Τη δεινή οικονομική θέση στην οποία βρίσκονται πολλά ελληνικά νοικοκυριά, τα οποία αναγκάζονται να δανείζονται για να καλύψουν τις μηνιαίες υποχρεώσεις τους επιβεβαιώνει άλλη μια έρευνα, αυτή τη φορά του ΣΕΛΠΕ. Σύμφωνα με τα στοιχεία σε ποσοστό 75% οι Έλληνες ξοδεύουν πάνω από το 80% του διαθέσιμου εισοδήματος τους σε μηνιαία βάση ενώ ποσοστό 9% ξοδεύει πάνω από 100%, ουσιαστικά δηλαδή δανείζεται με κάποιον τρόπο για να καλύψει τις ανάγκες του.
Στο -38 διαμορφώθηκε ο δείκτης καταναλωτικού κλίματος λιανικής τον Ιούνιο του 2020, σαφώς μειωμένος σε σχέση με τον μήνα βάσης και την προηγούμενη μέτρηση, τον Οκτώβριο του 2019.
Συγκεκριμένα, έρευνα του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Λιανικής Πωλήσεως Ελλάδος που υλοποιήθηκε με την επιστημονική υποστήριξη του εργαστηρίου ELTRUN του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, καταγράφει επιδείνωση του καταναλωτικού κλίματος το τελευταίο εξάμηνο.
Σημειώνεται ότι η μείωση στον υπο-Δείκτη παρούσας κατάστασης ήταν περιορισμένη στο -22, ενώ αντίθετα ο υπό-δείκτης προσδοκιών παρουσίασε μεγάλη πτώση και έπεσε στο -50.
Η εξέλιξη αυτή σημαίνει ότι μέχρι σήμερα η διαχείριση του οικονομικού σκέλους της κρίσης του COVID-19 οδήγησε σε μία οικονομική κατάσταση των καταναλωτών χειρότερη σε σχέση με το προηγούμενο έτος, αλλά που προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία σε σχέση στο καταναλωτικό κοινό για το επερχόμενο χρονικό διάστημα.
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, φαίνεται ότι τόσο το προηγούμενο εξάμηνο η οικονομική κατάσταση μεγάλου μέρους του καταναλωτικού κοινού χειροτέρεψε (πτώση ποσοστού από 32% σε 10%), όσο και ότι το επόμενο εξάμηνο η εκτίμηση μεγάλου μέρους του καταναλωτικού κοινού είναι ότι θα χειροτερέψει ακόμα περισσότερο για τους ίδιους και τη χώρα (πτώση από 30% σε 11% και από 27% σε 16%). Εννέα στους δέκα καταναλωτές εκτιμούν ότι η οικονομική κρίση λόγω της πανδημίας του COVID-19 θα διαρκέσει τουλάχιστον ως το τέλος του 2021 ενώ τέσσερις στους δέκα εκτιμούν ότι θα ξεπεράσει το 2022.
Στα 388 ευρώ η συνολική μέση αξία αγορών
Σε ποσοστό 75% οι Έλληνες ξοδεύουν πάνω από το 80% του διαθέσιμου εισοδήματος του σε μηνιαία βάση, ενώ ποσοστό 9% ξοδεύει πάνω από 100%, πρακτικά δηλαδή δανείζεται με κάποιον τρόπο για να καλύψει τις ανάγκες του.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δαπάνες για τους μηνιαίους λογαριασμούς ανέρχονται στο 27% του εισοδήματος, όσο σχεδόν και οι δαπάνες για αγορές προϊόντων με 28%. Οι φόροι ακολουθούν με 15% και οι υπηρεσίες με 14%. Χαρακτηριστικό είναι ότι η τάση για αγορές προϊόντων, αλλά και για πάγιους λογαριασμούς υπηρεσιών είναι αυξητική (ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος), ενώ η τάση για τους φόρους και τις υπηρεσίες πτωτική.
Όπως προκύπτει από την έρευνα, η κύρια κατηγορία αγορών όσον αφορά στις δαπάνες είναι τα τρόφιμα και ποτά με ποσοστό 46% με αύξηση από 41% στην προηγούμενη μέτρηση. Η εστίαση η οποία στην προηγούμενη μέτρηση βρισκόταν στη δεύτερη θέση υποχωρεί από 12% σε 9% και τα εισιτήρια ξενοδοχεία από 5% σε μόλις 1%. Αντίθετα, αύξηση παρουσιάζουν τα ηλεκτρικά-ηλεκτρονικά είδη από 7% σε 12%, ενώ οι υπόλοιπες κατηγορίες έχουν μικρές μεταβολές. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εκτιμώμενη μέση αξία δαπάνης ανά νοικοκυριό για λιανικές αγορές είναι αμετάβλητη σε σχέση με το Οκτώβριο.
Η συνολική μέση αξία αγορών παρουσιάζει μείωση κατά 8% από 420 ευρώ σε 388 ευρώ, αλλά αν δεν συνυπολογιστεί η αξία εστίασης και εισιτηρίων τότε είναι αμετάβλητη στα 350 ευρώ. Στην πραγματικότητα δηλαδή καταγράφεται μία αναδιανομή της δαπάνης από το διαθέσιμο εισόδημα στις λιανικές αγορές. Αντίθετα όμως σημαντική μείωση καταγράφουν οι δαπάνες για διασκέδαση (εστίαση -32%, ψυχαγωγία -81%).
Τέλος όσον αφορά στον μέσο αριθμό επισκέψεων για την πραγματοποίηση λιανικών αγορών ανά έτος, καταγράφεται μείωση στην πρόθεση επίσκεψης κατά 48%, από 19,2 αγοραστικά ταξίδια ανά μήνα κατά κεφαλήν σε μόλις 10,1. Τη μεγαλύτερη μείωση καταγράφει ο κλάδος της εστίασης, από 5,5 επισκέψεις σε 2,0, ενώ ο κλάδος των τροφίμων παρά τη μεγάλη μείωση από 9,9 επισκέψεις σε 5,4 παραμένει με διαφορά η πιο τακτική συνήθεια των καταναλωτών.