Οι πλατφόρμες διανομής ψηφιακού περιεχομένου και κοινωνικής δικτύωσης, όπως το YouTube, το Facebook και το Twitter, βρίσκονται στο επίκεντρο του ψηφιακού δημόσιου χώρου. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ενημερώνεται μέσα από αυτές, ενώ εκεί διεξάγεται και ένα σημαντικό κομμάτι του δημόσιου διαλόγου. Ως αποτέλεσμα, η λειτουργία τους είναι ένα μείζον πολιτικό ζήτημα, όπως αποδείχθηκε και από τις πρόσφατες αψιμαχίες μεταξύ του Donald Trump, του Mark Zuckerberg και του Jack Dorsey, CEO του Twitter.
Των Νίκου Σμυρναίου και Χάρη Παπαευαγγέλου* στο dimosiografia
Οι ψηφιακές πλατφόρμες πληροφοριακής διαμεσολάβησης (Rebillard, Smyrnaios, 2019) έχουν αλλάξει εκ βάθρων την παραγωγή, τη διανομή και αξιοποίηση του πολιτιστικού περιεχομένου ενώ, με τη σειρά τους, έχουν διαμορφωθεί κι οι ίδιες από τις μαζικές χρήσεις στις οποίες υπόκεινται (Duffy, Poell, Nieborg, 2019). Ταυτόχρονα, η ισχυρή επιρροή τους ωθεί τις πολιτιστικές βιομηχανίες, τα ΜΜΕ, αλλά και τους πολιτικούς παράγοντες (κράτη, πολιτικοί, κόμματα, κοινωνικά κινήματα, κ.ά.), να προσαρμοστούν στο νέο τεχνολογικό περιβάλλον και να εφαρμόσουν στρατηγικές για να επωφεληθούν από αυτό (Bullich, Schmitt, 2019).
Η διπλή ρύθμιση των ψηφιακών πλατφορμών
Το κοινό σημείο των ψηφιακών πλατφορμών είναι το γεγονός, ότι δεν παράγουν περιεχόμενο αλλά ελέγχουν την τεχνική υποδομή που οργανώνει μια τρόπον τινά παγκόσμια «αρχιτεκτονική της ορατότητας» (Bucher, 2018). Πράγματι, οι αλγόριθμοί τους αποφασίζουν τι γίνεται ορατό σε δισεκατομμύρια χρήστες του διαδικτύου και σε ποιο βαθμό. Επομένως, αποτελούν τους σύγχρονους gatekeepers, οι οποίοι, όπως και οι δημοσιογράφοι, καθορίζουν τη δημόσια ατζέντα δίνοντας προτεραιότητα σε συγκεκριμένα ζητήματα αντί άλλων (Röhle, 2009). Η διαδικασία επιλογής και ιεράρχησης των θεμάτων που προβάλλονται στον δημόσιο χώρο έχει σημαντικό αντίκτυπο στις κοινωνικές αναπαραστάσεις (Jodelet, 1989), και, κατ’ επέκταση, στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.
Αυτό εγείρει το βαθιά πολιτικό ζήτημα της διπλής ρύθμισης (regulation) των ψηφιακών πλατφορμών: Αφενός, τη de facto ρύθμιση της προβολής ιδεών και απόψεων και, γενικότερα, της ελευθερίας της δημόσιας έκφρασης που ασκούν οι ψηφιακές πλατφόρμες· αφετέρου την πολιτική, οικονομική και τεχνική ρύθμιση της λειτουργίας των ίδιων των πλατφορμών. Με άλλα λόγια, το ερώτημα για το ποιος αποφασίζει τι είναι ορατό στον ψηφιακό δημόσιο χώρο και με ποιον τρόπο, συνδέεται με το εξίσου σημαντικό ερώτημα του, ποιος ορίζει αυτές τις αποφάσεις και πώς αυτές λαμβάνονται.
Οι κοινωνικές σχέσεις πίσω από τους αλγόριθμους
Σήμερα απέχουμε παρασάγγας από την εποχή όπου ο Mark Zuckerberg ισχυριζόταν ότι το Facebook είναι απλώς ένας ουδέτερος τεχνικός πάροχος. Είναι πλέον κοινός τόπος ότι πίσω από την υποτιθέμενη αυτοματοποιημένη λειτουργία των αλγορίθμων βρίσκεται μια ολόκληρη σειρά ανθρώπινων αποφάσεων, από τα νομοθετικά πλαίσια που επιβάλλουν τα κράτη έως τις εταιρικές στρατηγικές με απώτερο στόχο την προάσπιση των συμφερόντων των μετόχων και από τις τεχνικές επιλογές που κάνουν οι προγραμματιστές έως τις καθημερινές αποφάσεις των επισφαλών content moderators (Roberts, 2019). Επομένως, η λειτουργία των πλατφορμών εξαρτάται λιγότερο από την ίδια την τεχνολογία και περισσότερο από τις κοινωνικές σχέσεις και την αναπαραγωγή τους (Couldry, Mejias, 2019).
Μερικά πρόσφατα γεγονότα επιβεβαίωσαν το γεγονός ότι οι ψηφιακές πλατφόρμες είναι πολιτικές οντότητες των οποίων η διακυβέρνηση εξαρτάται από πολιτικές επιλογές. Τα πρόσφατα ολισθήματα του Donald Trump λειτούργησαν καταλυτικά, προκαλώντας την εμφάνιση δύο αντίθετων παραδειγμάτων, από το Twitter και το Facebook, σχετικά με τη στάση που θα έπρεπε να υιοθετηθεί έναντι της μισαλλόδοξης, αντιδραστικής και λαϊκιστικής δεξιάς που τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει ιδιαίτερη δύναμη.
Η παρεμβατική στρατηγική του Twitter
Στις 26 Μαΐου, ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής δημοσίευσε ανακριβείς πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία της επιστολικής ψηφοφορίας για τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2020. Μετά τη γενική κατακραυγή, το Twitter αποφάσισε να χαρακτηρίσει το εν λόγω tweet ως ύποπτο, καλώντας τους χρήστες να ενημερωθούν σχετικά από έγκυρες πηγές. Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης αποφάσισαν να λάβουν μέτρα εναντίον επιφανών πολιτικών προσώπων. Για παράδειγμα, τόσο ο Πρόεδρος της Βενεζουέλας, Nicolás Maduro, όσο και ο Πρόεδρος της Βραζιλίας, Jair Bolsonaro, έχουν λογοκριθεί από το Twitter, το Facebook και το Instagram για μηνύματα που περιείχαν παραπλανητικές πληροφορίες σχετικά με την πανδημία του κορονοϊού. Ωστόσο, αυτή ήταν η πρώτη φορά που εφαρμόστηκε ένα τέτοιο μέτρο σε έναν πρόεδρο των ΗΠΑ, ο οποίος μάλιστα έχει και 82 εκατομμύρια ακόλουθους (followers) στο Twitter.
Στη συνέχεια, στις 29 Μαΐου, ο Donald Trump αποκάλεσε «κακοποιούς» (thugs) τους διαδηλωτές που διαμαρτύρονταν για τη δολοφονία του George Floyd από έναν αστυνομικό της Μινεάπολης, ενώ τους απείλησε γράφοντας πως «όταν ξεκινά η λεηλασία, ξεκινούν οι πυροβολισμοί», παραθέτοντας τα λόγια ενός αστυνομικού διοικητή του Μαϊάμι ο οποίος το 1967 ενθάρρυνε τη βία κατά της μαύρης κοινότητας. Αυτή τη φορά, το Twitter προχώρησε περισσότερο: Αποφάσισε να λογοκρίνει το συγκεκριμένο tweet, αναφέροντας ότι πρόκειται περί απολογίας της βίας. Η συγκεκριμένη απόφαση ελήφθη από το «Συμβούλιο Εμπιστοσύνης και Ασφάλειας» (Trust and Safety Council) του Twitter, το οποίο αποτελείται από 40 περίπου ειδικούς και διάφορες οργανώσεις και ιδρύματα (για την προστασία των παιδιών, της ελευθερίας της έκφρασης, των πολιτικών δικαιωμάτων κ.λπ.). Αυτό το συμβούλιο δημιουργήθηκε το 2016, όταν το Twitter δεχόταν πυρά για την αδυναμία του να περιορίσει την διάδοση εμπρηστικού και μισαλλόδοξου περιεχομένου στην πλατφόρμα. Πρόσφατα, ωστόσο, το συμβούλιο τέθηκε σε απραγία, με αποτέλεσμα, τον Αύγουστο του 2019, τα μέλη του να αποστείλουν επιστολή στον Jack Dorsey καταγγέλλοντας αυτή την κατάσταση.
Η απόφαση του συμβουλίου να λογοκρίνει το tweet του Trump, σηματοδότησε την έξοδο του από την αδράνεια και, γενικότερα, επιβεβαίωσε τη αλλαγή στρατηγικής του Twitter προς μια παρεμβατική πολιτική και διαφανή δράση αναφορικά με την εποπτεία περιεχομένου (content moderation). Για παράδειγμα, στις 11 Ιουνίου, το Twitter ανακοίνωσε την εξάρθρωση τριών οργανωμένων δικτύων παραπληροφόρησης και προπαγάνδας, που συνδέονται με τις κυβερνήσεις της Ρωσίας, της Κίνας και της Τουρκίας. Επιπλέον, το Twitter, έθεσε τα δεδομένα σχετικά με τη δραστηριότητα 32.242 λογαριασμών που αποτελούσαν μέρος αυτών των επιχειρήσεων στη διάθεση δύο ανεξάρτητων ερευνητικών ιδρυμάτων, το Αυστραλιανό Ινστιτούτο Στρατηγικής Πολιτικής (ASPI) και το Παρατηρητήριο Διαδικτύου του Στάνφορντ (SIO), τα οποία παρήγαν δύο σχετικές μελέτες. Στη συνέχεια, τα δεδομένα αυτά δημοσιοποιήθηκαν, ούτως ώστε όποιος θέλει να μπορεί να τα εξετάσει.
Το Facebook και η παραπλανητική «ουδετερότητα»
Το Facebook, από την άλλη πλευρά, κρατά αντίθετη στάση. Αν και γενικότερα δεν διστάζει να προβεί σε λογοκρισία πληροφοριών και σε διαγραφές χιλιάδων προφίλ, αρνείται συστηματικά να αποκαλύψει τη διαδικασία λήψης των σχετικών αποφάσεων και, συνεπώς, να αποδώσει λογοδοσία για τον αντίκτυπό τους στην κοινωνία. Εδώ και μήνες Facebook δεν κάνει τίποτα για τις εμπρηστικές δηλώσεις του Trump, οι οποίες παραβιάζουν κατάφορα τους κανόνες του. Σύμφωνα με τον Mark Zuckerberg, το Facebook δεν σκοπεύει να παίξει το ρόλο του «διαιτητή του διαδικτύου» για το τι είναι αλήθεια και τι δεν είναι. Μάλιστα, αυτή η δήλωση έγινε σε συνέντευξη του στο Fox News η οποία αναδημοσιεύτηκε από τον Donald Trump στους λογαριασμούς του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Επιπλέον, η επιλογή του Zuckerberg να μην συνοδεύονται οι αμφιλεγόμενες δημοσιεύσεις του Προέδρου των ΗΠΑ από προειδοποιητικά μηνύματα, προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση πολλών υπαλλήλων του Facebook, οι οποίοι διαφώνησαν ανοιχτά με τον ιδρυτή και CEO της εταιρείας. Πρόσφατα, ωστόσο, ο Zuckerberg ανακοίνωσε πως το Facebook θα ακολουθήσει τη στρατηγική του Twitter και θα αρχίσει να προσθέτει αντίστοιχους χαρακτηρισμούς σε προβληματικό περιεχόμενο, το οποίο όμως θα παραμένει στην πλατφόρμα εφόσον θεωρείται ενδιαφέρον ειδησεογραφικά, όπως λ.χ. κάποια δημοσίευση του Trump.
Μολαταύτα, το Facebook εμφανίζεται απρόθυμο να υποβάλει τις αποφάσεις του σε μια ανεξάρτητη και διαφανή αξιολόγηση από τρίτους. Για παράδειγμα, μόλις πρόσφατα ανακοίνωσε τη δημιουργία του «Συμβουλίου Επιτήρησης του Facebook» (Facebook Oversight Board), ενός θεωρητικά ανεξάρτητου σώματος εμπειρογνωμόνων, το οποίο θα είναι υπεύθυνο για την λήψη αποφάσεων σχετικά με την πολιτική της εποπτείας περιεχομένου στην πλατφόρμα. Το συμβούλιο χρηματοδοτήθηκε με το ποσό των 130 εκατομμυρίων δολαρίων από ένα trust που ανήκει στο Facebook. Κατά κύριο λόγο, θα κάνει συστάσεις και, σε ορισμένες περιπτώσεις, θα μπορεί να παρέμβει άμεσα ώστε να «κατέβει» κάποιο αμφιλεγόμενο περιεχόμενο. Ωστόσο, η σύνθεση του συμβουλίου έχει ήδη προκαλέσει προβληματισμούς σχετικά με την αμεροληψία του. Μεταξύ των μελών του, βρίσκουμε την Emi Palmor, πρώην Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Δικαιοσύνης του Ισραήλ, η οποία είχε δημιουργήσει μία μονάδα επιφορτισμένη με την παρακολούθηση και τη λογοκρισία της δραστηριότητας Παλαιστινίων στο διαδίκτυο, υπό τη διεύθυνση της ακροδεξιάς υπουργού Ayelet Shaked. Αυτός ο διορισμός στο συμβούλιο αποτελεί ένα τρόπον τινά δώρο στη συντηρητική και φιλό-Ισραηλινή αμερικανική δεξιά.
Παρομοίως, τον περασμένο Μάιο, το Facebook ανακοίνωσε τη συνεργασία του με το Check Your Fact, έναν οργανισμό που συνδέεται με την ακροδεξιά ιστοσελίδα The Daily Caller, η οποία με τη σειρά της δημιουργήθηκε από δημοσιογράφους του Fox News. Το Check Your Fact είναι πλέον ένας από τους έξι επίσημους fact-checkers του Facebook για τις ΗΠΑ, γεγονός που του δίνει τη δυνατότητα να ελέγχει τη δημοσίευση άρθρων στο Facebook News, την υπηρεσία της εταιρείας για παροχή ειδήσεων στα κινητά. Το Facebook News διευθύνεται από την Campbell Brown, η οποία έχει στενές σχέσεις με τη Betsy DeVos, υπουργό παιδείας στην κυβέρνηση Trump, ενώ μεταξύ των 200 έμπιστων πηγών του, συμπεριλαμβάνεται και το διαβόητο Breitbart του Steve Bannon. Μάλιστα, τον Οκτώβριο του 2019, ο Zuckerberg είχε ανακοινώσει τη δημιουργία της συγκεκριμένης υπηρεσίας από κοινού με τον διευθυντή του συντηρητικού ομίλου ΜΜΕ, News Corp, ιδιοκτησίας Rupert Murdoch.
Η αδράνεια του Facebook απέναντι στις προκλήσεις του Trump και η συνέντευξη του Zuckerberg στο Fox News αποτελούν κομμάτι της στρατηγικής, που έχει σαν στόχο να καθησυχάσει το συντηρητικό αμερικανικό κοινό, που πιστεύει ότι το Facebook, όπως και όλοι οι κολοσσοί της Silicon Valley υποστηρίζουν το Δημοκρατικό Κόμμα. Ως εκ τούτου, το Facebook στοχεύει στην ενίσχυση του «ουδέτερου» προφίλ του υιοθετώντας το διαχρονικό επιχείρημα της αμερικανικής δεξιάς, ότι δηλαδή τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης είναι «αριστερά». Έτσι η ηγετική του ομάδα όμως γλιστρά όλο και πιο δεξιά.
Επιπλέον, ο Trump έχει δαπανήσει τεράστια ποσά σε διαφήμιση στο Facebook, καθιστώντας την καμπάνια του μία από τις αποτελεσματικότερες στην ιστορία της online πολιτικής διαφήμισης. Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα διαφήμισης του Facebook ευνοεί τους τακτικούς και μεγάλους καταναλωτές, όπως ο Trump. Επίσης, το Facebook επιτρέπει και τη στόχευση συγκεκριμένων ακροατηρίων, μια τεχνική που ονομάζεται «micro-targeting». Στην πραγματικότητα, το Facebook είναι η μοναδική ολιγοπωλιακή πλατφόρμα που δεν έχει λάβει αυστηρά μέτρα πλαισίωσης των κανόνων διεξαγωγής της πολιτικής διαφήμισης για τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2020 στις ΗΠΑ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να είναι αρκετά εύκολο για οποιονδήποτε να διαδώσει διαφημιστικά μηνύματα με ψευδές περιεχόμενο. Εν τω μεταξύ το Twitter έχει ήδη απαγορεύσει όλες τις πολιτικές διαφημίσεις, ενώ η Google έχει περιορίσει την δυνατότητα του «micro-targeting».
Ωστόσο, φαίνεται πως η κριτική που δέχεται το Facebook τελευταία έπιασε τόπο: Αρχικά, στις 18 Ιουνίου η εταιρεία ανακοίνωσε ότι απομάκρυνε διαφημίσεις της εκστρατείας του Trump, που συνέδεαν το αντιφασιστικό κίνημα με ναζιστικά σύμβολα, παραβιάζοντας τους όρους χρήσης της πλατφόρμας. Επιπλέον, ο Zuckerberg ανακοίνωσε την απαγόρευση διαφημίσεων που περιέχουν εμπρηστικό περιεχόμενο και που προωθούν ρητορική μίσους. Φυσικά, αυτή η απόφαση δεν ελήφθη απλώς λόγω κριτικής, αλλά και εξαιτίας του διαφημιστικού μποϋκοτάζ εκατοντάδων επιχειρήσεων – μεταξύ αυτών και κολοσσοί όπως η Unilever και η Coca-Cola -, που συνασπίστηκαν υπό το #StopHateForProfit, κοστίζοντας στο Facebook μέχρι στιγμής 72 δις. δολάρια.
Οι κίνδυνοι της κυβερνητικής ρύθμισης
Ο Trump αντέδρασε έντονα στην πρωτοβουλία λογοκρισίας του Twitter, το οποίο αποτελεί και το αγαπημένο του μέσο επικοινωνίας· σε αυτό έπαιξε ρόλο και η δύσκολη πολιτική κατάσταση των ΗΠΑ με τους θανάτους λόγω του Covid-19 να ξεπερνούν τους 100.000, με την οικονομία να βρίσκεται ήδη σε σοβαρή ύφεση και με τις διαδηλώσεις κατά της αστυνομικής βίας και του ρατσισμού να συνεχίζονται σε όλη τη χώρα. Χαρακτηριστικά, ο Trump υπέγραψε ένα διάταγμα που ζητάει την αναθεώρηση του Communications Decency Act του 1996 και, ειδικότερα, του άρθρου 230, το οποίο απαλλάσσει τους διαμεσολαβητές, όπως οι ψηφιακές πλατφόρμες, από την ευθύνη ελέγχου απριόρι του περιεχόμενου που φιλοξενούν. Ανεξαρτήτως του αν αυτή η πρωτοβουλία του Trump θα ευδοκιμήσει νομικά ή όχι, θέτει το ζήτημα της νομικής ρύθμισης της ελευθερίας έκφρασης στο διαδίκτυο από την πολιτική εξουσία.
Επιπροσθέτως, η Γερμανία, και πολύ πρόσφατα η Γαλλία, ψήφισαν εθνικούς νόμους που παρεμβαίνουν στη λειτουργία της εποπτείας περιεχομένου στις πλατφόρμες, επιτρέποντας στους χρήστες, αλλά και την αστυνομία, να αναφέρουν κάποιο περιεχόμενο ως «εμφανώς παράνομο». Στη Γερμανία, ο νόμος «Netzwerkdurchsetzungsgesetz», (NetzDG, εν συντομία) που εγκρίθηκε το 2017, απαιτεί από τις πλατφόρμες να διαγράψουν τέτοιου είδους περιεχόμενο εντός 24 ωρών, με ποινή μέχρι 50 εκατ. ευρώ σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Στη Γαλλία, ένας αντίστοιχος νόμος περί καταπολέμησης του λόγου μίσους στο διαδίκτυο, ψηφίστηκε στις 13 Μαΐου, μολονότι είχε επικριθεί έντονα για αμφισβήτηση της ελευθερίας της έκφρασης από πολυάριθμες ενώσεις, εμπειρογνώμονες, καθώς και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πάντως, στις 18 Ιουνίου, το Συνταγματικό Συμβούλιο της Γαλλίας απέρριψε σημαντικά σημεία του νόμου, υποστηρίζοντας ότι περιορίζει υπερβολικά στην ελευθερία της έκφρασης, γεγονός που αποτελεί ένα ισχυρό πλήγμα για την κυβέρνηση του Emmanuel Macron.
Πράγματι, η λογική των δύο αυτών νόμων εμπεριέχει τον κίνδυνο υπερβάλλοντα ζήλου αναφορικά με την λογοκρισία και την εποπτεία περιεχομένου, αφού ενθαρρύνει τις πλατφόρμες να υιοθετήσουν την πιο ευρεία ερμηνεία του όρου «εμφανώς παράνομο περιεχόμενο» και, έτσι, να «κατεβάσουν» μαζικά περιεχόμενο, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος προστίμων. Από την άλλη πλευρά, μπορεί με αυτόν τον τρόπο να ενισχυθεί και η υποψία, ότι οι αποφάσεις απομάκρυνσης περιεχομένου υποκινούνται από τις αρχές με σκοπό τον περιορισμό της κοινωνικής και πολιτικής κριτικής προς την εξουσία. Αυτό δείχνει ακόμη πιο πιθανό σήμερα, δεδομένης της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που προδιαγράφεται μετά την πανδημία.
Ωστόσο, το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για μια πιο φιλελεύθερη και μη-παρεμβατική προσέγγιση, που, καθώς φαίνεται, εντείνει την τοξικότητα του ψηφιακού δημόσιου χώρου και υπονομεύει σοβαρά την ποιότητα του πολιτικού διαλόγου. Η εξεύρεση μιας ισορροπίας μεταξύ των περιορισμών από το νόμο, της διαφάνειας της αυτορρύθμισης των πλατφορμών και της δημοκρατικής λογοδοσίας, που προστατεύει το γενικό συμφέρον και την ελευθερία της έκφρασης, αποδεικνύεται ένα δύσβατο μονοπάτι, όπως φαίνεται και από τις πρόσφατες εξελίξεις στις οποίες αναφερθήκαμε.
Βιβλιογραφία
Rebillard F., Smyrnaios N., 2019, « Quelle «plateformisation» de l’information ? Collusion socioéconomique et dilution éditoriale entre les entreprises médiatiques et les infomédiaires de l’internet », tic&société, Vol. 13, N° 1-2.
Duffy B. E., Poell T., Nieborg D. B., 2019, « Practices in the Cultural Industries: Creativity, Labor, and Citizenship », Social Media + Society, First Published November 14.
Bullich V., Schmitt L., 2019, « Les industries culturelles à la conquête des plateformes ? », tic&société, Vol. 13, N° 1-2.
Bucher T., 2018, If … Then. Algorithmic Power and Politics, Oxford UP.
Couldry N., Mejias A. U., 2019, The Costs of Connection: How Data Is Colonizing Human Life and Appropriating It for Capitalism, Stanford University Press.
Röhle T., 2009, « Dissecting the Gatekeepers. Relational Perspectives on the Power of Search Engines », in Becker K, Felix S. (dir.), Deep Search. The Politics of Search beyond Google, StudienVerlag, p. 117-132.
Jodelet D., 1989, Les représentations sociales, PUF.
Roberts S. T., 2019, Behind the Screen. Content Moderation in the Shadows of Social Media, Yale University Press.
* Ο Νίκος Σμυρναίος είναι αναπληρωτής καθηγητής ΜΜΕ στο πανεπιστήμιο της Τουλούζης (Γαλλία) και μέλος του Laboratoire d’études et de recherches appliquées en sciences sociales (LERASS)
* Ο Χάρης Παπαευαγγέλου είναι διδακτορικός φοιτητής στη Πολιτική οικονομία της ρύθμισης των ψηφιακών πλατφορμών στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζης