Στις υποθέσεις αδιαφανούς διαχείρισης δημόσιου χρήματος από την κυβέρνηση αναφέρεται άρθρο γνώμης στην βρετανική Guardian. Το άρθρο αναφέρεται αρχικά στην «σχετικά καλή» διαχείριση της πανδημίας ωστόσο επισημαίνει ότι το lockdown ενδεχομένως να αποτέλεσε το πρόσχημα ώστε η κυβέρνηση να προχωρήσει σε θολές και αμφισβητούμενες συμφωνίες με δημόσιο χρήμα.
Ως παραδείγματα, το άρθρο αναφέρει τις απευθείας αναθέσεις, υπογραμμίζοντας μάλιστα την πρακτική να τεμαχίζονται δημόσιες συμβάσεις σε μικρότερα κομμάτια, ώστε να είναι κάτω από το όριο των 25.000 ευρώ, αλλά κυρίως τα voucher στους επιστήμονες, που μετατράπηκε στο σκάνδαλο «Σκόιλ Ελικικού» λόγω της εξαιρετικά κακής ποιότητας των πλατφορμών.
“Τον Απρίλιο, ο πρωθυπουργός χρειάστηκε να παρέμβει για να ακυρώσει ένα οικονομικό πακέτο 190 εκατομμυρίων ευρώ που προοριζόταν για εταιρείες για τη διαχείριση ενός προγράμματος ηλεκτρονικής μάθησης για τους αυτοαπασχολούμενους, μετά από έρευνες που αποκάλυψαν ότι πολλές από τις εταιρείες που ενέκρινε το Υπουργείο Εργασίας να χρησιμοποιούν τις διαδικτυακές πλατφόρμες ήταν, όπως είπε ο αρχηγός της αντιπολίτευσης, ο Αλέξης Τσίπρας, «άμεσα συνδεδεμένος» με το κυβερνών κόμμα. Σε αυτό που ονομάστηκε «κουπόνι-πύλη», επτά εταιρείες έφτασαν τα 36 εκατομμύρια ευρώ. Μετά την ακύρωση του προγράμματος κουπονιών, το ίδιο το Υπουργείο Εργασίας διαχειρίστηκε άμεσα τα χρήματα και τις παροχές.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στο κονδύλι των 20 εκατ. σε ΜΜΕ, που μοιράζεται μέσω της διαφημιστικής εταιρείας Initiative, με αδιαφανή κριτήρια και χωρίς η κυβέρνηση να δίνει στη δημοσιότητα τα ποσά.
Στη συνέχεια, ο Guardian αναφέρεται στις απευθείας αναθέσεις στο υπουργείο Μετανάστευσης, αλλά και στη νομοθεσία που επιτρέπει πλέον στον υπουργό, Νότη Μηταράκη, να διαχειρίζεται μυστικά κονδύλια. Το άρθρο σημειώνει ότι η Ε.Ε. δεν έχει αντιδράσει, αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει με το «πακέτο 32 δισ.» που θα κατευθυνθεί στην Ελλάδα μέσω του «Ταμείου Ανάκαμψης». Μάλιστα κλείνει με αναφορά στην «ελληνική κλεπτοκρατία».
«Η ελληνική κλεπτοκρατία, σύμφωνα με τα λόγια του αντιπροέδρου της Γερμανίας το 2015, “λεηλάτησε τη χώρα για χρόνια, ενώ η ΕΕ απλώς την παρακολούθησε”. Πέντε χρόνια μετά, φαίνεται ότι λίγα έχουν αλλάξει» καταλήγει το δημοσίευμα.