκβαση της μάχης σημασιοδοτήσεων η οποία βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Το ερώτημα, δηλαδή, που πρέπει πρώτα να απαντήσουμε προκειμένου να εκτιμήσουμε το χαρακτήρα των νέων βιωματικών αφηγημάτων που θα αναδυθούν έχει να κάνει με το βαθμό που η συστημική προπαγάνδα θα μείνει αναπάντητη ή θα απαντηθεί ελλιπώς και έωλα.
Είναι όμως σε κάθε περίπτωση γεγονός πως «επιστροφή στη κανονικότητα» (ό, τι κι αν σημαίνει αυτή η εμπρόθετα ασαφής φράση) δεν πρόκειται να έχουμε. Το σύστημα είναι βαθιά άρρωστο και αντιδραστικό, δεν έχει απαντήσεις ‒όπως λέω συχνά, ο βασιλιάς είναι γυμνός. Ακόμη και αν, σε έναν πρώτο χρόνο, τείνει να επικρατήσει ένα μούδιασμα, μια φαινομενική «υποταγή», αυτό δεν θα διαρκέσει πολύ. Παρά τη μεγάλη σύγχυση που έχει προκληθεί από την υποταγή της συστημικής Αριστεράς στην Ελλάδα και διεθνώς, και παρά τα λάθη και τις ανεπάρκειες της ανατρεπτικής Αριστεράς, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως το επόμενο διάστημα θα δούμε να εξελίσσονται μπροστά μας μεγάλοι, ιστορικοί αγώνες.
Με δεδομένα τα υφιστάμενα κοινωνικά και ταξικά ισοζύγια, δεν υπάρχει τίποτε απολύτως που να αποκλείει τη νικηφόρα τους έκβαση. Αρκεί βέβαια να βγουν και να αξιοποιηθούν τα συμπεράσματα από την μέχρι τώρα βιωμένη εμπειρία.»
Info
Από το 2015 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο λειτουργεί το Εργαστήριο Συγκρουσιακής Πολιτικής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας. Αποτελεί μετεξέλιξη του «Κύκλου Συγκρουσιακής Πολιτικής», διεπιστημονικού δικτύου σε λειτουργία ήδη από το 2008. Πραγματοποιεί ανοιχτά σεμινάρια σε τακτική βάση, το πρόγραμμα των οποίων για το έτος 2019-2020 βρίσκεται αναρτημένο ΕΔΩ.
Το προσεχή Οκτώβριο το Εργαστήριο Συγκρουσιακής Πολιτικής σε συνεργασία με το Centre on Social Movement Studies της Scuola Normale Superiore και την Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης διοργανώνουν διεθνές συνέδριο με τίτλο «Καπιταλισμός, Δημοκρατία, Διεκδίκηση: Η δεκαετία της κρίσης», με στόχο την πολυπρισματική διερεύνηση της ελληνικής εμπειρίας.
Πηγή: Το Ποντίκι