Η γυναίκα αυτή συνέδεε δύο κόσμους: Τον παλιό με τον καινούργιο, αν και σήμερα έχουν παλιώσει και οι δύο. Το πρόσωπο της θύμιζε αρχαιοελληνική μάσκα από τις Δελφικές Εορτές της Εύας και του Άγγελου Σικελιανού.
Δεν ήταν η κλασική «άσχημη» του ελληνικού κινηματογράφου: Ούτε να αυτοσαρκάζεται σαν τη Γεωργία Βασιλειάδου, ούτε να μοιάζει με καρικατούρα όπως η Ταϋγέτη. Την περιέβαλλε ο μύθος των μεγαλύτερων ποιητών του 20ου αι. στον τόπο αυτό, του Τσαρούχη, του Χατζιδάκι, του Ταχτσή, του Αργυράκη, του Μουντέ, του Χορν, της Λαμπέτη. Τον άλλο μύθο, αυτόν της ανελέητης μοναχικότητάς της, τον έχτισε η ίδια με το τέλος της, άσχημο για κάθε άνθρωπο. Διότι, στην πραγματικότητα, υπήρξε τρομερά κοινωνική και απολύτως ενταγμένη σ’ αυτό που λέμε βιομηχανία του θεάματος.
Την είδαμε – κι ακόμη τη βλέπουμε – σε κωμωδίες: Γουρλού υπηρέτρια της Ρένας Βλαχοπούλου στη «Χαρτοπαίχτρα» του Ψαθά και του Δαλιανίδη. Γεροντοκόρη γραμματέας του Γιάννη Μιχαλόπουλου στο «Αχ αυτή η γυναίκα μου» του Σκαλενάκη, να ρίχνει τα μπουρλότα της και να προτάσσει τις δικές της μολότοφ έναντι των μικροαστικών τεκταινόμενων. Προσωπικά, τη λάτρεψα στο «Μίνι φούστα και καράτε», την τρασιά του Βαγγέλη Σειληνού από το 1967: Η σκηνή που κράζει «Καράτε» και τους αφήνει όλους σέκος με δυο – τρία κόλπα, ανάγεται στα όρια του σουρεαλισμού. Δεν θα την ξεχάσω, όμως, πόσο δραματική υπήρξε στο κομμουνιστικό «Συνοικία το Όνειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη – πόσοι άνθρωποι κοιμόντουσαν μέσα σε εκείνη την κάμαρα, πόσα μωρά είχε να νταντέψει, πόσο πια θα σιχτίριζε τον ακαμάτη Κατράκη, λες κι αυτός έφταιγε για τη φτώχεια τους;
Δεν υπήρξε ποτέ πολιτική εξόριστη στο Λονδίνο ή στο Παρίσι. Μεσ’ στην επταετία της χούντας δούλευε στον κινηματογράφο – και δούλευε και πολύ μάλιστα! Ποιος δεν τη θυμάται, έγχρωμη πια, να μπουκάρει στη βίλα του «κακού» Χρήστου Τσαγανέα, στο διασκεδαστικό ταξικό μελό «Δημήτρη μου – Δημήτρη μου» του Κώστα Καραγιάννη, πετώντας τη φοβερή ατάκα: «Σατανά! Ξέρεις και χωρίζεις τους ανθρώπους»…
Όλα τα χρόνια συναντώ ανθρώπους που την είχαν γνωρίσει και θυμούνται ιστορίες μ’ αυτήν στο επίκεντρο: Υπάρχει η πολυειπωμένη, μα πάντα ξεκαρδιστική, με έναν θεατρικό συγγραφέα που θέλησε κάποτε να της κάνει τηλεφωνική φάρσα. «Είμαι ο Χάρος κι ήρθα να σε πάρω» της είπε απ’ την άλλη άκρη της γραμμής για να εισπράξει τη φοβερή της απάντηση: «Πούστη Χάρο πρώτη φορά ακούω»! Και του τό’ κλεισε!
Υπάρχει κι η άλλη μαρτυρία της ηθοποιού Μαρίας Κωνσταντάρου, της «Λαμέ» στο «Αχ αυτή η γυναίκα μου»: Η Κωνσταντάρου, η Δέσποινα Στυλιανοπούλου κι εκείνη χάθηκαν με το αυτοκίνητο τους κάπου στην παραμεθόριο. Εποχή χούντας. Έξω από ένα συνοριακό φυλάκιο, οι στρατιώτες τις υποδέχτηκαν με τα όπλα παρατεταμένα. Αρχικά τα έχασαν με τρεις γυναίκες στα μέρη τους κι αν στην πορεία τις αναγνώρισαν. τα όπλα δεν τα κατέβασαν. «Μας συγχωρείτε» ρώτησε η Στυλιανοπούλου με περισσή αφέλεια, «καλά πάμε για το τάδε μέρος;»…«Από κει» τους υπέδειξαν…Ξαναγυρνάει η Στυλιανοπούλου: «Μα αν πάμε από κει δε θα βγούμε αλλού;»…Πετάγεται εκείνη και της λέει μεσ’ στα νεύρα: «Μωρή! Τώρα θα μάθεις γεωγραφία;»…
Ο Ηλίας Λιούγκος, ο τραγουδιστής του Μάνου Χατζιδάκι, μου είχε πει πως δεινοπάθησαν στην ηχογράφηση του ντουέτου τους «Στην οδό του Μπλαμαντό» για την «Πορνογραφία»: Η ίδια πλησίαζε τα 75 τότε και δεν μπορούσε να «ανεβάσει» τη φωνή της, γι’ αυτό και περιορίστηκε στην απαγγελία. Εκείνη τη μέρα στο στούντιο ο Χατζιδάκις επιστράτευσε στην πρόβα μέχρι και τον Αλέξη Σολομό για να της κάνει φωνητικά. Προτιμήθηκε τελικά η απαγγελία της μαζί με το απαλό τραγούδισμα του Λιούγκου.
Λυπάμαι που δεν αξιώθηκα να τη δω στο θέατρο. Λένε ότι ήταν εξαιρετική και ότι, προς το τέλος της ζωής της, είχε σκληρύνει πολύ και δεν χαριζόταν σε κανέναν. Ακόμη και στην Έλλη Λαμπέτη! Είχε λόγο η Λαμπέτη να τη χαρακτηρίσει δημοσίως «κακιά γυναίκα», κυρίως εξ αιτίας κάποιων συμπλεγμάτων της για τη μεγάλη καριέρα που ποτέ δεν έκανε. «Φύγε από δω που’σαι με τό’να πόδι στον τάφο» εικάζεται ότι είχε πει μια μέρα στη μεγάλη πρωταγωνίστρια, όταν έπαιζαν μαζί στο θέατρο. Λόγια βαριά που κυκλοφορούν και που ποτέ δεν θα μάθουμε αν πράγματι ειπώθηκαν ή αν απλά αποτέλεσαν λιθαράκια για το χτίσιμο της αντισυμβατικής περσόνας που οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι ήταν.
Σύμφωνα με ένα υπέροχο κείμενο – μαρτυρία γι’ αυτήν, που έγραψε ο ποιητής και στενός φίλος της, Ματθαίος Μουντές, κάποτε πρόσβαλλε ένα γκαρσόνι που της ζήτησε να πει κάποιο αστείο για να γελάσουν. «Είναι σαν να σε δω εγώ στην Πανεπιστημίου» του’χε απαντήσει, «και να σου πω ”Τράβα φέρε μου ένα ποτήρι νερό”»! Σωστή! Ίσως γι’ αυτό λίγοι ήταν εκείνοι που την ανέχονταν κοινωνικά. Λίγοι και καλοί, σαν τον Γιάννη Τσαρούχη, που την υπεραγαπούσε και πάντα την έπαιρνε σε όποια δουλειά αναλάμβανε.
Ήταν προστατευτική εκ φύσεως απέναντι στους ανορθόδοξους. Ο ποιητής Αντρέας Παγουλάτος που έκανε παρέα με τον Κώστα Ταχτσή είχε ακούσει απ’ τα χείλη του σημαντικού συγγραφέα πως υπήρξε μεγάλη «τραβεστομάνα» – «τραβεστί» έλεγαν τότε τα τρανς άτομα. Καυγάδιζαν συχνά, έλεγε ο Ταχτσής, αλλά είχαν αληθινή αγάπη μεταξύ τους, ίσως γιατί κι οι δύο σήκωναν το ίδιο βάρος της μοναξιάς μεσ’ στην τότε κοινωνία. «Είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν. Ο Ταχτσής, ενώ μιλούσε με σκληράδα για όλους, όταν φτάσαμε σ’ αυτήν, βούρκωσαν τα μάτια του» μου’χε πει επί λέξει ο Παγουλάτος. Σήμερα είναι πεθαμένοι και οι τρεις…
Παραδόξως τα πήγαιναν καλά με την Κατερίνα Γώγου. Η μεγάλη και η μικρή «υπηρέτρια» στον ελληνικό κινηματογράφο, μέσα στον οποίο ουσιαστικά ασφυκτιούσαν αμφότερες. Θυμάμαι σαν όνειρο τον Αλέκο Τζανετάκο να δίνει συνέντευξη και να λέει πως εκείνη πρέπει να ήταν απ’ τους πρώτους που η Γώγου είχε δείξει τα πρωτόλεια ποιήματα της. Ποιος ξέρει, πιθανώς να ζητούσε τη γνώμη της για να τους βρίζουν όλους μαζί.
Όταν έφτιαχνα το ντοκιμαντέρ για τη Φλέρυ Νταντωνάκη, ανακάλυψα κάτι σχεδόν συγκλονιστικό: Στο 22 της πλατείας Κουμουνδούρου, εκεί που έμελλε να τη βρουν νεκρή, είχε ζήσει για ένα φεγγάρι και η ευλογημένη, μα άτυχη ιέρεια του «Μεγάλου Ερωτικού»: Από τα τέλη του 1972, λίγο μετά τον ερχομό τους με τον Χατζιδάκι απ’ την Αμερική, έως και το καλοκαίρι του 1973, που τράβηξε κατά Πλάκα μεριά. Η ίδια, πάλι, δεν γνωρίζω πότε ακριβώς πρωτόπιασε το διαμέρισμα αυτό που έγινε ο τάφος της. Φημολογείται πάντως πως ο «νεαρός άγνωστος επιχειρηματίας» που πλήρωνε το ενοίκιο της ήταν ο συνάδελφός της, ο Δημήτρης Χορν, που δεν επιθυμούσε σχετική δημοσιότητα. Τα έκανε αυτά ο Χορν…
Τα υπόλοιπα είναι γνωστά, θλιβερά και επίσης χιλιοειπωμένα: Ένας πατσατζής που της πήγαινε φαΐ, δεν την είδε για τρεις συνεχόμενες μέρες και ειδοποίησε την αστυνομία. Τη βρήκαν πεθαμένη μέσα στον προσωπικό της χώρο, που δεν είχε τίποτα άλλο παρά μόνο πολλές άδειες κούτες και πεταμένα θεατρικά κοστούμια. Την έλεγαν Σαπφώ Νοταρά – κατά κόσμον Σαπφώ Χανδάνου – και το ημερολόγιο έδειχνε 11 Ιουνίου του 1985, ακριβώς πριν από 35 χρόνια.
Πηγή: koutipandoras.gr