Άρθρο του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Ν. Φίλη -“Στοιχειωμένος μήνας για την πολιτική ιστορία της χώρας ο Ιούλιος” στην εφημερίδα «Τα Νέα Σαββατοκύριακο»
Οι παλαιότεροι θυμούνται τα Ιουλιανά του `65 και την Αποστασία, που οδήγησε στον εξευτελισμό των δημοκρατικών θεσμών και άνοιξε το δρόμο για τη χούντα.
Ο Ιούλιος του 1974 σημαδεύτηκε από το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και μια πικρή κάθαρση στην ελληνική τραγωδία, με την πτώση της δικτατορίας. Ήταν ο Ιούλιος της δημοκρατικής Μεταπολίτευσης, που χρόνια αργότερα κάποιοι προσπάθησαν να της χρεώσουν τα αδιέξοδα που βιώνουμε τελευταία. Προσπάθησαν δηλαδή να ενοχοποιήσουν τη Δημοκρατία, για την κρίση και τα Μνημόνια.
Φυλλομετρώντας το ημερολόγιο (καθώς μάλιστα, η μνήμη είναι επιλεκτική και συχνά το παρελθόν βιώνεται μέσα από τα επίδικα του παρόντος), ερχόμαστε στον Ιούλιο του 2015 , όταν το δημοψήφισμα για το Μνημόνιο, μια μεγάλη απόπειρα λαϊκής παρέμβασης στις εξελίξεις, σηματοδότησε, με αντιφατικό ίσως τρόπο, την «αυθάδεια» του λαού να ορίζει τις τύχες του.
Και πέρυσι, οι εκλογές που επανέφεραν τη συντηρητική παράταξη στην εξουσία, προδιέγραψαν μια περίοδο επισφαλούς ηγεμονίας ενός περίεργου κοκτέιλ ανάμεσα στα νεοφιλελεύθερα δόγματα για την οικονομία και την εθνικιστική αφήγηση.
Αναμφισβήτητα υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στον Ιούλιο κάθε εποχής. Ανιχνεύεται όμως πάντοτε το δημοκρατικό αίτημα του λαού, η απαίτησή του να ελέγξει τους μηχανισμούς που επίμονα παρακάμπτουν την αξίωσή του για λαϊκή κυριαρχία και δημοκρατία.
Σε διαφορετικά, βεβαίως, συμφραζόμενα, άλλοτε με την ελπίδα για την οργανική ένταξη της Ελλάδας στη δημοκρατική και αλληλέγγυα Ευρώπη κι άλλοτε με την αίσθηση της διπλής μελαγχολίας για την κατάσταση στην Ευρώπη και την κρίση της δημοκρατίας.
Σε όλο αυτό το μεταπολιτευτικό πολύχρωμο συνεχές, αναμφίβολα, υπήρξαν μεγάλες τομές, όπως η δημοκρατική έκρηξη του 1981, που καθορίστηκε από την άνοδο του ΠΑΣΟΚ, καθώς και η ανάδειξη της Αριστεράς σε υπολογίσιμη εναλλακτική δύναμη εξουσίας, με την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν πρόκειται για «ρεμβασμό του Ιουλίου», για να παραφράσουμε τον Παπαδιαμάντη. Γνωρίζουμε ότι η Ιστορία, ακριβέστερα, η δημιουργική ανάγνωσή της και ο αναστοχασμός, συνιστούν κρίσιμες συνιστώσες κάθε πολιτικής παράταξης. Επίσης, γνωρίζουμε ότι η δημιουργική συνομιλία ανάμεσα στις διάφορες πολιτικές παραδόσεις είναι αναγκαία για την αλλαγή της πολιτικής και τη δημοκρατική διέξοδο στη χώρα μας.
Γι` αυτό νιώθουμε περίεργα, όταν φέτος τον Ιούλιο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιτέθηκε στον συμβολισμό της ευρύτερης δημοκρατικής παράταξης, προωθώντας, το αντισυνταγματικό νομοσχέδιο, που υπονομεύει το δικαίωμα στις διαδηλώσεις.
Και η απορία μας μεγαλώνει ακόμη περισσότερο, όταν σε αυτή την επιχείρηση συμπράττει, πέρα από τον κ. Βελόπουλο και το ΚΙΝΑΛ της κυρίας Γεννηματά, ενισχύοντας, την επιδίωξη της κυβέρνησης Μητσοτάκη να εγκαθιδρύσει «καθεστώς Όρμπαν» σε μια πιο νοτιοευρωπαϊκή εκδοχή. Οι «Μένουμε Ευρώπη», δεν μας είχαν ενημερώσει ότι έχουν την δεύτερη κατοικία τους στη… Βουδαπέστη.
Κι όλα αυτά, όταν τους επόμενους μήνες η χώρα θα βρεθεί αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη οικονομική ύφεση της μεταπολιτευτικής περιόδου, με νέα κρίση, μόλις δύο χρόνια από την έξοδο από το μνημόνιο, με πιθανό ένα δεύτερο κύμα κορονοϊού και γεωπολιτικές εξελίξεις, που όπως ακούγεται μπορεί να οδηγήσουν σε επανατοποθετήσεις, ακόμη και σε συνεννοήσεις, ως προς την ελληνοτουρκική κρίση.
Μπροστά σε αυτά τα κρίσιμα ζητήματα, η κυβέρνηση καταφεύγει στην πολιτική των «υποκλοπών» και τις συζητήσεις περί σκανδάλων, θωρακίζει τον αυταρχισμό της με νομοσχέδια, όπως αυτά για τις διαδηλώσεις και την κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και σύρει βαθιές γραμμές διχασμού, καταφεύγοντας στην «ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής ζωής» για να θυμηθώ την πρόσφατη προειδοποίηση της κυρίας Μπακογιάννη.
Καθώς η κυβέρνηση ζει μέρες αλαζονείας είναι χρέος του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία να οργανώσει τον ΔΙΚΟ ΤΟΥ Ιούλιο, με έμφαση στη σκληρή προγραμματική αντιπαράθεση, που σημαίνει εναντίωση στα κυβερνητικά πεπραγμένα, αλλά και επεξεργασία και προβολή θετικών προτάσεων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, της κλιματικής αλλαγής, την αξιοποίηση υπέρ των εργαζομένων των εξελίξεων της 4ης βιομηχανικής επανάστασης και την κατανίκηση των ανισοτήτων που παίρνουν πρωτόγνωρες διαστάσεις στις συνθήκες του ψηφιακού καπιταλισμού.
Σε μια περίοδο που έχει καταρρεύσει η «συναίνεση στο Κέντρο» σχηματοποιούνται τα μέτωπα της αντιπαράθεσης της νέου τύπου ριζοσπαστικής συντηρητικής δεξιάς και της ριζοσπαστικής δημοκρατικής Αριστεράς, όχι ως «ριμέικ» κυβερνητικών αυτοδυναμιών του παρελθόντος, αλλά ως αντίπαλα μπλοκ κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Νέα Σαββατοκύριακο»