Ο περιορισμός της κυκλοφορίας λόγω κορονοϊού έφερε τα περισσότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα, κάθε πεδίου και κάθε βαθμίδας, προ μιας επείγουσας πρόκλησης: την εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Υπάρχει όμως ένα ίδρυμα στην Ελλάδα που από το 1998 αναπτύσσεται με βάση αποκλειστικά τέτοια εργαλεία, προσφέροντας υψηλού περιεχομένου σπουδές και την ευκαιρία σε χιλιάδες φοιτητές και φοιτήτριες να επενδύσουν στην δια βίου μάθηση, το Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ).
«Τα σύγχρονα εργαλεία της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με καχυποψία και εχθρότητα. Έχουν μπει στη ζωή μας ήδη, έχουν πάρει τη θέση τους και είναι έτοιμα να αξιοποιηθούν από το σύνολο των ανθρώπων του εκπαιδευτικού μας συστήματος για το καλό της εκπαίδευσης. Το ερώτημα πλέον που ορίζεται από όλες τις πλευρές δεν είναι η αναγκαιότητά τους ή όχι, αλλά ο αποτελεσματικός τρόπος που μπορεί να χρησιμοποιηθούν» επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αντώνης Λιοναράκης, καθηγητής του ΕΑΠ και από τους πρωτεργάτες για την εγκαθίδρυση και εδραίωσή του.
Ο κ. Λιοναράκης τονίζει ότι η εκπαιδευτική διαδικασία ούτε αντικαθίσταται, ούτε υποκαθίσταται αλλά εμπλουτίζεται. «Αυτό που φαίνεται από παντού είναι η αναβάθμιση των πρακτικών, ο σύγχρονος πλέον ρόλος των εκπαιδευτικών και οι νέες συνθήκες στην καθημερινότητά μας. Η κοινωνία μεταβάλλεται. Θέλουμε, δε θέλουμε έχει πάρει έναν δρόμο μεγάλης αλλαγής. Δεν μπορούμε επομένως να αρνηθούμε τις παραμέτρους που συνοδεύουν και καθορίζουν αυτή την εξέλιξη. Ασφαλώς ούτε θα πρέπει να τις φοβόμαστε». Πάντως, ο κ. Λιοναράκης, επίσης, υπογραμμίζει ότι «σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να συνδέσουμε την επιλογή κάποιων εργαλείων που κάνουν τη ζωή του σχολείου λίγο πιο ευέλικτη με πρόθεση αλλαγής ανθρώπινων αξιών. Η ταυτότητα του σχολείου δεν θα αλλάξει. Οι αξίες υπάρχουν και παραμένουν και πρέπει να παραμείνουν. Δεν κινδυνεύουν, όμως, από ορισμένες τεχνολογικές εφαρμογές που διευκολύνουν τη ζωή των μαθητών».
Ως προς το κομμάτι της πρακτικής εφαρμογής της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, ο Μάνος Παναγόπουλος, ο οποίος δραστηριοποιείται επί πολλά έτη επιχειρηματικά στο πεδίο, διαβεβαιώνει ότι η διαδικασία είναι εύκολη και ο εξοπλισμός προσιτός. «Για να παρακολουθήσει ένας μαθητής ή ένας φοιτητής ένα μάθημα εξ αποστάσεως, χρειάζεται ένας υπολογιστής, ένα tablet ή έστω ένα κινητό τηλέφωνο, με σύνδεση στο διαδίκτυο. Για να έχει πλήρη οπτική αλληλεπίδραση ο εκπαιδευόμενος με τον καθηγητή και την υπόλοιπη τάξη, εφόσον το επιθυμεί, απαιτείται ακόμα κάμερα και μικρόφωνο (που υπάρχουν σχεδόν σε όλα τα κινητά τηλέφωνα). Ενώ, για να μπορεί να έχει πλήρη αλληλεπίδραση και να γράφει ή να σχεδιάζει κάτι που θα εμφανίζεται απευθείας στον πίνακα/οθόνη της τάξης, χρειάζεται μόνο μια συσκευή με οθόνη αφής (π.χ. κινητό ή tablet) ή ψηφιακή γραφίδα. Επομένως, είναι σαφές πως οι μαθητές και οι φοιτητές δεν έχουν ανάγκη κάποια ακριβή ή εξειδικευμένη υποδομή, πέραν αυτής που διαθέτουν πλέον ήδη οι περισσότεροι. Το κύριο κόστος της υλοποίησης της συγκεκριμένης δυνατότητας έχει να κάνει με τη βούληση του εκπαιδευτηρίου να επενδύσει σε νέες τεχνολογίες, διευρύνοντας ουσιαστικά την εκπαιδευτική διαδικασία».
Υπάρχει δηλαδή πλέον ο εξοπλισμός που επιτρέπει στον καθηγητή να εργάζεται πάνω σε έναν ψηφιακό πίνακα, όπως ο παραδοσιακός πίνακας της κιμωλίας και του μαρκαδόρου, ο οποίος όμως …κάνει θαύματα, αφού μπορεί να απαντήσει πάνω σε αυτόν ο μαθητής από απομακρυσμένη τοποθεσία. «Από την αρχή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης υπήρχε, εκτός από την ανάγκη παρακολούθησης και η ανάγκη διάδρασης με τον μαθητή. Η διάδραση, στην πλήρη της έννοια, είναι η ενεργή συμμετοχή του μαθητή στην παράδοση του μαθήματος, σαν να ήταν παρών στη φυσική αίθουσα. Πλέον, υπάρχουν τα εργαλεία αλλά και το αντίστοιχο λογισμικό για να επιτευχθεί η κάλυψη και των δύο αυτών αναγκών» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παναγόπουλος.
Στη Γαλλική Πολυνησία, για παράδειγμα, λόγω της γεωγραφικής της ιδιομορφίας, έχουν αντικατασταθεί οι ασπροπίνακες μαρκαδόρου με διαδραστικές οθόνες μεγάλων διαστάσεων. «Σε αυτήν την οθόνη ο καθηγητής μπορεί να γράψει το μάθημα αλλά και να παρουσιάσει οποιοδήποτε πολυμεσικό περιεχόμενο. Με ειδικά σχεδιασμένο λογισμικό, ο απομακρυσμένος μαθητής συνδέεται στην ψηφιακή τάξη και μπορεί να απαντήσει στις ασκήσεις του σε πραγματικό χρόνο, καθώς ο καθηγητής παρακολουθεί άμεσα την πρόοδο του στο ψηφιακό του τετράδιο. Κατά τη λήξη δε του μαθήματος, ο κάθε μαθητής μπορεί να αποθηκεύσει όσες σημειώσεις και αρχεία ο καθηγητής τοποθέτησε στο εικονικό κοινό τραπέζι, με δυνατότητα αυτά να συμπληρώνονται με τις επιπλέον επισημάνσεις που προσέθεσε ο καθηγητής πάνω τους!» εξηγεί ο κ. Παναγόπουλος, ο οποίος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η τεχνολογία αιχμής της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης συνδυάζει εξοπλισμό και λογισμικό για να αξιοποιήσει στο έπακρο τις δυνατότητες της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
«Τεχνικά γίνονται τα πάντα», σχολιάζει και ο κ. Λιοναράκης, «Αρκεί να υπάρχουν και να αναπτυχθούν παιδαγωγικές προϋποθέσεις ποιότητας και αλληλεπίδρασης. Αυτό είναι το ζητούμενο. Να δημιουργηθούν κριτήρια εγκυρότητας και αξιοπιστίας. Το ΕΑΠ έχει πάρει έναν δρόμο εκσυγχρονισμού και δεν απέχει καθόλου από τα άλλα ανοικτά πανεπιστήμια της Ευρώπης. Προσαρμόζεται σε όλη τη μεθοδολογία του και στις νέες απαιτήσεις της εποχής».
“Ευκαιρία” λόγω κορονοϊού
Όσο για τον κορoνοϊό και τον περιορισμό της κυκλοφορίας, που έφερε την εκπαιδευτική κοινότητα, όπως όλους, προ κάποιας έκπληξης, ο κ. Λιοναράκης σχολιάζει «δεν έδωσε απλά μια ώθηση, αλλά οδήγησε τους κεντρικούς φορείς της εκπαίδευσης στη χώρα μας να προχωρήσουν σε πρακτικές νέες και κάπως άγνωστες για το σύνολο των εκπαιδευτικών. Προφανώς, σε μια τέτοια κατάσταση υπήρξαν και αστοχίες. Είναι πολύ λογικό. Το αποτέλεσμα όμως ήταν οι εκπαιδευτικοί να αποκτήσουν εμπειρία, να αντιμετωπίσουν δυσκολίες πρωτόγνωρες, να εξοικειωθούν με τα νέα τεχνολογικά μέσα και να αποβάλουν φοβίες που ενδεχομένως υπήρχαν. Τα ακαδημαϊκά ιδρύματα είχαν μια σχετική εμπειρία η οποία φαίνεται ότι καθόρισε κατά πολύ νέες επιλογές. Το σημαντικό όμως είναι ότι στη συνείδηση του κόσμου, όλης της ακαδημαϊκής κοινότητας και των ανθρώπων που εμπλέκονται με την εκπαίδευση οι νέες συνθήκες έγιναν κατανοητές και οι εναλλακτικές επιλογές εφαρμόστηκαν, ίσως περιορισμένα για την ώρα, αλλά χωρίς ενδοιασμούς. Έχοντας όμως αυτή την εμπειρία στο μέλλον, φαίνεται ότι θα εφαρμοστούν πιο συστηματικά και πιο δυναμικά».
Ο κ. Παναγόπουλος, με την εμπειρία εκείνου που κλήθηκε να καλύψει με αξιόπιστο τρόπο τις ξαφνικές ανάγκες, συμφωνεί: «Η απρόσμενη πανδημία, με το συνακόλουθο lockdown, ανάγκασε πολλές επιχειρήσεις, εκπαιδευτήρια, αλλά και την ίδια την πολιτεία, να προχωρήσουν με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Αυτό θα γινόταν έτσι κι αλλιώς, σχεδόν νομοτελειακά, αλλά φαινόταν πως η μετάβαση στις νέες τεχνολογίες -τουλάχιστον στη χώρα μας – γινόταν αρκετά αργά. Πλέον, δημόσιος και ιδιωτικός τομέας, σπεύδουν να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες που παρέχει η τεχνολογία για εξ αποστάσεως παροχή υπηρεσιών, κομμάτι των οποίων είναι και η εκπαίδευση. Εκτός από την κατακόρυφη αύξηση πώλησης αντισηπτικών και ειδών πρώτης ανάγκης, σημειώθηκε και πολύ μεγάλη αύξηση στις πωλήσεις tablet, οθονών και webcam. Δεχθήκαμε έναν πραγματικά σημαντικό όγκο αιτημάτων για την εγκατάσταση εξοπλισμού αλλά και λογισμικού για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, και όχι μόνο. Επικοινώνησαν μαζί μας ακόμα και ναοί που ήθελαν να προχωρήσουν σε ζωντανή μετάδοση των ακολουθιών μέσω διαδικτύου!» Αλλά, πέραν από την παρούσα κρίση, η εξ αποστάσεως εκπαίδευση για κάποιους μαθητές είναι ένα μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας: «Συνεργαζόμαστε με εκπαιδευτικά κέντρα που στηρίζουν παιδιά σε νησιά ή σε δυσπρόσιτες περιοχές, ειδικά τον χειμώνα (απομακρυσμένα χωριά σε βουνά κλπ). Η παροχή της εκπαίδευσης δεν σταμάτησε για αυτά τα παιδιά. Μπορεί η παρούσα κρίση να έφερε στο φως την ανάγκη, αλλά η τεχνογνωσία και η εμπειρία στην εφαρμογή τέτοιων τεχνολογιών υπάρχει και μπορεί να λειτουργήσει με διάφορα μοντέλα. Μπορεί η φυσική τάξη να μην υποκαθίσταται πραγματικά, αλλά οι ευκαιρίες των μαθητών στην εκπαίδευση δε χάνονται» καταλήγει ο κ. Παναγόπουλος.
«Θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι οι τεχνολογίες μαζί με την εξ αποστάσεως εκπαίδευση δεν βασίζονται σε μια απλή εφαρμογή, αλλά σε προϋποθέσεις και αυστηρά κριτήρια παιδαγωγικών αρχών διδασκαλίας και μάθησης», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Λιοναράκης, «Προκύπτει η αναγκαιότητα ενός φορέα που θα ασχοληθεί με την αξιοποίηση της τεχνολογίας και την εξ αποστάσεως εκπαίδευση στη σχολική ζωή και στο εκπαιδευτικό σύστημα. Να συνδέσει τις καινοτομίες, την εκπαιδευτική ευελιξία, την αντιαυταρχικότητα και τις σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις με τις απαιτήσεις μια σύγχρονης Ελλάδας που θα είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει όλες τις προκλήσεις, όσο δύσκολες και αν είναι».