«Το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει τις ανάγκες των αυτοαπασχολούμενων, των μισθωτών και των μικρομεσαίων επιχειρηματιών» τονίζει σε συνέντευξή του στην ΑΥΓΗ της Κυριακής ο Γραμματέας της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, Π. Σκουρλέτης
«Δυστυχώς όλα τα δεδομένα δείχνουν πως βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια βίαιη υφεσιακή δυναμική στην οικονομία, που θα προκαλέσει σε σύντομο χρονικό διάστημα μεγάλη ζημιά στις επιχειρήσεις και κυρίως στον κόσμο της εργασίας» λέει ο Π. Σκουρλέτης και αναφέρεται στη νέα, επικαιροποιημένη μορφή του προγράμματος «Μένουμε Όρθιοι». «Κι αυτό, όπως και το προηγούμενο, θα έχει ένα βραχυχρόνιο ορίζοντα. Συγκεκριμένα, θα αφορά μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την περίοδο μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου. Αντιλαμβάνεστε πως το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν έκανε όσα έπρεπε στην προηγούμενη φάση ήδη έχει δημιουργήσει δυσμενέστερους όρους. Οι τομείς που δίνουμε έμφαση με τη νέα δέσμη μέτρων που προτείνουμε αφορούν κατά κύριο λόγο την εστίαση, τον τουρισμό και βεβαίως την απασχόληση. Όσον αφορά την επικοινωνία με δεκάδες φορείς ανά την Ελλάδα, ήταν μια πολύτιμη εμπειρία που άνοιξε νέους δρόμους επικοινωνίας του χώρου μας με όλες αυτές τις κοινωνικές ομάδες» τονίζει ο Γραμματέας της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ.
Η συνέντευξη του Γραμματέα της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, Π. Σκουρλέτη, στην εφημερίδα ΑΥΓΗ της Κυριακής και τον δημοσιογράφο Σπύρο Ραπανάκη:
Όσο επανερχόμαστε στην καθημερινότητα μετά το lockdown τόσο η αβεβαιότητα για εργαζόμενους και επαγγελματίες βαθαίνει. Η εικόνα που μεταφέρουν οι εκπρόσωποι της αγοράς είναι δραματική, ενώ οι παρεμβάσεις του υπουργείου Εργασίας φαίνεται πως οδηγούν σε μια νέα υποτίμηση μισθών και εργασιακών σχέσεων. Είναι αναπόφευκτη αυτή η πορεία;
Δυστυχώς όλα τα δεδομένα δείχνουν πως βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια βίαιη υφεσιακή δυναμική στην οικονομία, που θα προκαλέσει σε σύντομο χρονικό διάστημα μεγάλη ζημιά στις επιχειρήσεις και κυρίως στον κόσμο της εργασίας. Η απότομη και ταυτόχρονη παύση της οικονομικής δραστηριότητας σχεδόν στο σύνολο του πλανήτη σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, είναι το χαρακτηριστικό της συγκυρίας που προσδίδει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στη σημερινή οικονομική κρίση. Κατά συνέπεια, η ύφεση θα είναι μεγάλη και οι επιπτώσεις της επώδυνες. Εάν, όμως, είναι έτσι τα πράγματα, το ερώτημα που οφείλουμε να απαντήσουμε είναι αν θα παρακολουθήσουμε παθητικά το υφεσιακό «τσουνάμι» που επελαύνει να συμπαρασύρει τα πάντα ή θα πάρουμε μέτρα για να περιορίσουμε τις επιπτώσεις του, διασώζοντας θέσεις εργασίας και επιχειρήσεις.
Δυστυχώς, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την κατάσταση με ημίμετρα, οπαδός μιας αντίληψης που αντιλαμβάνεται την παρούσα κρίση ως μια άλλη μορφή αναδιάρθρωσης. Με αλλά λόγια, ως μια ευκαιρία «ξεσκαρταρίσματος» της αγοράς για να απαλλαγούμε από τις επιχειρήσεις «ζόμπι», τους «τζαναμπέτηδες», τους «αδύναμους κρίκους» προς όφελος των λίγων και ισχυρών, οι οποίοι στο τέλος της ύφεσης θα έχουν ενδυναμώσει τη θέση τους. Βεβαίως, αυτή η αντίληψη προϋποθέτει την υιοθέτηση απόλυτα ελαστικοποιημένων θέσεων εργασίας, με μείωση των μισθών και περιορισμό των εργασιακών δικαιωμάτων. Οι εργαζόμενοι κυριολεκτικά θα είναι «φτερό στον άνεμο» στο νέο σκηνικό. Η παραπάνω αντίληψη της κυβέρνησης συμπυκνώνεται στο αφήγημα που διατυπώνεται από τα κυβερνητικά στελέχη περί ανάγκης διατήρησης εφεδρειών και «καυσίμων» για μετά την έξοδο από την κρίση. Φοβάμαι, όμως, πως τότε θα είναι πολύ αργά και θα απαιτούνται περισσότεροι πόροι και δυνάμεις μια και πολλά θα έχουν χαθεί. Για όλους αυτούς τους λόγους εμείς καταθέσαμε ένα συνεκτικό, εμπροσθοβαρές και κοστολογημένο οικονομικό πρόγραμμα για την παρούσα φάση της κρίσης. Στόχος μας πρέπει να είναι να περιορίσουμε όσο δυνατόν το εύρος και το βάθος της ύφεσης.
Βεβαίως, η αποτελεσματικότητα, η ένταση και τα χαρακτηριστικά ενός δυναμικού σχεδίου περιορισμού των επιπτώσεων της ύφεσης εξαρτώνται από -και προϋποθέτουν- αντίστοιχες επιλογές στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι αδήριτη η ανάγκη για μια ισχυρή δημόσια παρέμβαση στη βάση μιας επεκτατικής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής με στόχο τη στήριξη της εργασίας, καθώς και για ένα πανευρωπαϊκό σχέδιο δημοσίων επενδύσεων. Κάτι τέτοιο, βεβαίως, προϋποθέτει την εγκατάλειψη των νεοφιλελεύθερων στρατηγικών. Αντίθετα, αν και η κυβέρνηση της Ν.Δ. αρχικώς υπέγραψε, μαζί με άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, το αίτημα για την έκδοση ευρωομολόγου, η πολιτική της στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και η στάση της στο πλαίσιο της Ευρώπης, την κατατάσσουν στις πολιτικές δυνάμεις της νεοφιλελεύθερης ακαμψίας που, δυστυχώς, θα επιφέρει τεράστιο κοινωνικό κόστος και θα βαθύνει την ύφεση. Οι πρόσφατες προτάσεις εκ μέρους των Μέρκελ και Μακρόν δεν συνιστούν έναν προωθητικό συμβιβασμό. Η απάντηση απέναντι σ’ αυτή την πολιτική δεν μπορεί να είναι άλλη από έναν διαρκή αγώνα μέσα στην κοινωνία για τη διαμόρφωση των όρων της ανατροπής της.
Προ ημερών ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε πως στον τουρισμό «ξεκινάμε από το μηδέν». Στον αντίποδα βρίσκεται η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι εφικτή; Γιατί κατά τη γνώμη σας η κυβέρνηση την έχει απορρίψει;
Καταρχάς, αναμένεται μέσα στις επόμενες ημέρες να παρουσιαστεί η νέα, επικαιροποιημένη μορφή του προγράμματος «Μένουμε Όρθιοι». Κι αυτό, όπως και το προηγούμενο, θα έχει ένα βραχυχρόνιο ορίζοντα. Συγκεκριμένα, θα αφορά μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την περίοδο μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου. Αντιλαμβάνεστε πως το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν έκανε όσα έπρεπε στην προηγούμενη φάση ήδη έχει δημιουργήσει δυσμενέστερους όρους. Οι τομείς που δίνουμε έμφαση με τη νέα δέσμη μέτρων που προτείνουμε αφορούν κατά κύριο λόγο την εστίαση, τον τουρισμό και βεβαίως την απασχόληση. Όσον αφορά την επικοινωνία με δεκάδες φορείς ανά την Ελλάδα, ήταν μια πολύτιμη εμπειρία που άνοιξε νέους δρόμους επικοινωνίας του χώρου μας με όλες αυτές τις κοινωνικές ομάδες. Η αγωνία των εργαζομένων, των ελεύθερων επαγγελματιών, των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων είναι δικαιολογημένη. Μέσα από αυτήν αναδεικνύεται ένας κοινός παρονομαστής συμφερόντων όλων αυτών των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας και των μεσοστρωμάτων απέναντι στο σχέδιο της κυβέρνησης και της εγχώριας οικονομικής ελίτ που προωθούν τα συμφέροντα των πολύ λίγων. Ιδιαίτερα στον τουρισμό, πρέπει να εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα αξιοποίησης του εγχώριου τουρισμού μέσα από επιδοτούμενες «μίνι» διακοπές για μια κατηγορία συμπολιτών μας, γνωρίζοντας βέβαια ότι κάτι τέτοιο δεν επαρκεί.
Εκτιμάτε πως το σενάριο πρόωρων εκλογών παραμένει στο τραπέζι; Είναι έτοιμος ο ΣΥΡΙΖΑ να δώσει μια τέτοια μάχη σε αυτές τις συνθήκες; Προχωρούν οι προσυνεδριακές διεργασίες;
Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε έναν ακραίο τακτικισμό. Μπορώ να δω το σενάριο των πρόωρων εκλογών μόνο ως μια προσπάθεια της κυβέρνησης να μην βρεθεί τους επόμενους μήνες αντιμέτωπη με τα προβλήματα που πολλαπλασιάζει η λαθεμένη πολιτική της. Όσο ακόμη ο κόσμος έχει το νου του στα ζητήματα της πανδημίας και με βάση τον περιορισμένο αριθμό των κρουσμάτων, ως αποτέλεσμα των έγκαιρων περιοριστικών μέτρων, η κυβέρνηση μπορεί να το επιχειρήσει διαβάζοντας λάθος τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις. Ωστόσο, θα είναι πολύ δύσκολο, υπό τις παρούσες συνθήκες, να εξηγήσει με έναν πειστικό τρόπο την επιλογή των πρόωρων εκλογών.
Σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να μιλήσει για το νέο πρόγραμμά της. Εκεί όμως αρχίζουν τα δύσκολα γι’ αυτήν. Επειδή, όμως, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τι έχει στο κεφάλι του ο πρωθυπουργός, εμείς οφείλουμε να είμαστε έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο. Με την ευκαιρία, θέλω να πω πως, παρά τα περιοριστικά μέτρα κυκλοφορίας, σε απόλυτη συνεργασία με τους βουλευτές μας, οι οργανώσεις μας, σε όλους τους νόμους της χώρας πλην τριών, οργάνωσαν δεκάδες τηλεδιασκέψεις με φορείς, σωματεία, επιμελητήρια και συλλόγους ανταλλάσοντας απόψεις, καταγράφοντας προβλήματα, επικοινωνώντας τις θέσεις μας. Η διαδικτυακή επικοινωνία αξιοποιήθηκε σε παρά πολύ μεγάλο βαθμό.
Παράλληλα, οι οργανωμένες δυνάμεις μας και η Νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ πρωτοστάτησαν σε πολύμορφες δράσεις αλληλεγγύης. Θέλω επίσης να τονίσω πως η υπόθεση της διεύρυνσης του κόμματος, της ένταξης νέων μελών δεν σταμάτησε ποτέ. Σίγουρα δεν μπορούμε, για την ώρα, να προσδιορίσουμε τη νέα ημερομηνία του συνεδρίου μας, που ως γνωστόν θα γινόταν αυτές τις μέρες, αλλά ήδη σε όλα τα επίπεδα του κόμματός μας λειτουργούν παραλλήλως διευρυμένα όργανα με τη συμμετοχή των νέων συντρόφων μας από τον χώρο της Προοδευτικής Συμμαχίας. Το πιο σημαντικό, όμως, απ’ όλα είναι το αποφασιστικό βήμα συνάντησης-ενιαιοποίησης που έγινε με τους χιλιάδες νέους συντρόφους μας στις κατά τόπους οργανώσεις, χωρίς διακρίσεις σε παλιούς και νέους, με ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Ο Αλ. Τσίπρας στη συνέντευξή του στην «Αυγή» μίλησε για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Εσείς είχατε αναφέρει πως κοινός εχθρός για μισθωτούς και μικρομεσαίους είναι η πολιτική Μητσοτάκη. Με ποιον τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ θα συμβάλλει στη συγκρότηση ενός κοινωνικού μετώπου; Συνδέεται η διαδικασία ανασυγκρότησης και διεύρυνσης του κόμματος μ’ αυτό;
Μα ασφαλώς όταν μιλάμε για τη διεύρυνση του κόμματός μας, την ανασυγκρότηση ή τη γείωσή του, έχουμε κατά νου και αυτή τη διάσταση. Τη δυνατότητα να εκφράσουμε τα αιτήματα και τις ανάγκες του κόσμου της εργασίας και των πλατιών μεσοστρωμάτων, των μικρών και μεσαίων επιχειρηματιών. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δημιουργούν και συντηρούν πολλές χιλιάδες θέσεις εργασίας κι αυτές με τη σειρά τους, όταν είναι καλά αμειβόμενες, στηρίζουν την αγορά. Η εμπειρία από την πρόσφατη κρίση στην Ελλάδα, μάς δείχνει ότι η ανεργία εκτοξεύτηκε όταν έκλεισαν χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Επίσης, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δύσκολα μεταναστεύουν όπως οι μεγάλοι όμιλοι και οι αλυσίδες – υπάρχουν άλλωστε πολλά παραδείγματα. Κατά συνέπεια, το δικό μας σχέδιο πρέπει να στηρίζεται και να προωθεί με κοινωνικοοικονομικούς όρους τη συμμαχία των αυτοαπασχολούμενων, των μισθωτών και των μικρομεσαίων επιχειρηματιών.
Το κάλεσμα που έχει απευθύνει ο Αλ. Τσίπρας για τη σύγκλιση των προοδευτικών δυνάμεων και τη διαμόρφωση των συνθηκών για μια συγκυβέρνηση σε ποιούς απευθύνεται; Υπάρχει έδαφος; Διότι βλέπουμε την ηγεσία του ΚΙΝ.ΑΛΛ. από τη μία να κατακεραυνώνει τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική της κυβέρνησης και από την άλλη να υποστηρίζει τη διεύρυνση του κατηγορητηρίου στην υπόθεση της Novartis.
Κρατώ από το ερώτημά σας το θετικό γεγονός ότι, το τελευταίο διάστημα, πράγματι η ηγεσία του ΚΙΝ.ΑΛΛ. δείχνει να οριοθετείται απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό. Αυτό έχει μια ξεχωριστή σημασία για τη δυνατότητα αναζήτησης μιας στέρεης προγραμματικής σύγκλησης και συνεργασίας σε μια ισότιμη βάση. Δεν πιστεύω στην τακτική της λεηλασίας ενός χώρου ή της απορρόφησής του. Άλλωστε η Αριστερά έχει ταλαιπωρηθεί από τέτοιου είδους πρακτικές. Ας μην ξεχνάμε πως ανάλογες διεργασίες γίνονται στον ευρωπαϊκό χώρο, ενώ σε δυο χώρες έχουμε κυβερνήσεις συνεργασίας Αριστεράς και Σοσιαλιστών.
Όλη την περίοδο του lockdown διαπιστώθηκε ένα σοβαρό έλλειμμα στην ενημέρωση, καθώς υπήρξε μονομερής κάλυψη των πολιτικών θέσεων, ενώ σε μεγάλο βαθμό φάνηκε η αξιωματική αντιπολίτευση να «εξαφανίζεται», ιδίως από τα τηλεοπτικά κανάλια. Πως κρίνετε τη στάση του ΕΣΡ; Τι περαιτέρω κινήσεις θα κάνετε από τη θεσμική σας θέση αφού έχετε κάνει λόγο για ζήτημα δημοκρατίας; Είναι εφικτή η συγκρότηση μιας ισχυρής αριστερής φωνής στα μίντια;
Το πρώτο που πρέπει να αποκατασταθεί σήμερα στον χώρο της ενημέρωσης είναι η πολυφωνία και να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία των μέσων. Μέσα σε ένα τέτοιο τοπίο υπάρχει χώρος και για μια ισχυρή αριστερή φωνή. Το ΕΣΡ έχει αυτοακυρωθεΙ. Έχουμε ταυτόχρονα την εμπειρία της δικής μας περιόδου διακυβέρνησης. Είναι η ώρα, λοιπόν, για μια μεγάλη πρωτοβουλία για τη δημοκρατική μεταρρύθμιση του μιντιακού τοπίου. Εμείς οφείλουμε να στηρίξουμε τα μέσα στα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ συμμετέχει ως μέτοχος με όλες μας τις δυνάμεις. Στο πλαίσιο αυτό, όπως ίσως γνωρίζετε, ετοιμάζεται και ένα διαδικτυακός ραδιοτηλεοπτικός σταθμός στο πλαίσιο της «Αυγής» και του Κόκκινου.
Βέβαια, την ώρα που εσείς κατηγορείτε για ανεπάρκεια και αδράνεια την κυβέρνηση οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν ισχυρό προβάδισμα της Ν.Δ. και του Κ. Μητσοτάκη, όσον αφορά την πρόθεση ψήφου…
Δεν πρέπει να υποτιμούμε τις δημοσκοπήσεις, χωρίς ταυτόχρονα και να τις απολυτοποιούμε. Πέρα από το ισχυρό, εκ πρώτης όψεως, προβάδισμα της Ν.Δ. που σχετίζεται κυρίως με τα χαρακτηριστικά της περιόδου της πανδημίας, για πρώτη φορά εμφανίζονται έντονα σημάδια αποδόμησης και αμφισβήτησης της εικόνας της κυβέρνησης, ιδίως στον τομέα της οικονομίας και της εργασίας. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ, πάλι στο πεδίο των ποιοτικών στοιχείων, αποκτά ένα νέο, ευρύτερο ακροατήριο, με ταυτόχρονη υποχώρηση του αντί-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου της προηγούμενης περιόδου. Ωστόσο, θέλω να επισημάνω πως στο διάστημα από τις εκλογές μέχρι σήμερα σε αρκετές στιγμές δώσαμε την εικόνα ενός χώρου σε κρίση χωρίς κάτι τέτοιο να ισχύει. Διλήμματα που δεν ισχύουν, όπως «ποιοι είναι υπέρ της διεύρυνσης και ποιοι κατά», «ποιοι υποστηρίζουν τη λογική ενός καθαρού κόμματος του 3% ή θέλουν ένα μεγάλο κόμμα», ερωτήματα που κατασκευάστηκαν και που δεν έχουν σχέση με τον προβληματισμό εντός του ΣΥΡΙΖΑ και της Προοδευτικής Συμμαχίας άρχισαν να διακινούνται από δω κι από κει. Δυστυχώς, όλα αυτά συνέβαλαν ώστε οι περισσότερες δημόσιες αναφορές γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργούν μια εικόνα εσωστρέφειας και ομφαλοσκόπησης, βάζοντας σε δεύτερο πλάνο ορθές κατά τα άλλα παρεμβάσεις, π.χ. για τον αναπτυξιακό νόμο ή τα εργασιακά.
Το τελευταίο διάστημα έχετε γίνει πρωταγωνιστής, μαζί με άλλα στελέχη του κόμματος, σε δημοσιεύματα, σας έχει χρεωθεί ακόμα και «σχέδιο». Υπάρχει πόλεμος τελικά μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ; Μπορεί ο διάλογος, η ανταλλαγή ή και η αντιπαράθεση θέσεων και απόψεων να διεξαχθούν με όρους συντροφικότητας και με σεβασμό στις συλλογικές αποφάσεις, όπως ανέφερε και ο πρόεδρος του κόμματος;
Αναφέρθηκα και προηγουμένως σε φαινόμενα εσωστρέφειας. Σαφέστατα, ο ειλικρινής συντροφικός διάλογος στη βάση μιας δημοκρατικής λειτουργίας και κουλτούρας είναι ο μόνος δρόμος υπέρβασης των όποιων αρρυθμιών εμφανίζονται κατά καιρούς. Όσον αφορά δημοσιεύματα που φέρουν τρεις τομεάρχες του κόμματος, τον πρώην πρόεδρο της Βουλής και τον γραμματέα του κόμματος να υλοποιούν σχέδιο ενάντια στον χώρο μας, σε συνεννόηση με τον κ. Μητσοτάκη και τον κ. Μαρινάκη, μόνο γέλια μπορούν να προκαλούν. Αλλά ας προσέξουμε μήπως καμιά φορά «πνιγούμε» από τα πολλά γέλια. Όπως ανέφερα και στην τελευταία μου δήλωση, είμαι φανατικός των συλλογικών διαδικασιών και απεχθάνομαι τα «στημένα» μέσω κατευθυνόμενων διαρροών δημοσιεύματα, τη δολοφονία χαρακτήρων και την υπονόμευση, τελικώς, της ίδιας της ηθικής της Αριστεράς.