Οι διαδρομές των πολιτικών ηγετών είναι μια χρονοσειρά με δισταγμούς, αμφιταλαντεύσεις, σφάλματα και ήττες. Αλλά και μια χρονοσειρά με νίκες και δικαιώσεις. Στις δημοκρατίες, όλα αυτά υπόκεινται στην ετυμηγορία του εκλογικού σώματος και κρίνονται από την ιστορία.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Η διαδρομή του Αλέξη Τσίπρα είχε και από τα δύο. Από την “Ανοιχτή Πόλη” μέχρι τον Ιούλιο του 2019 δίνει μάχες με αυτό που ήταν τόσο ο ίδιος, όσο και το κόμμα του. Κάποιες τις κέρδισε, κάποιες τις έχασε. Το ισοζύγιο είναι αναμφίβολα θετικό. Και ο ίδιος άλλαξε πολύ σε αυτή την πορεία.
Η διαδρομή είναι προφανές πως δεν έχει ολοκληρωθεί, αν και υπάρχουν κάποιοι που είναι έτοιμοι να βάλουν τα καλά τους για να παραστούν σε μια τιμητική εκδήλωση για την “ευδοκίμως περατωθείσα υπηρεσία του”. Δεν πρόκειται να τους κάνει το χατήρι, όχι, απ΄ ότι φαίνεται, στο πλαίσιο (μόνο) κάποιου πολιτικού εγωϊσμού- ίδιον όλων των ηγετών- , αλλά επειδή το ένστικτο επιβίωσης του 32% των τελευταίων εκλογών οδηγεί σε ένα και μόνο πρόσωπο.Στο δικό του.
Οι “ζυμώσεις” ήταν πάντοτε μια μακρά, επώδυνη, εσωστρεφής αλλά και υγιής διαδικασία για την αριστερά. Μέχρις ότου η αριστερά αποφάσισε πως θέλει και μπορεί να κυβερνήσει. Για να συμβεί αυτό εμπιστεύτηκαν εκείνον που “μπορεί να κάνει τη δουλειά“. Και την έκανε, με όλα τα συν και τα πλην της χρονοσειράς που προαναφέραμε.
Το ερώτημα που πρέπει να αποτελεί θέμα συζήτησης αυτόν τον καιρό στον ΣΥΡΙΖΑ είναι διττό: εξακολουθεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να θεωρεί εαυτόν ως “κόμμα εξουσίας”, και εάν ναι ποιο πρόσωπο και ποια δομή μπορεί να του εξασφαλίσει κάτι τέτοιο; Τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δεν φαίνεται να τις αντιλαμβάνονται όλοι με τον ίδιο τρόπο. Το ζήτημα είναι πως εκείνοι που απαντούν θετικά στο πρώτο σκέλος του διττού ερωτήματος έχουν εύκολη την απάντηση και ως προς το δεύτερο σκέλος: ο Τσίπρας.
Εκείνοι που αμφιταλαντεύονται, ή απαντούν μεν θετικά στο πρώτο και πετούν την μπάλα στην εξέδρα ως προς το δεύτερο, δεν έχουν τελικά ολοκληρωμένη απάντηση. Οι ενδιάμεσες τοποθετήσεις αμηχανίας του τύπου “ναι, εντάξει, ο Τσίπρας αλλά όχι μόνος του”, προφανώς δεν μπορούν να εκληφθούν ως σοβαρές. Τι πάει να πει όχι μόνος του; Εάν και όταν φθάσει η ώρα, για παράδειγμα, των εκλογών, οι πολίτες θα έχουν να επιλέξουν μεταξύ του Μητσοτάκη και ενός ρόστερ με συριζαίϊκες φανέλες στο οποίο θα μετέχουν ο Τσίπρας, ο Τσακαλώτος, ο Φίλης, ο Σκουρλέτης, ο Πολάκης και δεν ξέρω εγώ ποιος ακόμα; Ακόμα και ο πιο ένθερμος υποστηρικτής του ΣΥΡΙΖΑ θα το βάλει στα πόδια.
Ως προς τα κόμματα εξουσίας υπάρχουν δύο βασικοί κανόνες: είναι πολυσυλλεκτικά και είναι προσωποκεντρικά. Οι ψηφοφόροι επιλέγουν αρχηγό ενός όσο το δυνατόν πιο πλατιού ρεύματος με το καλύτερο αφήγημα για την συγκυρία και τα επόμενα χρόνια. Κόμματα με “καταστατικές μειοψηφίες” δεν έχουν ακόμα εφευρεθεί, και όσοι ομνύουν τη μια στους Podemos του Ιγκλέσιας, ή στους Εργατικούς του Κόρμπιν καλά θα κάνουν να δουν την πραγματικότητα κατάματα και όχι από την γωνία που τους συμφέρει.
Από την άλλη, ο αρχηγός είναι σωστό και δίκαιο να διαθέτει εκείνη την ομάδα που μπορεί στο “man to man” να εμφανιστεί καλύτερη με τους αντίστοιχους της αντίπαλης ομάδας.
Στο μυαλό των ψηφοφόρων, ακόμα περισσότερο των αναποφάσιστων και μετριοπαθών, πρέπει να στριφογυρίζει το ερώτημα “είναι καλύτερος ο Σταϊκούρας από τον Τσακαλώτο”, “η Κεραμέως από τον Φίλη”, “ο Χρυσοχοϊδης από τον Ραγκούση”, ο “Θεοδωρικάκος από τον Σκουρλέτη”, ο ” Κικίλιας από τον Ξανθό”;
Οι συγκρίσεις οδηγούν εκ των πραγμάτων και στις κινήσεις που πρέπει να κάνει ο αρχηγός. Ο αρχηγός, όμως, και όχι κάποια εσωστρεφής διαδικασία “ίσων” που θα λαμβάνει υπόψη της ποσοστώσεις και ισορροπίες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πάσχει, μέχρις ώρας τουλάχιστον, από αρχηγό. Πάσχει από πολυσυλλεκτικότητα και αφήγημα νέας διακυβέρνησης. Κι αυτό είναι ευθύνη του Τσίπρα αλλά αποτελεί ευθύνη και όσων περί άλλα τυρβάζουν ώστε να χάνεται πολύτιμος χρόνος.