Μετά την επιτυχημένη αντιμετώπιση της πρώτης φάσης της πανδημίας του κοροναϊού το επόμενο στοίχημα είναι η διατήρηση της θετικής πορείας που από δω και πέρα έχει να κάνει με τον τουρισμό, αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γενικός γραμματέας του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου (ΠΙΣ) Γιώργος Ελευθερίου.
Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη θωράκιση της δημόσιας υγείας, που -όπως λέει- θα επιτευχθεί με την αξιοποίηση όλων των δομών υγείας (δημόσιων και ιδιωτικών), τονίζοντας ότι «στην επιδημία δεν περισσεύει κανένας γιατρός». Θεωρεί πιθανό «να έρθουν φορείς του νέου κορονοϊού», και το μεγάλο άγχος της επιστημονικής κοινότητας είναι οι ασυμπτωματικοί ασθενείς. Αναλύει τις προτάσεις του ΠΙΣ για ένα ολοκληρωμένο σύστημα για τη διενέργεια τεστ και την κάλυψη των καταλυμάτων από ιδιώτες γιατρούς, ώστε να στηριχθεί το σύστημα υγείας όσον αφορά στην πρόληψη και στην αντιμετώπιση πιθανών κρουσμάτων στα νησιά.
«Η χώρα μας πράγματι κατάφερε να περιόρισε τη διασπορά του ιού και να έχει όσο το δυνατόν λιγότερα θύματα. Όμως το στοίχημα από δω και πέρα είναι ο τουρισμός. Παρότι έχουν ληφθεί όλα τα μέτρα για την προστασία τόσο των ντόπιων κατοίκων όσο και των τουριστών, ο ιός κινείται με έναν πολύπλοκο τρόπο και είναι δύσκολο να ελεγχθεί πλήρως», υπογραμμίζει ο κ. Ελευθερίου. «Θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε για ένα ποσοστό της τάξης του 2,5% των τουριστών που θα έρθουν στη χώρα μας και πιθανώς να είναι φορείς του νέου κορονοϊού, ώστε να είμαστε απολύτως έτοιμοι για τα χειρότερα και να θωρακίσουμε τη δημόσια υγεία», επισημαίνει ο κ. Ελευθερίου.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Αρχών, προσθέτει, εφέτος θα φθάσουν στην Ελλάδα περίπου 5 εκατομμύρια τουρίστες στο χειρότερο σενάριο και 10 εκατομμύρια με βάση το αισιόδοξο σενάριο. «Άρα αντιλαμβάνεται κανείς για τι αριθμούς περιστατικών μιλάμε». Πέρυσι πάντως είχαμε με βάση τις επίσημες καταγραφές 33 εκατομμύρια τουρίστες.
«Το μεγάλο άγχος της ιατρικής κοινότητας», συνεχίζει «είναι οι ασυμπτωματικοί ασθενείς του κορονοϊού» και «συνεπώς όση προετοιμασία να γίνει στις υγειονομικές μονάδες των νησιών μας, πάντα υπάρχει ο απρόβλεπτος παράγοντας με την πανδημία του κορονοϊού. Παρόλα αυτά έχει γίνει η απαραίτητη προετοιμασία, στις υπάρχουσες δομές σύμφωνα και με το χρόνο που είχαν στη διάθεσή τους οι αρχές. Αλλά πρέπει να υπάρχει κάθε βοήθεια και από τον ιδιωτικό τομέα. Γι’ αυτό άλλωστε και αξιοποιούνται και ιδιώτες γιατροί για τα καταλύματα».
Ο ΠΙΣ έχει προτείνει στο υπουργείο Τουρισμού να δημιουργηθεί άμεσα ένα ολοκληρωμένο σύστημα για τη διενέργεια των τεστ, όχι μόνο δειγματοληπτικών, ώστε να υπάρξει προστασία, υπογραμμίζοντας ότι «ο εργαστηριακός έλεγχος για τα πιθανά κρούσματα κορονοϊού είναι το Α και το Ω στον έλεγχο της επιδημίας».
Σύμφωνα με τον γγ του ΠΙΣ, «πρέπει το σύστημα να δίνει τη δυνατότητα για άμεση λήψη δειγμάτων, αλλά και να υπάρχει ταχύτητα ως προς το αποτέλεσμα, το πολύ εντός 24ωρου. Γι’ αυτό και επιμένουμε ότι βασική προϋπόθεση αποτελεί η παρουσία αναλυτών PCR στις περιοχές αιχμής (Περιφέρειες και νησιά)».
«Ενδεικτικά προτείνουμε», συνεχίζει, «για κάθε 500 τουριστικές κλίνες να αντιστοιχεί ένας αναλυτής. Επιβάλλεται η ανάπτυξη δικτύου ταχείας μεταφοράς του δείγματος από το ξενοδοχείο στο Κέντρο που θα εξεταστεί. Σε μία τέτοια «επιχείρηση» εντοπισμού των ύποπτων περιστατικών, πρέπει να αξιοποιηθούν όλες οι δομές τόσο κρατικές όσο και ιδιωτικές, στο πλαίσιο της πάγιας θέσης για ανάπτυξη των συμπράξεων μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ)».
«Απεδείχθη ότι στην επιδημία με τον κορονοϊό δεν περισσεύει κανένας γιατρός. Και φυσικά δεν έχει καμία σημασία σε εποχές κρίσης εάν ένας επιστήμονας ανήκει στον κρατικό ή στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και οι δύο τομείς συνθέτουν το δημόσιο σύστημα υγείας. Το ζήτημα είναι να μπορούμε να ανταπεξέρθουμε στις έκτακτες συνθήκες με όλο το επιστημονικό προσωπικό που διαθέτει η χώρα», αναφέρει ο κ. Ελευθερίου. Ήδη, προσθέτει, ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος είναι σε συνεννόηση με το Υπουργείο Τουρισμού και τον Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) ώστε να υπογράψει ένα μνημόνιο κατανόησης, βάση του οποίου θα κινηθούν οι γιατροί που θα συνεργασθούν για να στηρίξουν το σύστημα υγείας όσον αφορά στην πρόληψη και στην αντιμετώπιση πιθανών κρουσμάτων στα νησιά μας. «Το υπουργείο Τουρισμό μάλιστα βλέπει θετικά τις θέσεις του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου για το πως θα πρέπει να γίνει η συνεργασία με τους ελευθεροεπαγγελματίες γιατρούς, προκειμένου να καλυφθούν τα ξενοδοχεία για τον εντοπισμό και αντιμετώπιση πιθανών κρουσμάτων του ιού».
Όπως εξηγεί ο κ. Ελευθερίου, καταρχάς υπάρχει η συμφωνία πως όλα τα καταλύματα ανεξάρτητα του αριθμού κλινών επιβάλλεται να δηλώσουν συνεργαζόμενο γιατρό, γεγονός που προβλέπεται άλλωστε και από τον νόμο. Ο συνεργαζόμενος με τα καταλύματα γιατρός, θα πρέπει να είναι κάτοχος ειδικότητας σχετικής με τις λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος όπως Παθολόγος, Γενικός Ιατρός, Πνευμονολόγος -Φυματιολόγος, Ω.Ρ.Λ., Καρδιολόγος, Παιδίατρος ή Αναισθησιολόγος. Ο γιατρός θα αναλάβει να φροντίζει την υγεία των επισκεπτών του ξενοδοχείου που πιθανά να είναι φορείς ή ακόμη και να νοσούν από τον ιό.
Συγκεκριμένα, εξηγεί ο κ. Ελευθερίου, τα καθήκοντά του με βάση τη πρόταση του ΠΙΣ είναι να εξετάζει τους ασθενείς πάντα με τον απαραίτητο εξοπλισμό στα δωμάτια τους για λόγους ασφαλείας. Ο υγειονομικός υπεύθυνος του καταλύματος είναι αρμόδιος να παρέχει τον προστατευτικό εξοπλισμό όπως ορίζεται από τον ΕΟΔΥ για τον χειρισμό κάθε ύποπτου κρούσματος. Όλες οι ιατρικές οδηγίες για τους ασθενείς που παραμένουν στο ξενοδοχείο, φέρουν υποχρεωτικά την σφραγίδα του γιατρού. Αρμοδιότητα του κάθε συνεργαζόμενου γιατρού είναι να ειδοποιεί και να δηλώνει τυχόν ύποπτο κρούσμα, αλλά και να παραμένει στο χώρο του ασθενούς έως και την λήψη του εργαστηριακού ελέγχου από την κινητική ομάδα του ΕΟΔΥ. Στην περίπτωση που ο ασθενής χρήζει νοσηλείας, η Κινητή Ιατρική Ομάδα του ΕΟΔΥ είναι αρμόδια να τον συνοδεύσει στο νοσοκομείο αναφοράς. Η στελέχωση βέβαια αυτών των ομάδων μπορεί να γίνει από γιατρούς του ιδιωτικού τομέα οι οποίοι θα μπορούν να κάνουν σύμβαση με τον ΕΟΔΥ.
«Η πρόσφατη πανδημία ανέδειξε την ανάγκη συνεργασίας του ιδιωτικού και κρατικού τομέα στο πλαίσιο ενός ενιαίου συστήματος δημόσιας υγείας χωρίς να απαιτείται από τον ασφαλισμένο να βάζει το χέρι στην τσέπη, αλλά όλα τα έξοδα να καλύπτονται καθολικά από το δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα και την ιδιωτική ασφάλιση. Είναι γεγονός ότι αν δεν υπήρχαν οι ελεύθεροι επαγγελματίες γιατροί να συγκρατήσουν τη ροή προς τα κρατικά νοσοκομείο, τότε το σύστημα θα είχε καταρρεύσει», αναφέρει ο κ. Ελευθερίου. Προσθέτει ότι «η επόμενη μέρα και η προετοιμασία για το επόμενο κύμα θα πρέπει να ξεκινήσει από την ουσιαστική και εκ βάθρων μεταρρύθμιση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Δεν είναι δυνατόν ακόμη το 2020 να συζητούμε για παροχή βοήθειας για απλά ζητήματα υγείας από τα νοσοκομεία, ούτε για τηλεφωνικές οδηγίες χωρίς την απαραίτητη κλινική εξέταση από τον υπεύθυνο γιατρό. Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Πρέπει να δημιουργηθεί ένα ολοκληρωμένο δίκτυο Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας που θα αναλαμβάνει να καθοδηγεί τους πολίτες και να τους φροντίζει στις πρώτες δυσκολίες υγείας που θα αντιμετωπίζουν. Πρέπει να στηριχθεί στη σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία στο πλαίσιο της τηλεσυμβουλετικής και της τηλεϊατρικής με κανόνες και προδιαγραφές όπως γίνεται σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες. Στο πλαίσιο αυτό ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος έχει καλέσει το Υπουργείο Υγείας σε διάλογο τόσο για την οργάνωση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας όσο και τη δημιουργία του απαραίτητου πλαισίου για την ασφαλή λειτουργία των ψηφιακών υπηρεσιών υγείας. Αυτή λοιπόν είναι η επόμενη πρόκληση που θα αντιμετωπίσουμε και από εκεί πρέπει να ξεκινήσουν οι αλλαγές στο δημόσιο σύστημα υγείας».
Πηγή: ΑΠΕ