Πέθανε σε ηλικία 74 ετών ο καταξιωμένος άνθρωπος του λαϊκού πολιτισμού στη Λέσβο Σόλων Λέκκας έπειτα από μάχη που έδινε το τελευταίο διάστημα για τη ζωή του
Δυστυχώς χθες ο Σ. Λέκκας έχασε τη μάχη με τον καρκίνο.
Μια μεγάλη απώλεια που σκόρπισε θλίψη σε φίλους, συγγενείς και θαυμαστές του Σ. Λέκκα.
Η κηδεία του θα γίνει σήμερα Σάββατο στις 3 μμ στο Καγιάνι.
Κι ένα μικρό αφιέρωμα από το αρχείο του Lesvosnews.net
Ο Σόλωνας Λέκκας γεννήθηκε το 1946 στην Πηγή Λέσβου. Είναι χτίστης και λιθοξόος, αλλά και καλλίφωνος τραγουδιστής. Η φωνη του παραπέμπει στο θρύλο της μουσικής μας Σαμιώτη, Κώστα Ρούκουνα ! Κατέχει τους ελληνικούς τρόπους και δρόμους, όπως και τα τραγούδια παραδοσιακά.
Ο Σόλων Λέκκας είναι ένας αυθεντικά λαϊκός τραγουδιστής και χορευτής. Με τη χαρακτηριστική του φωνή τραγουδά όλα τα παλιά μυτιληνιά τραγούδια με την έντονη μικρασιατική επίδραση, καθώς και αμανέδες, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα βαριά.
Ο πατέρας του, Ευστράτιος, ήταν χτίστης και είχε γεννηθεί στον Αφάλωνα, στην Ανατολική Λέσβο. Η καταγωγή του ήταν Αρβανίτικη από την περιοχή Λουτρακίου. Η μητέρα του Σόλωνα Δήμητρα εργαζόταν ως μοδίστρα στην Πηγή. Οι γονείς της προέρχονταν από την Πηγή και το Ίππειος, αλλά οι παππούδες της από τη Μικρασία.
Ο Σόλωνας Λέκκας υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία τη διετία 1966-1968 στο Ναύπλιο, το Χαϊδάρι και την Πτολεμαΐδα. Έζησε στην Πηγή μέχρι το 1971, οπότε εγκαταστάθηκε στα Κεραμειά. Τη δεκαετία του 1980 μετοίκισε στη Μυτιλήνη. Σήμερα ζει στους Ταξιάρχες (Καγιάνι) Μυτιλήνης. Κυκλοφόρησαν με ιδιωτική πρωτοβουλία εκτος εμπορίου και εταιρειών, αρκετά cd με τίτλο «Οι Νόμοι του Σόλωνα» μεταξύ των φίλων του.
Το 2003 έγινε ιδιαίτερα γνωστός όταν ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη όπου συνεργάστηκε με νέους μουσικούς της ανατολικής μουσικής και οι εμφανίσεις στο «Μπαμ τερλελέ» πραγματικά ήταν ανεπανάληπτες !!
ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗ Ή ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Τραγουδιστής, ερασιτέχνης οργανοπαίκτης και χορευτής. Η ενασχόλησή του με το τραγούδι είναι συνεχής, ερασιτεχνική, αλλά και επαγγελματική, ιδιαίτερα την περίοδο 1969 – 1971. Για το μεράκι του στο τραγούδι ο ίδιος αναφέρει: «Εγώ όλους τους σκοπούς τους παλιούς τους ξέρω απ’ έξω, πώς αρχινάει, πώς λέν’ τα λόγια, πώς λέν’ τ’ αυτά. Είναι λίγοι οι μουσικάντηδες που τα ξέρουν και μπορεί να κάνουν κι ένα λαθάκ(ι), θα το καταλάβω. Μπορεί να μην ξέρω να γράψω το σκοπό, αλλά μπορώ να στον πω, πως είναι. […]
Θέλω να τραγουδώ κιόλας, τα τραγούδια αυτά τα μικρασιάτικα τα παλιά, θέλω να τα παγαίνω σφυριχτά. Νομίζω ότι αυτό που κάνω γίνεται πιο όμορφο άμα σφυρίζω. Ενώ άμα κάθομαι έτσι ξερός (δηλαδή χωρίς τραγούδι), δεν μπορώ να σκεφτώ κιόλα». Όργανα Παίζει τουμπελέκι Πώς, πού και από ποιόν έμαθε
Τουμπελέκι έμαθε να παίζει μόνος του, κατείχε όμως ήδη καλά τους ρυθμούς των σκοπών που έπαιζε. «Τουμπελέκι στο χωριό μας παίζαν όλοι. Ε, άμα ξέρεις το ρυθμό, το σκοπό παίζεις, πρέπει να ξέρεις πού θα πατήσεις, πού θα χτυπήσεις».
Για την εκμάθηση των σκοπών και των τραγουδιών αναφέρει: «Αυτά τα πράματα δεν τα μαθαίνεις, σου ‘ρχονται μοναχά αυτά. Δεν τα μαθαίνεις, δεν μπορείς να πας να σπουδάξεις χορευτής. Για να σπουδάξεις χορευτής, θα σε μάθει αυτός αυτό που θέλει, δε θα το μάθεις όπως το θες εσύ, από μέσα σου.
Όποιος τραγουδάει, άμα δέσεις τα πάδια του και τα χέρια του, δε μπορεί να τραγουδήσει. Δε σπουδάζεται ο σκοπός, ούτ’ ο χορός. Παλιά όλοι τον λέγαν τον σκοπό με το στόμα τους. Καθόταν στο καφενείο και τραγουδάγαν κανένα ζεϊμπέκικο, κάναν τάραν, τάραραν με το στόμα και τσ’ άρεζε πιο πολύ έτσι, παρά με τη μουσική». Για τον χορό πάλι ο Σ. Λέκκας αναφέρει: «Εκεί στο σπίτι καμιά φορά μοναχός, σε κανένα χωράφι καμιά φορά χόρευα. Έτσι μοναχό τ’ έρχεται, γιατί αυτοί οι χοροί είναι άλλοι».
«Εγώ από μικρός μ’ αρέσαν αυτά τα τραγούδια, από το σχολειό που πηγαίναμε. Σχολειό που πηγαίναμε μ’ έβαζ’ ο δάσκαλος, πρώτο μ’ έβαζε σειρά τραγούδια σχολικά, έτσι που λέγαμε. Τα μάθαινα έτσι («απ’ έξω»)], τα θυμόμουν. Δεν τα γράφαμε, τα θυμόμασταν έτσι. Όλοι τότε τραγουδούσαμε παλιά, δε λέγαμε καινούρια». Πολύ σπάνια ακούγανε τα τραγούδια από το ραδιόφωνο ή το γραμμόφωνο.
Τα περισσότερα τραγούδια τα έμαθε ακούγοντάς τα από Ο Νίκος Παραλής («Λαβίδας»), από την Ερεσό παίζει ούτι και τραγουδάει μαζί με τον Σόλωνα Λέκκα από την Πηγή, σε ηχογράφηση του ερευνητικού προγράμματος «Κιβωτός του Αιγαίου» στη Μυτιλήνη το 1997.παλιούς μερακλήδες τραγουδιστές στα καφενεία και από ηλικιωμένους συγγενείς του.
«Τ’ ακούγαμε που τα λέγανε, τα τραγουδούσαν παρέες, παρέες. Και καθόνταν στο καφενείο, άμα καθόνταν δεν είχε τίποτ’ άλλο να βάλουν, ούτε τηλεόραση, ούτε τίποτα και λέγαν τραγούδια αυτοί. Χωρίς μουσική, με το στόμα έτσι λίγο. Καμιά φορά τον αμανέ τον λέγαν δυό κι έλεγ’ ο ένας χαμηλά κι ο άλλος ψηλά. Δεν είχε μουσική, ο ένας έπαιρνε το χρόνο τ’ αλλουνού. Είχε πολλοί που παίζανε σε νταβούλια, τουμπελέκια και λέγαν έτσι τραγούδια.
Αλλά στο καφενείο μέσα δεν παίζαν. Το λέγαν έτσι, τραγουδούσαν χωρίς όργανα. Όλα τα τραγούδια, κάτι παλιά που λέγαν, τα λέγαν έτσι χωρίς όργανα. Όλ’ αυτά τα τραγούδια τα ξέρω. Αυτά κι οι μουσικές που ερχόταν παίζαν αυτά τα τραγούδια. Κάτι ούτια που τα παίζαν, κάτι γέροι παίζαν αυτά τα τραγούδια».
Ενασχόληση με το τραγούδι στη στρατιωτική θητεία
«Παρουσιάστηκα στο Ναύπλιο το 1966, μετά πήγα στο Χαϊδάρι για εκπαίδευση Διαβιβαστής Μηχανικού. Πήρα μετάθεση στην Πτολεμαϊδα, έξι με οχτώ μήνες κάθησα εκεί, και μετά ξαναγύρισα πάλι στο Ναύπλιο κι απολύθηκα απ’ το Ναύπλιο.
Όποτε κάναν αυτά, γλέντια τέτοια, με φωνάζαν, τραγουδούσα. Κάναν μικρά γλέντια και τα μεγάλα που κάναν στις γιορτές, φωνάζαν όλους τους τραγουδιστές. Εμένα με βάζαν στο μικρόφωνο, με βάζαν και τραβούσα κι αμανέ εκεί. Είχα ένα φίλο έτσι, αυτός ήταν μωαμεθανός, Έλληνας, είχε ένα μπουζούκι, το ‘χε ξεκουρδισμένο για να μοιάζει με ούτι κι έπαιζε ένα Ζεϊμπέκ-Χαβασί κι έριχνα μανέ. Οι μωαμεθανοί αυτοί δε λέν’ αμανέ σαν το δικό μας.
Εμείς έχουμε βυζαντινή μελωδία στον αμανέ, το γλυκό έτσι. Αυτοί το λένε κοφτά έτσι, μόνο οι χοτζάδες το λένε σαν το δικό μας, τελευταία. Μόνο στο ανέβασμα πάει πια σαν το δικό μας». Ρεπερτόριο Τραγουδάει όλα τα παλιά Μυτιληνιά τραγούδια, που φέρουν έντονη τη Μικρασιατική επίδραση, καθώς και αμανέδες: «Στη Μυτιλήνη υπάρχουν οι μανέδες, οι καρσιλαμάδες οι παλιοί, τα ζεϊμπέκικα τα βαριά, εδώ στη Μυτιλήνη υπάρχουν, δεν είναι σ’ άλλα μέρη. Δηλαδή τα βρήκαν εδώ οι Μικρασιάτες, μπορεί να ήρθαν, αλλά τα βρήκαν.
Τα παραδοσιακά οι δικοί μας τα είχαν, είχαν μικρασιάτικα που λέν’ πιο βαριά, είχαν τον «Αϊβαλιώτικο». Ήταν ένα η Μυτιλήνη με την Τουρκία, τ’ Αϊβαλί, πήγαιναν-ερχόταν, και ξέραν οι δικοί μας τα μικρασιάτικα, πιο πολύ τα ξέραν. Τα ίδια τα έθιμα, στολή κι αυτά είχαν οι Μυτιληνιοί κι οι Μικρασιάτες κοντά μας που ‘ναι, Αϊβαλί, Πέργαμο, τα ίδια ήταν. […] Οι άντρες τραβούσαν αμανέ πιο πολύ. Ας πούμε αν έκανε καντάδα κανένας σε μια κοπέλα, της έκανε μ’ αμανέ».
Τραγουδάει επίσης τοπικά αποκριάτικα τραγούδια, «αδιάντροπα», που περιέχουν άσεμνα λόγια, καθώς και αφηγηματικά τραγούδια και παραλογές, που προσαρμόζονται στον «αποκριάτικο σκοπό». «Τις απόκριες λέν’ ειδικά τραγούδια εκεί στην Πηγή.
Λένε τραγούδια που έχουν γίνει ιστορίες παλιές. Τις αποκριές είναι η μέρα αυτή που λες τα τραγούδια που περάσαν. Δεν το λένε σ’ άλλη ευκαιρία. Είναι πολύ παλιά αυτά και τα λέγαν αυτά σαν ιστορία. Αυτά λέμε στην Πηγή και τα κάλαντα που είν’ αδιάντροπα, έτσι. Τα λέμε σε χώρο που δεν έχει γυναίκες, σε καφενεία, σε αυτά.
Τις απόκριες γινόταν παρέες έτσι την Κυριακή το βράδυ, αυτοί που ‘ταν για να κάνουν τις απόκριες, όσες παρέες, αυτή την ώρα τρώγαν και πίναν, πίναν στο καφενείο και το πρωί μουτζουρωνόταν. Είχε ένας ανοιχτή μπογιά και σε μουτζούρωνε. Άμα σε μουτζούρωνε, άμα σ’ έκανε σταυρό έτσι εδώ στο μάγουλο ή στο κούτελο, δε μπορούσες να φύγεις. Και άλλοι ντυνόταν καρναβάλια, έτσι γυρίζαν στο χωριό, τρείς, τέσσερεις – πέντε παρέες και λέγαν τα τραγούδια αυτά». Τραγουδάει ακόμα κάποια κλέφτικα και ακριτικά τραγούδια. Όλα αυτά τα έμαθε ο ίδιος από παλιούς ηλικιωμένους συγχωριανούς και συγγενείς του τραγουδιστές.
Από το 1969 μέχρι το 1971 ο Σόλωνας Λέκκας τραγουδούσε επαγγελματικά σε πανηγύρια και καφενεία: «Τότε ήταν αυτά τα μικρασιάτικα τα παλιά, λέγαμε τα παλιά, αμανέδες, το μπάλλο, το λέγαμε στο συρτό απάνω, έπρεπε να πεις μπάλλο στο συρτό…
Αυτά του Τσαουσάκη, αυτά τα λέμε, έρχονται προς το μικρασιάτικο. Βαμβακάρη παραγγέλναν κανένα, αν λέγαμε έτσι. Μπαγιαντέρα, του άλλου του Στελλάκη (Περπινιάδη). Γαβαλά δεν έλεγα. Ένας άλλος φίλος είναι, τα ‘λεγε. Αυτός τραγουδούσε λίγο πιο αλλιώς, δεν πήγαινε προς το μικρασιάτικο. Και τα κρητικά μ’ αρέσουν και το κλέφτικο μ’ αρέσει πολύ και το τραγουδάω κιόλας, και τα ηπειρώτικα τα λέω».
«Μετά (στις αρχές της δεκαετίας του 1970) πιάσαν και χαλούσαν δεν τα πολυθέλαν τα παλιά, βγήκαν οι δίσκοι. Τα Μικρασιάτικα, τα Μυτιληνιά τα παλιά δεν τα πολυθέλαν, θέλαν λαϊκά, εγώ δεν τα ‘θελα αυτά, αλλά ο κόσμος δεν τα ‘θελε τα παλιά.
Από τότες χαλαστήκαν, απ’ το ’70 κάτι σκοποί πιάσαν και παίζαν στα γρήγορα. Μόνο κάτι παλιοί τα ζητούσαν, ενώ οι άλλοι θέλαν όλο λαϊκά πιο πολύ. Άμα ακούγαν Μικρασιάτικα, κάνα(ν) αμανέ, λέγαν «ωω χωριάτικα», προπάντων οι νέοι. Τότες είχε βγει ένα τραγούδι «Ψίλοι στ’ αυτιά μου μπήκανε», το ‘λεγα λίγο αυτό, μόνο αυτό. Εγώ λέω μόνο τα παραδοσιακά τα παλιά, Μικρασιάτικα, τα Μυτιληνιά, αμανέδες, τον μπάλλο, όπως το λέμ’ εδώ στη Μυτιλήνη. Στα τελευταία στα πανηγύρια λέγαμε και κάνα-δυό αμανέδες, έτσι σαν κλείσιμο. […]
Η «Αϊσέ» είναι όπως το λένε αυτόν «Καρεκλάτο» τώρα τον ονομάζουν, ενώ παλιά ήταν «Αϊσέ», είναι ένας χορός λίγο πηδηχτός, ευκίνητος πολύ. Οι παλιοί δεν το ξέραν «καρεκλάτο», το γυρίσαν και το λέν’ τώρα. Στα πανηγύρια τελειώναμε με τον «πηδηχτόν», γρήγορο, ξέραν, «θα βάλουμε τον «πηδηχτόν»».
Ο Σόλωνας Λέκκας τραγουδάει επίσης κάποια τραγούδια με τουρκικούς στίχους. «Με τούρκικα λόγια ξέρω ελάχιστα τραγούδια, τον «Τσάκιτζη», τον «Ντόκτορ», τον «Κιόρογλου» , παλιά είχε λόγια, δεν τα θυμάμαι, όχι. Γιατί θέλει να πει ότι βγήκε ένα παληκάρι, ένα παληκάρι ήταν μόνο, του Κιορ ο γιός.
Ο «Κιόρογλους» είναι ένας χορός που οι παλιοί τον λέγαν «Πεχλιβάνης», που θα πεί παλληκαράς, γι’ αυτό οι παλιοί τον χορεύαν με τα μαχαίρια, όχι σαν τώρα, πάνω στα άλογα. Έχει λόγια, λέγει το τραγούδι, ένα παλληκάρι είναι στο χωριό μέσα, ο Κιόρ, «του στραβού ο γιός».
Αυτός ο Κιόρογλου ήταν απ’ το Μπαμπά, ένα μέρος της Μικρασίας, προς το Μόλυβο εκεί, γι’ αυτό τα παλιά λόγια λένε «Μπένιμ Κιόρογλου Μπαμπακτσή». Την ημέρα του Αγίου Χαραλάμπους, πάλευαν, με όποιον πάλευε νικούσε. Οι καινούριοι μουσικοί το ξέρουν σαν «Κιόρογλου» το κομμάτι, οι παλιοί σαν «Πεχλιβάνη». Τον «Κιόρογλου» άρχισαν να το παίζουν με τα άλογα οι κανούργιοι καβαλαροί. Αυτόν τον χορεύαν με τα μαχαίρια.
Ήταν στολισμένα τα άλογα, αλλά βάζαν τα «Ξύλα» και τον «Κιόρογλου», μ’ αυτά αρχινούσε, ήταν ο σκοπός των αλόγων, των καβαλαρέων. Μέχρι τώρα αυτό, αυτοί τσοι σκοποί έχουν με τα άλογα. Αυτοί οι σκοποί ήταν του δρόμου, και χορευτικά είναι. Τα «Ξύλα» το χορεύουν συρτό, όταν συνοδεύουν τον ταύρο στου Αγίου Χαραλάμπη, παίζουν το σκοπό αυτό τον «Κιόρογλου» και τα «Ξύλα».
Ο «Κιόρογλου» είναι προς το ζεϊμπέκικο, είναι και του δρόμου και χορευτικοί σκοποί. […] Και το άλλο που λέμε είναι «Η Χανούμ», είναι το «(Ι)μιτλερίμ», επειδής αρχίζει με το «(Ι)μιτλερίμ», ενώ λέγεται «Χανούμ». Άμα το πεις «Χανούμ» μπορεί να μην το ξέρει να πούμε, ενώ άμα πεις «(Ι)μιτλερίμ» ξέρει ο άλλος, όπως ξεκινά να πούμε».
.Για τον χορό ο Σόλωνας Λέκκας αναφέρει: «Παλιά γλεντούσαν ο κόσμος και οι γέροι ακόμα γλεντούσαν. Άμα σηκωνόταν ο γέρος να χορέψει ένα σκοπό, τί σκοπό θα χορέψει; το βαρύμαγκα, βαρύ σκοπό χορεύει. Δυό χορεύαν στο συρτό, δυό στον καρσιλαμά, δυό στο ζεϊμπέκικο, μπορεί και μοναχός ιτ κανένας, αλλά συνήθως δυό σηκωνόταν και χορεύαν.
Για να ζυγάει τα μάτια τ’ αλλουνού, να βλέπει ο ένας τον άλλο. Εγώ, έβλεπες στο μαγαζί η κίνηση που είχα, γέμιζε, ήταν χορός. Μόνο που γονάτιζαν λίγο έτσι και για να σηκωθούν, ήταν χορός, για να σηκωθούν με το ρυθμό, ναι. Οι παλιοί που χορεύαν σκοπούς με τα μαχαίρια, τα χτυπούσαν πά(νω) στο σκοπό, στο σκοπό πάνω γινόταν αυτό, όχι με τα σχέδια που θα κάνεις. Να είναι ίδιο με το χορό και η κίνηση που θα κάνεις».
Ποιές πόλεις / χωριά έχει επισκεφτεί για επαγγελματικούς λόγους
Μόρια. «Παίζαμε και κάθε Σαββατοκύριακο σ’ ένα εξοχικό στον Άγιο Γιάννη στη Μόρια, όχι με την Αγιασώτισσα τη μουσική, με τον Μυρογιάννη, αλλά και τον «Λαγό» (Μιχάλη Μουτζουρέλλη) στο κλαρίνο. Αλλά δεν μας πλήρωνε το καφενείο, χαρτούρα παίρναμε. Μόνο τα έξοδα μετακίνησης μας έδινε».
Έχει τραγουδήσει επαγγελματικά, σε συνεργασία με Λέσβιους μουσικούς και σε άλλα χωριά της Λέσβου, όπως: Νέες Κυδωνιές (Μπαλτζίκι), Πολυχνίτος, Ταξιάρχες (Καγιάνι).
Τραγουδούσε στα πανηγύρια της Πηγής, που γίνονται στην Αγία Παρασκευή, μέσα στο χωριό και στα εξωκκλήσια του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Μαρίνας και του Άγιου Χαράλαμπου, καθώς και σε άλλα πανηγύρια και διασκεδάσεις στα σπίτια και στα καφενεία της ευρύτερης περιφέρειας της Πηγής και της Μυτιλήνης.
«Πανηγύρια, στην Καλλονή, στον Αη Γιάννη στη Μόρια, στα Μυστεγνά, Πολυχνίτο, Καγιάνι. Στον Αη Γιάνη στη Μόρια είχε κέντρο. Ένα, αυτό, δεν είχε άλλο εκεί. Ένα αυτό ήταν ο Αη Γιάννης, πήγαινε ένας κι έβαζε μουσική το βράδυ, πήγαινε ο κόσμος καθότανε. Εγώ ήμουνα και νέος βέβαια τότε, (αρχές του ’70). Μόλις σηκωνόταν τότε να χορέψουν, βάζαν το συρτό. Έπρεπε να τραγουδάς στο συρτό. Άμα το ‘βαζε έπρεπε να το πεις κιόλα».
Με ποιούς μουσικούς έχει συνεργαστεί επαγγελματικά και πότε
«Μ’ όλους τους μουσικάντηδες έχω τραγουδήσει εγώ. Μ’ άρεσε τότε η μουσική έτσι, μ’ άρεσε τόσο πολύ ας πούμε και με γνώρισαν κάποιοι και με λέει πες ένα τραγούδι… Μόλις απολύθηκα από φαντάρος, το ’69 με ’72, τραγουδούσα.
Με τον Χαρίλαο (Ρόδανο) βιολί, το «Καζίνο» (Ζαφειρίου) τον Ευριπίδη, κι ο γιός του ήταν σαντούρι, ο Κώστας (Ζαφειρίου), έπαιζε σαντούρι και μπουζούκι και ήταν και ο άλλος η «Παγώνα» (Δημήτρης Αγρίτης) που έπαιζε «τζαζ» (ντραμς), ο «Κακούργος» (Γιάννης Σουσαμλής) ο σαντούρι και πολλοί άλλοι απ’ την Αγιάσο. Πήγαινα και με άλλοι μετά. Παίρναν τηλέφωνο, άλλη φορά εδώ στη Μυτιλήνη, ήταν το «Κρυστάλ» στη Μυτιλήνη κι ανταμώναμε εκεί και φεύγαμε, με τους Μυτιληνιούς.
Μετά, η άλλη η Μυτιληνιά η μουσική, ήταν ο Γκρέκας που έπαιζε μπουζούκι, αλλά δεν ήταν τόσο καλός, είχε όμως τα μηχανήματα. Μετά ήταν ένας βιολιτζής, ο Γιώργος Μυρογιάννης, έπαιζε πολύ ωραίο βιολί και είχαμε και τον «Λαγό» (Μιχάλη Μουτζουρέλλη)απ’ την Αγιάσο, το κλαρίνο.
Είχαμε κι έναν άλλον τον Μιχάλη, απ’ το Καγιάνι κι έπαιζε μπάσο… Κι ο «Σελέμης» (Στρατής Σουσαμλής) έπαιζε ωραίο κλαρίνο απ’ την Αγιάσο. Απ’ το ’71 και μετά, που παντρεύτηκα, τραγουδάω μόνο έτσι, ερασιτεχνικά».
Αμοιβή σε είδος, αμοιβή σε χρήμα ή άλλα ωφέλη
Για την περίοδο 1969-1971 που εργαζόταν επαγγελματικά ως τραγουδιστής ο Σόλωνας Λέκκας αναφέρει: «Εγώ θυμάμαι το πιο πολύ που παίρναμε, 1.200 δραχμές ο καθένας, βγάζαμε για το μηχάνημα, έπαιρνε κι αυτός ένα μερίδιο ακόμα, δηλαδή αν παίρναμε εμείς 1.200 έπαιρνε 1.000, 800 δραχμές το μηχάνημα. Τότε θυμάμαι παίρναμε 1.200 δραχμές μεροκάματο, 700, 800 δραχμές, αλλά ήταν γερά. Τότε ήταν το (εργατικό) μεροκάματο 100 δραχμές, το ’70».
Όταν τραγουδάει ερασιτεχνικά όμως δεν δέχεται αμοιβή: «Ολ’ αυτά τα τραγούδια, δε τα λέω επειδή με λές: «πε’ ένα τραγούδ’», μ’ αρέσει. Δε λέω να πληρωθώ. Γιατί αν με πεις «έλα να σε πληρώσω να με τα πεις», δε θα, σα να σε κοροϊδεύω. Άλλο τραγουδιστής κι άλλο μερακλής. Είν’ η διαφορά μεγάλη».
Ποιοί άλλοι μουσικοί ή τραγουδιστές υπάρχουν στην οικογένεια
– Γιάννης και Μιχάλης, θείοι του, αδερφοί της μητέρας του. «Είναι πολύ καλοί τραγουδισταί. Αυτοί τραγουδούσαν τα Μικρασιάτικα, μανέδες, τα ντόπια, αυτά που λέγαν εδώ. Τέτοια, πιο πολύ ήταν οι αμανέδες τότες. Ελαφρά τραγούδια δεν λέγαν. Μπορούσαν να τα πούν, αλλά τα λέγαν άλλοι. Αυτοί λέγαν κάτι τραγούδια τα παλιά αυτά».
– Αργυρώ και Ελπινίκη, αδερφές του, κατοικούν στην Πηγή. «Μόνο οι αδερφές μου τραγουδούν. Αυτές ξέρουν, τραγουδούν ωραία».